ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Friday, May 23, 2008

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΟ ΠΑΡΤΙ


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Οι εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου "Ημερολόγιο Αβάνας"
της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη, που θα γίνει στην Cubanita,
Δευτέρα 2 Ιουνίου και ώρα 9μ.μ.

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν ο υφυπουργός Εξωτερικών, υπεύθυνος για τον Απόδημο Ελληνισμό, κ. Θεόδωρος Κασσίμης, η δρ.Βιβή Κοψιδά-Βρεττού και η Αννα Νταλάρα. Συντονιστής της συζήτησης θα είναι ο δημοσιογράφος της ΕΡΑ 5, Νώε Παρλαβάντζας.

Θα ακολουθήσει βραδιά με κουβανέζικους ρυθμούς

[Cubanita: Καραϊσκάκη 28, Ψυρρή, τηλ. 210-33.14.605]

Wednesday, May 14, 2008

Είστε όλοι σας προσκεκλημένοι



Νιώθω τυχερή που στη δημοσιογραφία έχω φίλους και φίλες. Είμαι τυχερή που αυτοί είναι οι πιό αδέκαστοι κριτές μου και οι πιό πολύτιμοι συνοδοιπόροι στο συγγραφικό μου δρόμο.

Μετά το υπέροχο κείμενο της Ελένης Γκίκα στο Εθνος και την αναδημοσίευση του δελτίου τύπου για το Ημερολόγιο Αβάνας σε διάφορα έντυπα και δημοσιογραφικά μπλόγκς (ευχαριστώ όλους απο καρδιάς) ας μου επιτρέψετε να καταθέσω το υπέροχο κείμενο-συνέντευξη της Ιωάννας Κολοβού, που δημοσιεύθηκε στη Φιλολογική Βραδυνή.

Εχω ευτυχήσει να γνωρίσω μεγάλες πένες της δημοσιογραφίας και σεμνύομαι που αναφέρονται στο ταπεινό μου έργο.

Επιτρέψτε μου να αναδημοσιεύσω τη συνέντευξη της Ιωάννας μου:


«Ημερολόγιο Αβάνας»
Η Κούβα στο λυκόφως του Κάστρο

Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ




«Ακαριαίος έρωτας, χωρίς επιφυλάξεις» ήταν αυτό που ένιωσε η Ιουστίνη Φραγκούλη όταν πρωτοαντίκρυσε, το Φλεβάρη του 1997, την Αβάνα. Μια πόλη την οποία, η συγγραφέας και δημοσιογράφος, «επέλεξε να αγαπά για πάντα» όπως γράφει στην εισαγωγή της στο νέο βιβλίο της που μόλις κυκλοφόρησε «Ημερολόγιο Αβάνας» -Η Κούβα στο λυκόφως του Κάστρο» από τι εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ.
Η Ιουστίνη, πάνω που μας ταξίδεψε στα τοπία της νιότης μας πάνω σε «Ψηλά Τακούνια» μέσα από το ομώνυμο μεταφεμινιστικό μυθιστόρημά της, μας ξαναπαίρνει τώρα και μας ταξιδεύει μέσα από ένα ντοκιμαντερίστικης αντίληψης ημερολόγιο, στις σμαραγδένιες ακρογιαλιές της Κούβας και στην γεμάτη ρυθμό και μουσική Αβάνα. Μια πόλη που συνεχίζει να της αποκαλύπτεται δέκα χρόνια τώρα, αποσύροντας σιγά-σιγά τον επαναστατικό πέπλο με τον οποίο την τύλιξε ο θρυλικός Τσε και ο πιο γήινος Φιντέλ. Η επαφή της Ιουστίνης με την Αβάνα ήταν αδιάκοπη και ερωτική. Το νήμα κόπηκε ξαφνικά εξ αιτίας μιας προσωπικής τραγωδίας. Η επανένωση που έγινε το Δεκέμβρη του 2007 ήταν αργή και οδυνηρή. Λυτρωτική ωστόσο. Μια λύτρωση που μετουσιώθηκε σε δημιουργία αφού εγεννήθη νέο βιβλίο, το «Ημερολόγιο Αβάνας».
Ένα «Ημερολόγιο» που διαβάζεται απνευστί. Έχει ένα δικό του ρυθμό που μοιάζει να συντονίζεται στο ρυθμό των μουσικών της Αβάνας, και διαθέτει ένα ρεαλισμό –στην αφήγησή του, που όμως συγκρατείται από του να γίνει ωμός, από τις στέρεες, κλασικής παιδείας καταγωγές, της συγγραφέως. Το γράψιμο πολλές φορές, θυμίζει παλιές καλές στιγμές της δημοσιογραφίας- εδώ παρεμβαίνει η δεύτερη ιδιότητα της συγγραφέως. Ακροβατεί ωστόσο, αλλά τελικά καταφέρνει να ισορροπήσει και να μη βουτήξει μέσα σε μια έντονη συναισθηματική φόρτιση. Μια φόρτιση που είχε κάθε λόγο να την πλημμυρίσει. Ωστόσο επιτυγχάνει να την περάσει «αβρόχις ποσί». Κι αυτό δεν μόνο μια επιτυχία. Είναι και μια νίκη. Ενάντια στους δαίμονες της… Στη συνέντευξη της μιλάει και γι’αυτούς.



1. Λοιπόν, με… «Ψηλά Τακούνια» ταξίδεψες ως την Αβάνα. Πώς ισορρόπησες;
Με άλλα λόγια, πως από το μυθιστόρημα αποφάσισες αυτή την αλλαγή πλεύσης, από το γαλάζιο του γενέθλιου Ιονίου στο σμαραγδί τη Καραϊβικής;


Πάντα στις αποσκευές μου έχω τα Ψηλά Τακούνια. Είναι οι αναφορές στη φιλία και στις ρίζες της θηλυκότητάς μου. Με αυτά τα Ψηλά Τακούνια περπάτησα στην παραλία Μαλιακόν, φωτογράφησα την Αβάνα σε διάφορες φάσεις της προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τη νέα της εποχή. Στην πραγματικότητα δεν έκανα αλλαγή πλεύσης, αλλά πήγα πρόσω ολοταχώς διανύοντας το μακρύ ταξίδι του Ατλαντικού.

Αν υπαινίσσεσαι τη στροφή από το μυθιστόρημα στην αφηγηματική λογοτεχνία, έτσι είναι η φύση μου. Γράφω όπως αισθάνομαι εκείνη τη στιγμή της έκκρισης. Δεν με αφορούν οι φόρμες και τα σχήματα. Το νέο μου μυθιστόρημα περιμένει στο συρτάρι τις τελευταίες πινελιές. Αλλά τώρα είχα ανάγκη από μια αυτογνωστική περιπέτεια στην Αβάνα.
Οσο για την αντιδιαστολή ανάμεσα στο γαλάζιο του Ιονίου και το σμαραγδί χρώμα της Καραϊβικής, η αγάπη για τη θάλασσα είναι στη γονιδιακή σύνθεση της ύπαρξής μου. Οπου κι αν την αντικρύσω, σε όποιο σημείο της υδρογείου κι αν σταθώ αναγνωρίζω στην απεραντοσύνη της ως σημείο βιωματικής αναφοράς.

2.Πως θα όριζες το στυλ (είδος) του νέου σου βιβλίου;
Θα έλεγα πως πρόκειται για μια ημερολογιακή αποτύπωση της Αβάνας κατα το λυκόφως του Κάστρο. Στο νησί έχω πάει πάμπολλες φορές, έχω καταγράψει μέσα μου τη δυναμική του τα τελευταία δέκα χρόνια , αλλά τώρα ήταν η ιστορική συγκυρία και η συναισθηματική ευφορία που μου όρισαν τις συντεταγμένες γραφής αυτού του πονήματος.

3.Άλλάξες ύφος γραφής και |φιλοσοφίας» από λογοτεχνική ανάγκη η από υπαρξιακή;

Δεν άλλαξα ύφος, στον ίδιο τόνο ήμουν γράφοντας κι αυτό το βιβλίο. Ωστόσο, ωρίμασε μέσα μου η ιδέα να γράψω για την Κούβα όπως την είχα ζήσει μαζί με την αδελφή μου, όπως την έχασα με την αναγγελία του θανάτου της, όπως την ξαναβρήκα μετά τη ρηξικέλευθη απόφασή μου να την αντιμετωπίσω τον περασμένο Δεκέμβρη, ύστερα απο τρία χρόνια σιωπηρής απουσίας. Ναί, η ανάγκη ήταν υπαρξιακή και λογοτεχνική ταυτόχρονα. Οι χυμοί των εντυπώσεων απο αυτο το νησί έβραζαν στα σωθικά μου. Επρεπε να ανοίξω το καπάκι για να απελευθερωθούν !

4.Το κείμενο αποπνέει πολύ την ατμόσφαιρα της Κούβας, όπως τη φαντάζεται κάποιος που δεν έχει πάει, κι ωστόσο είναι αρκετά διαφορετικό…

Προσπάθησα να πάρω τον αναγνώστη μαζί μου στο ταξίδι της Κούβας. Θέλησα να περπατήσουμε χέρι με χέρι σ’ αυτή την άγνωστη-γνωστή απο τις αφηγήσεις και τα ντοκυμαντέρ χώρα. Ηθελα να μοιραστώ με απόλυτη ειλικρίνεια την εμπειρία μέσα απο τα πρόσωπα περισσότερο παρά μέσα απο τα τοπία. Ισως εκεί να έγκειται η διαφορετικότητα: πως δηλαδή δεν έγραψα ένα περιηγητικό κείμενο αλλά έγινα μέρος του καθώς αποτύπωσα με το φακό και με τα λόγια όλα όσα είχα εισπράξει σ΄αυτόν τον τόπο.


5.Έγραψες το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ …»επί τόπου» όσο βρισκόσουν ακόμα στην Αβάνα;

Σαφώς έγραψα το Ημερολόγιο επιτόπου. Καθόμουν 6 ώρες κάθε πρωί στην πισίνα και κατέγραφα με λεπτομέρεια όσα μου είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα. Ήθελα να προσεγγίσω την Αβάνα με απόλυτη πιστότητα στις εντυπώσεις μου. Δεν τολμούσα να απομακρυνθώ για να γράψω. Ήξερα πως θα παρενέβαινε η απόσταση ως ωραιοποίηση των καταστάσεων και θα παγιδευόμουν από το σύνδρομο της εξιδανίκευσης.

6.Μπαίνουμε στον πειρασμό να σε ρωτήσουμε: Η Αβάνα στο λυκόφως του Κάστρο αρχίζει να αλλάζει και από πού αρχίζει αυτή αλλαγή;

Η Αβάνα στο λυκόφως του Κάστρο έχει αλλάξει δραματικά. Ήδη ο αδελφός του Ραούλ , που έχει αναλάβει τα ηνία της χώρας, κάνει στροφή προς τη δύση θέλοντας να δείξει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Πάντως και σε επίπεδο καθημερινής ζωής , η Κούβα έχει υποστεί τη δραματική αλλαγή της επέλασης των τουριστών. Η ζωή έχει γίνει το κυνήγι του δυτικού πέσος, που θα αγοράσει τα καλούδια της καταναλωτικής κοινωνίας με κάθε τίμημα , με κάθε μέσον.

7. Γράφεις κάπου πως οι Κουβανοί ονειρεύονται τη φυγή από την ονειρεμένη χώρα τους. Οι… υπόλοιποι ονειρεύονται να πάνε κάποτε στην Κούβα. Πιστεύεις πως αυτή η…ανταλλαγή πληθυσμών θα ενταθεί τώρα με την επικείμενη αναχώρηση του Φιντέλ;

Ο Φιντέλ παρέδωσε, οι Κάστρο ακόμη κυβερνούν. Αλλά ναι έτσι είναι. Οι Κουβανοί θα ’θελαν να ζουν στο δυτικό Μαϊάμι. Ολη η καταναλωτική ουσία της διπλανής Αμερικής έχει αμβλύνει τις αντιστάσεις τους. Είναι σίγουρα πως μόλις τελειώσει η εποχή των Κάστρο θα γίνει ανταλλαγή πληθυσμών. Οι Κουβανοί θα μετοικήσουν κατά κύματα στη γη της επαγγελίας και οι Αμερικανοί θα λιάζονται στις παραλίες του εξωτικού νησιού. Ήδη το ορέγονται από τώρα.

8. Τι έχει απομείνει ως…αναμνηστικό από την επαναστατημένη Κούβα; Εκτός από τα μπλουζάκια με τον Τσε βέβαια; Υπάρχει κάτι που να θυμίζει έντονα την επανάσταση;

Το Μουσείο της Επανάστασης με το μεγάλο τανκ στον περίβολο και τα όπλα των επαναστατών κυριαρχεί των εντυπώσεων της τουριστικής Αβάνας. Και ο Τσε είναι ο αλαφροϊσκιωτος επαναστάτης , που χαράχτηκε στις μνήμες ως άδολος και ιδεαλιστής επειδή έφυγε νωρίς. Όσο για την Επανάσταση, φροντίζει το καθεστώς να τη θυμίζει ευκαίρως ακαίρως σε κάθε περίσταση. Αν έχει μείνει κάτι στις μνήμες των ανθρώπων; Φοβάμαι πως όχι, αν και οι καθεστωτικοί εκθειάζουν την επανάσταση σαν καραμέλα της ευζωίας τους. Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι ζουν στα όρια της αθλιότητας.

9.Συχνά μέσα στο κείμενό σου αυτοκαθορίζεσαι (και αυτοσαρκάζεσαι επίσης) ως γνήσια Ελληνίδα. Ωστόσο το γράψιμό σου κρατάει τις σωστές αποστάσεις από το συναίσθημα που στέκει εκεί στην άκρη έτοιμο να πλημμυρίσει τα πάντα. Πως κατάφερες αυτή τη θαυμαστή (στο αναγνωρίζω) ισορροπία;

Πάντοτε λειτουργώ ως Ελληνίδα στον κόσμο, δεν αυτοσαρκάζομαι, έχω το κύριο χαρακτηριστικό της φυλής μας, την καχυποψία. Και να σου πω προσπάθησα πολύ να αποστασιοποιηθώ από τα συναισθήματα που ανέβαιναν κύματα στην ψυχή μου. Σαφώς θα μπορούσα να είχα πέσει θύμα μιας ωραιοποίησης ή μιας απορριπτικής στάσης. Αλλά αυτή η διαδικασία της επιτόπου γραφής λειτούργησε σαν φίλτρο του συναισθηματισμού που είχε την πιθανότητα να αποβεί αχαλίνωτος και γι αυτό μοιραίος!

10. Η χώρα αυτή συνδέθηκε με μια προσωπική τραγωδία. Ήταν τελικά το γράψιμο αυτού του βιβλίου μια λύτρωση;

Ναι, η χώρα αυτή συνδέθηκε με την φρούδα ελπίδα της αναζήτησης του δήθεν γιατρικού που παράγεται απο το δηλητήριο του μπλέ σκορπιού. Ιδίοις όμμασι είχα παραστεί σ΄αυτή την παρωδία των ντόπιων γιατροσόφων και είχα απογοητευτεί, όχι με την αγυρτεία των ψευδόγιατρων της Κούβας, αλλά με την εσκεμμένη παραπληροφόρηση των Ελλήνων δημοσιογράφων. Ντράπηκα που πήγα μέχρις εκεί παρασυρμένη απο το συναισθηματισμό της απελπισίας.

Εκεί με χτύπησαν τα νέα του θανάτου της αδελφής μου. Εκεί κατέθεσα τα δάκρυα για την απώλειά της. Κι ύστερα έκοψα τα ταξίδια στο νησί επί μια τριετία. Στους προορισμούς των διακοπών μου, δεν αναφερόμουν στην Κούβα.
Ώσπου τον περασμένο Δεκέμβριο είπα να σπάσω αυτό το άβατο του πένθους μου. Κι έτσι έφτασα μέχρις εκεί λυτρωμένη από το φοβικό μου σύνδρομο, έτοιμη να γράψω όσα συγκέντρωνα στο νου και την ψυχή μου επί μια δεκαετία. Ναι, ήταν καθαρτήριο το γράψιμο αυτού του βιβλίου, βγήκαν οι χυμοί της δημιουργίας μαζί με τις τοξίνες του πόνου.

11. Οι Έλληνες της Κούβας. Διαφέρουν από τους άλλους μετανάστες δεδομένης της τεράστιας διαφοράς νοοτροπίας αλλά και την σχετικής απομόνωσης;

Ναί, οι Ελληνες της Κούβας διαφέρουν από τους άλλους απόδημους γιατί είναι ελάχιστοι, δεν διατηρούν κοινότητα και δεν έχουν τη δυνατότητα της παλινδρόμησης στην Ελλάδα λόγω απόστασης και καθεστώτος, που δεν επιτρέπει πολλές μετακινήσεις. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ξέμειναν από την προ Κάστρο εποχή καθ οδόν προς την Αμέρικα και είναι πια ντόπιοι Κουβανοί ελληνικής καταγωγής και στους λίγους που βρίσκονται στην Αβάνα για δουλειές , κυρίως ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Οι πρώτοι κουβαλούν μέσα τους την ελληνικότητα σαν παράθυρο στον κόσμο, οι δεύτεροι είναι καθαροί Ελληνες κι αντιμετωπίζουν τους Κουβανούς με ένα αίσθημα ανωτερότητας, κοινωνικής και οικονομικής. Πάντως, ήταν συγκινητική η επαφή μου με τις δύο φυλές των Ελλήνων της Κούβας.

12. Για ποιο λόγο θα ’θελε ένας Έλληνας να ταξιδέψει στην Κούβα;


Για την ομορφιά της , τις μουσικές της και τους ανθρώπους της. Για τα αποτυπώματα του πολιτισμού της που αποπνέουν Ελλάδα. Για την αναφορά της αρχιτεκτονικής της στις ελληνικές κολώνες, στα κτερίσματα και τις ζωφόρους, λες και μεταφέρθηκε αυτούσια η λάμψη της αρχαίας Ελλάδας σ’ αυτό το μακρινό νησί. Για την αρχοντιά της και τις σμαραγδένιες θάλασσές της. Ο Έλληνας θα ’θελε να ταξιδέψει για να δει πως υπάρχουν κι αλλού παράδεισοι επί γης εκτός της αγαπημένης πατρίδας.

Tuesday, May 13, 2008

Ο Κούλογλου και ο γύρος μιας είδησης

Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Τον συμπαθώ τον Στέλιο Κούλογλου κι ας μη γνωριζόμαστε προσωπικά. Είναι άξιος δημοσιογράφος και έντιμος στη δουλειά του. Οι πρόσφατες εκπομπές του στην ΕΡΤ ήταν βασισμένες στην έρευνα και το καλό ρεπορτάζ.

Ωστόσο, η ΕΡΤ αποφάσισε χωρίς σαφή δικαιολογία να του κόψει τις εκπομπές και να τον στείλει σπίτι του. Κάκιστη επιλογή της διοίκησης, αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω τη φούρια που ξεσηκώθηκε επειδή δεν ανανεώθηκε η συνεργασία του Κούλογλου με την ΕΡΤ.

Πώς οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι έχουν εγείρει τέτοιο μπαϊράκι για τον Κούλογλου όταν σιωπούν μπροστά στις μαζικές απολύσεις παιδιών που παίρνουν ως μισθό το βασικό 700άρι ή και λιγότερο σε διάφορα ιδιωτικά μέσα;

Γιατί ξαφνικά απαξάπαντες έχουν ξεσηκωθεί υπερ του καλού συναδέλφου, που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν είχε δεσμευτική σύμβαση με την ΕΡΤ αλλά ανανεούμενη ανα διετία; Και φαντάζομαι θα έπαιρνε παχυλό μισθό απο το κρατικό κανάλι.

Τελευταία ενοχλούμαι με τις διάφορες κατάφωρες αδικίες εις βάρος των νέων δημοσιογράφων. Οι περισσότεροι απόφοιτοι των δημοσιογραφικών σχολών προσλαμβάνονται στις εταιρείες παραγωγής μεγαλοκαρχαριών της δημοσιογραφίας και δεν πληρώνονται επι χρόνια δήθεν για να κάνουν την πρακτική τους. Κάνουν όλη τη χαμαλοδουλειά χωρίς ένα ευρώ και χωρίς να φαίνεται πουθενά το όνομά τους. Ετσι απογοητεύονται και πάνε στα σπίτια τους με γκρεμισμένα όνειρα αναζητώντας μια δουλίτσα στο δημόσιο, όπως οι γεννήτορές τους.

Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω την μονοδιάστατη ευαισθησία των συναδέλφων μου στο μεμονωμένο παράδειγμα του Στέλιου Κούλογλου. Πολύ σωστά πράττουν αλλά πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια που έμεναν απλήρωτοι συνάδελφοι σε εφημερίδες και ραδιόφωνα ; Πού ήταν να αντισταθούν όταν έκλειναν μέσα ενημέρωσης χωρίς να δίνουν τα δεδουλευμένα στους δημοσιογράφους;

Οσο για την ΕΡΤ και τις επιλογές της, ειλικρινά το κρατικό κανάλι κάνει την χειρότερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Εχει προσλάβει διάφορους εγκάθετους-μη λέμε ονόματα όλοι τους γνωρίζουν-, οι οποίοι κάνουν προσωπική πολιτική απο την κρατική τηλεόραση.

Βολεμένοι στην αραχτή πολυθρόνα του κρατικού καναλιού καλούν υπουργούς και βουλευτάδες προσφέροντας μια επανάληψη των κρατικοδίαιτων ειδήσεων. Ενα απόλυτο ξεσκόνισμα στην ηγεσία , όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας αλλά και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Γι αυτό δεν τους κουνάει κανείς απο την άνετη θεση τους με το χοντρό μισθό.῎

Η ΕΡΤ πρέπει να αλλάζει πρόσωπα και εκπομπές. Δεν είναι δυνατόν να μένει με τους ίδιους δημοσιογράφους επι χρόνια πληρώνοντάς τους αδρά απο τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων. Είναι πολιτική σκανδαλώδης, άδικη και προκλητική για τη μεγάλη μάζα των συναδέλφων που παίρνουν ένα βασικό μισθό.

Οσο για την περίπτωση του Στέλιου Κούλογλου, έχει κάνει το γύρο των μέσων ενημέρωσης γιατί είναι επώνυμος και φίλος πολλών δημοσιογράφων στο χώρο μας. Ομως, επειδή είναι άξιος και δοκιμασμένος ρεπόρτερ θα βρεί δουλειά στην ελεύθερη αγορά, πολύ ανταξιότερη του ταλέντου και της εργατικότητάς του.

Sunday, May 11, 2008

Γράμμα στη Μάννα με δύο Ν

Αφιερωμένο στη Μελισσούλα και σε όλα τα κορίτσια που γιορτάζουν τις μαννούλες απο μακριά!

Της Ιουστίνης Φραγκούλη

«Μ΄έσφιγγες στην αγκαλιά σου με τα σουφρωμένα και ματωμένα απ΄τις μπουγάδες- χέρια σου και ...ναί είναι αλήθεια. Ντρεπόμουν τότε κι εγώ μαζί σου.

Ζήλευα τις νέες και καλοντυμένες μαμάδες. Θα ήθελα τότε κι εσύ να ήσουν έτσι

Το βιβλίο αυτό που το τύλιξα με την αγάπη μου και τις σκέψεις μου, στο χαρίζω και θα ήθελα να φτάσει ως τον ουρανό. Κοντά σου»


Απο το οπισθόφυλλο του βιβλίου της Κατερίνας Παπαθεοδώρου-Σταματίου «Γράμμα στη Μάννα με δύο Ν» (εκδόσεις Καλυδών).





Οι ευχές μου για τις μαννούλες όλου του κόσμου προέρχονται απο την καρδιά μου. Χρόνια πολλά σε όλες και προπάντων στις μαννούλες των ξενητεμένων παιδιών, που νιώθουν τα κομμάτια τους διασκορπισμένα στα σημεία του ορίζοντα. Να τις αγαπάμε τις μαννούλες και να το δείχνουμε συχνά! Το χρειάζονται.

Κι εγώ αντί άλλου κομματιού διάλεξα να γράψω για το τρυφερό βιβλίο της Κατερίνας Παπαθεοδώρου-Σταματίου (Κυκλαμινάκι του Βουνού) με τίτλο «Γράμμα στη Μάννα με δύο Ν».

Πρόκειται για μια δραματική αναμέτρηση με την πάλη των συναισθημάτων ενός κοριστιού που μεγάλωσε τα στερημένα μεταπολεμικά χρόνια στη Ζαγορά του Βόλου παλεύοντας να κερδίσει τη ζωή της. Η φτώχεια της οικογένειας, ο αλκοολισμός του πατέρα, τα πολλά παιδιά που σκορπίστηκαν παντού για να βρούν καλύτερη τύχη, η βία, οι φοβίες, ο πόνος, η αμφισβήτηση της ταλαίπωρης ηλικιωμένης μάννας περνούν με απόλυτη ειλικρίνεια σαν ημερολόγιο της Κατερίνας.

Πρόκειται για ένα καθαρτήριο βιβλίο που ξεπλένει την ψυχή της συγγραφέως ρίχνοντας βάλσαμο στις πληγές των κοριτσιών που βίωσαν ακραίες καταστάσεις στη ζωή τους.

Ολες οι σκηνές , απο τη γέννηση, το μεγάλωμα στη φτώχεια της Ζαγοράς, η απειλή του ορφανοτροφείου, η βιαιότητα του θείου στο Βόλο κι αργότερα η αρρώστεια και ο θάνατος της μάννας, καθηλώνουν τον αναγνώστη στην εξομολόγηση της Κατερίνας, που κατάφερε να μορφωθεί και να κάνει μια άξια οικογένεια.

Σήμερα είναι μια απο τις πιό δυναμικές μπλόγκερ, που καταθέτει στο ιστολόγιό της λόγια τρυφερά και λουλούδια στη μάννα της, στην οικογένειά της και σε μάς όλους τους μπλογκογείτονες που την λατρεύουμε για τη λεβεντιά της.

Χρόνια πολλά Κυκλαμινάκι, να σε χαιρόμαστε όλοι! Χρόνια πολλά μαννούλες του κόσμου!

http://www.blogger.com/profile/03242909369686024541

Wednesday, May 7, 2008

Το Νέο Μου Σπιτικό


Απο το Νέον Ετος η Εταιρεία Συγγραφέων του Κεμπέκ άνοιξε το σπιτικό της για μένα προσφέροντας στην αφεντιά και τα βιβλία μου ένα τεράστιο σαλόνι προβολής. Νιώθω ευγνώμων γιατί οι συνάδελφοί μου στο Κεμπέκ με καλοδέχθηκαν όταν αποφάσισα να γραφτώ στην Εταιρεία τους. Και απορώ που μετά απο εφτά βιβλία διαφόρου στύλ και περιεχομένου εκδοθέντα εν Ελλάδι καμιά εταιρεία συγγραφέων ή λογοτεχνών δεν με έχει προσκαλέσει στην παρέα της. Είναι τυχαίο ή κάτι περίεργο τρέχει με τους συνδέσμους των λογοτεχνών στη μακρινή πατρίδα;
Η ερώτηση εκφράζεται με πλήρη αθωότητα, καθώς δεν γνωρίζω τα διαδραματιζόμενα. Θεώρησα πως θάταν αυτονόητο να προσκληθώ αφού όλα μου τα βιβλία είναι καταχωρημένα στη Βιβλιονετ.
Πάντως, εγώ καταδιασκεδάζω το νέο μου σαλόνι στο Κεμπέκ. Εχει χρώμα και ζεστασιά. Νιώθω τη φιλοξενία στη χώρα της αποδημίας μου!

Tuesday, May 6, 2008

Μοναδικός και Σπάνιος




Αφιερωμένο στο πονεμένο Κυλαμινάκι του Βουνού




Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Εφυγε με ανδρεία και λεβεντιά χωρίς φρούδες δημοσιότητες. Ετσι όπως είχε περάσει τη σύντομη ζωή του ο Μάριος Τόκας. Κι επειδή ο θάνατός του έτυχε στο γύρισμα του μήνα, ανέβαλα το κομμάτι γι αυτόν τον υπέροχο άντρα της μουσικής. Είπα να μην πενθήσω Πρωτομαγιάτικα, δεν θα τόθελε κι ο ίδιος ο ταπεινός συνθέτης.

Τον γνώρισα στο τέλος της δεκαετίας του 80 όταν έγραψε το «Σαν Τρελλό Φορτηγό» οδηγώντας το Γιάννη Πάριο στο δρόμο της αισθαντικής ερμηνείας. Ημουν νεαρή αρχισυντάκτρια στις 24 Ωρες, που έδρεπαν δάφνες λόγω της πολιτικής και οικονομικής ευρωστίας του εξαιρετικού εκδότη Γιώργου Κοσκωτά.

Η εταιρεία του Μάριου Τόκα μου έστειλε το LP κι είπα να μην το ακούσω γιατί ο Πάριος δεν με έπειθε με τις επιλογές του στα τραγούδια. Αλλά λόγω καθήκοντος το ίδιο βραδάκι βρέθηκα στο σπίτι μου ν’ ακούω μαγεμένη ένα δίσκο γεμάτο μουσικές και ενοχρήστρωση που δεν είχα ξαναζήσει στην Ελλάδα της αναβίωσης του ρεμπέτικου.

Ποιός είναι αυτός ο συνθέτης, αναρρωτήθηκα , που πήρε το Γιάννη Πάριο και τον έκανε ερμηνευτή; Ποιός είναι αυτός που θέλει να ξαναβάλει την Ελλάδα στους ευρωπαϊκούς ρυθμούς με δανεικό μπουζούκι; Ποιός θεόπνευστος μουσικός συνθέτει ήχους και παντρεύει διαφορετικά όργανα παραβιάζοντας τους κώδικες του κατεστημένου;

Ανακάλυψα πως το όνομά του ήταν Μάριος Τόκας και αν ήθελα μπορούσα να του πάρω συνέντευξη. Συναντηθήκαμε την επόμενη μέρα, γιατί δεν προλαβαινόμουνα να γνωρίσω αυτό το νέο πλάσμα στη μουσική σκηνή της Ελλάδας.

Ηταν σεμνός, γήινος, δεν είχε ούτε ψήγμα έπαρσης. Μου είπε πως ήταν Κύπριος, πως ήταν φιλόλογος και μουσικός μαζί. Μου μίλησε μελίρρητα για την πατρίδα της συμφοράς, για το στρατιωτικό του, για την προσπάθεια να ενσωματωθεί στην Αθήνα των συμφρόντων, για την επιλογή να τραγουδήσει ο Πάριος τα τραγούδια του «Τρελλού Φορτηγού».

Ο λόγος του ήταν συμπαγής, δεν πέταγες ούτε μια λέξη απο τις απαντήσεις του. Αμέσως τον κατέταξα στους μεγάλους, καθώς είχα προλάβει να πάρω συνέντευξη απο Χατζηδάκι και Θεοδωράκη και ταυτιζόταν σ’ αυτό το σπουδαίο ταλέντο του λόγου.

Διέκρινα πως ο Τόκας ήταν ένας αιρετικός συνθέτης, που έφερνε πίσω στην Ελλάδα μια τζάζ παντρεμένη με λαϊκό ρυθμό. Και ένα νέο ήθος στο λαϊκό τραγούδι, που ήδη κατρακυλούσε σε άλλα εύκολα μονοπάτια.

Ημουν περήφανη γι αυτή τη συνέντευξη όταν την παρέδωσα στο προϊστάμενό μου στις 24 Ωρες να την απλώσει δισέλιδο σαλόνι. Κι εκείνος την πήρε στα χέρια του και με τον πιό ωμό τρόπο μου είπε να την πετάξω στα σκουπίδια γιατί κανένας δεν γνώριζε το Μάριο Τόκα. Να τρέξω να πάρω συνέντευξη απο τον Γιάννη Πάριο στο κέντρο που τραγουδούσε.

Με έπιασε κανονική απελπισία. Γύρισα οδηγώντας το DCVάκι μου απο την Παλλήνη μέσα στο κλάμα για την αδικία του συστήματος. Ο προϊστάμενος δεν ήθελε να ξέρει τίποτε για το συνθέτη πίσω απο το δίσκο. Ηθελε να πουλήσει Γιάννη Πάριο προσβάλλοντας μια δουλειά μεστή νοημάτων κι ένα νεαρό άνδρα που τολμούσε στη μουσική.

Τηλεφώνησα στο Μάριο και του εξήγησα την κατάσταση. Δεν φάνηκε να ενοχλήθηκε κι ας γνώριζε πως η συνέντευξή του θα ακυρωνόταν καθώς το σύστημα της δημοσιότητας αναγνώρισε μόνον ερμηνευτές!

Ωστόσο, τότε είχα μια υπέροχη Κύπρια φίλη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τη Νίκη Μασούρα που έφυγε κι εκείνη στα 35 της χτυπημένη απο το καρκίνο. Τής ζήτησα τη χάρη να δημοσιεύσει στο ΑΠΕ τη συνέντευξη του Μάριου υπογράφοντας με το δικό της όνομα. Ναί, με τη μεγαλοσύνη της δέχθηκε να το κάνει για να μη χαθούν τα λόγια και το έργο του νεαρού συμπατριώτη της. Ετσι , η συνέντευξη του Μάριου Τόκα έκανε το γύρο της Ελλάδας.

Εκτοτε δεθήκαμε με το σεμνό άνδρα με αυτή τη σιωπηρή σχέση της αλληλοεκτίμησης , γιατί βρήκε γενναιοδωρία στην πράξη μου. Εγώ έφυγα στο Μόντρεαλ ακολουθώντας τη ζωή μου. Εκείνος έμεινε στην Ελλάδα μεγαλουργώντας με τις επόμενες δουλειές του απο τα Λαδάδικα μέχρι την Εθνική Μοναξιά και βάλε. Εγώ χόρευα ζεμπέκικα βαρειά με τα τραγούδια του εδώ στα ξένα. Αγαπημένο μου «Μοναδική Και Σπάνια» με τη φωνή του Μητροπάνου. Εκείνος μου άφηνε μηνύματα στον τηλεφωνητή πως σε κάθε συναυλία του περίμεναν τα εισιτήριά μου. Κι ας ήμουν απούσα.

Ο προϊστάμενός μου είναι διευθυντής σε ένα μεγάλης κυκλοφορίας έντυπο σήμερα. Και κάθε που βρισκόμαστε μου ζητάει συγγνώμη για εκείνη την απρέπειά του. Και δημοσιεύει διθυραμβικά κομμάτια για τα βιβλία μου. Τώρα με πιστεύει.

Κι ο Μάριος άφησε τη σφραγίδα του στη μουσική σκηνή της Ελλάδας με τις μουσικές του αλλά και με τη σεμνότητά σου. Για μένα είναι παναταχού παρών κι ας μην τον έχω συναντήσει σχεδόν μια εικοσαετία τώρα. Θα τον χορεύω και θα τον τραγουδώ. Ο Μάριος πάντα θα είναι φίλος μου γιατί τα χώματα δεν θα σκεπάσουν ποτέ την ύπαρξή του! Ούτε και το μεγάλο ταλέντο του!

Friday, May 2, 2008

Στο Λονδίνο πέφτουν χοντρές οι στάλες

Διήγημα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη απο τις Αγορές του Κόσμου

Αφιερωμένο στην Πηνελόπη, επειδή στην Αγγλία επιμένει να βρέχει και τις άνοιξες!

Κάθε χρόνο τη στέλνει στο Λονδίνο για ψώνια. Της δίνει μετρητά και κάρτες να πάει με τις φίλες της στα λαμπερά μαγαζιά να ξεφύγει απο τη ρουτίνα της, να κόψει απο την καθημερινότητα που της πλαδαρεύει το πρόσωπο και τις σκέψεις, όπως της κοπανάει εκείνος στους θυμούς του επάνω.

Και η Αγγελική περισσότερο απο υπακοή παρά απο διάθεση τραβάει για την αγγλική πρωτεύουσα που τη μάγευε απο παιδί. Δεν ξέρει γιατί, αλλά αυτή η συγκρατημένη φύση των Εγγλέζων, η καμπαρντίνα, η αιώνια πάλη με τη βροχή κρατώντας μια ομπρέλλα στο χέρι τη γοητεύει. Αλλωστε, η βροχή είναι τόσο λίγη και αποσπασματική στις μέρες της Αθήνας, που την απολαμβάνει εδώ έστω κι αν τη δυσκολεύει στους περιπάτους και τις αγορές της. Θεωρεί πως το Λονδίνο με τη μελαγχολία του ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή της. Απολαμβάνει κάθε πρωί το στοίχημα με τα σύννεφα, «θα βρέξει δεν θα βρέξει...» Και πάντα βρέχει, είναι δεδομένο.

Φόρεσε την καμπαρντίνα της και γλύστρησε στο δρόμο αφήνοντας πίσω της το ακριβό ξενοδοχείο. Είχε προλάβει να πιεί λίγες σταγόνες εγγλέζικο τσάι για να αρχίσει τη μέρα της με την ιεροτελεστεία που ταιριάζει στην πόλη. Κατευθύνθηκε προς το πάρκο περνώντας απο φαρδειά πεζοδρόμια, τα οποία οι άνθρωποι με τάξη κι ευγένεια αξιοποιοποιούσαν τάζοντας θαρρείς το περπάτημα ως αυτοσκοπό παρά ως μέσο μιάς διαδρομής. Δεν παύει ποτέ ν’ απολαμβάνει την ηρεμία και την τάξη τους ακόμη και τις ώρες της αιχμής. Τίποτε δεν ταρακουνάει τις ήρεμες φάτσες τους, ούτε η βροχή δεν καταφέρνει να τσαλακώσει τα κοστούμια των ανδρών.Και οι γυναίκες με την ίδια ανέκφραστη κομψότητα οδεύουν αδιάφορες απο τις χοντρές στάλες. Μόνο το προξενείο της Πολωνίας ασφυκτιά απο μια ουρά ανθρώπων που φτάνει μέχρι τη γωνία και στρίβει πίσω απ αυτήν. «Θα περιμένουν για βίζα» σκέφτεται η Αγγελική και μια βαρειά λύπηση της πλακώνει την καρδιά καθώς αναλογίζεται τους ανθρώπους της προσφυγιάς, που θυσιάζουν πατρίδα και αξιοπρέπεια για ένα κομμάτι ψωμί.

Αγοράζει ένα εισιτήριο για το δυόροφο τουριστικό λεωφορείο. Οσα χρόνια κι αν έρχεται στη βρεταννική πρωτεύουσα , δε θα σταματήσει να διαθέτει έστω και μια μέρα για τουρισμό στο Λονδίνο. Οι κασσάνδρες ορύονται πως η πόλη βρίσκεται σε μαρασμό, πως μια αίσθηση απώλειας και ξεπεσμού την κυριεύουν. Αλλά όπου κι αν κοιτάξει η Αγγελική παρατηρεί την ευταξία και την καθαριότητα να κυριαρχούν όπως τότε που πρωτοήρθε φοιτήτρια ακόμη κι ερωτευμένη με τον άντρα της.

Μιά φάλτσα νότα απο πνευστό τη βγάζει ξαφνικά απο τις σκέψεις της. Κοιτάζει έξω στην Οξφορντ Στρίτ. Γίνεται πανηγύρι απο ένα αλήτη που μάταια προσπαθεί να δώσει ήχο στο κουρασμένο παλιό σαξόφωνο. Ο κόσμος περπατάει περισσότερο βιαστικός εδώ κάτω . Κάποιοι σταματούν στις πάμπ για μια μπύρα στην καρδιά του μεσημεριού. Κι αυτές οι μπυραρίες είναι έργα τέχνης, συλλογίζεται. Οι εικόνες της βαρειάς τους επίπλωσης με τα Τίφανυ φώτα της αποσπούν το νού απο τα τεκταινόμενα. Είχε ακούσει πως υπήρχαν και πάμπ με μεθυσμένους κι αλητήριους, με ξεδοντιαμσένα καθίσματα στο Γουέστ Εντ αλλά εκείνη δεν είχε δεί ποτέ ούτε μια σταγόνα αθλιότητας στην καθώς πρέπει πολιτεία.

Το λεωφορείο στρίβει στην πλατεία Πικαντίλλυ. Η Αγγελική πιάνει τον εαυτό της ν’ αναπολεί την πιό πλυσύχναστη πλατεία του Λονδίνου απο τα χρόνια της μαθητείας της Φροντιστήρια Στρατηγάκη, όπου η κυρία αγγλικού τους έδειχνε με περηφάνεια τις φωτογραφίες τονίζοντας «This is a square. This is Picadilly square”. Χαμογελάει στις αναμνήσεις της που έχτισαν αυτή την αγάπη της για την εγγλέζικη πρωτεύουσα.

Κατεβαίνει στη Regency. Περπατάει αργά στο μεγαλόπρεπο ημιστρόγγυλο δρόμο με τις υπέροχες βιτρίνες. Στέκεται μπροστά απο το Burberry´s όχι με διάθεση να ψωνίσει αλλά να χορτάσει το μάτι της εικόνες απο τις καμπαρντίνες που δεν θα φορέσει στην Ελλάδα. Ο γαλανόλευκος ουρανός δεν επιτρέπει τα αδιάβροχα, οι ασυννέφιαστες μέρες της Αθήνας δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για μια περιττή ματαιότητα. Κι όμως η Αγγελική τις φορούσε τις καμπαρντίνες τις κυριακές τα απογεύματα, που έβγαιναν ζευγάρια στου Φιλοπάππου και την κολάκευαν οι φίλες με τα βλέμματα. Ενιωθε γελοία κι αταίριαστη τώρα που το σκεφτόταν παρόλο που απολάμβανε το ατίθασσο ύφασμα με την καρό φόδρα και τη σφιχτή ζώνη στη μέση. Θα τις καταργήσει εντελώς με την επιστροφή της.

Η αγάπη της για τις καμπαρτνίνες μεγάλωσε μέσα απο τα ταξίδια που έκαναν με τον Αχιλλέα όταν πρωτοπαντρεύτηκαν. Τώρα εκείνος δεν έχει καιρό για ταξίδια. Ολο απασχολημένος με τις επιχειρήσεις του βρίσκεται. Ξυπνάει και κοιμάται με ένα κινητό στο χέρι. Η Αγγελική σιγά-σιγά με τις τρείς γέννες και το μεγάλωμα των παιδιών πήρε δευτερεύουσα θέση στη ζωή του. Οι δουλειές του άρχισαν να σημαίνουν πολύ περισσότερα απο την παρουσία της στο σπίτι. Αλλωστε, ερχόταν πάντα αργά κι έφευγε νωρίς το πρωί. Είχε καταντήσει μιά σκιά της συνύπαρξής τους.

Γι αυτό κάθε χρόνο τής χαρίζει αυτό το εισιτήρο στο Λονδίνο σαν απο μια βαθειά υποχρεώση να της θυμίζει ότι τη νοιάζεται και της προσφέρει. Κι εκείνη έρχεται στο ραντεβού με την πόλη για να τον απαλλάξει απο το μαρασμό τους έστω και για λίγες μέρες. Ν’ αγοράσει και μιά Burberry´s να την καταχώσει στη ντουλάπα της για ποιά έξοδο αλήθεια; Εχουν πάψει απο καιρό να βγαίνουν της Κυριακής τα απογεύματα. Εκείνος όταν έρχεται στο σπίτι κουρνιάζει στον καναπέ μπροστά απο στην τηλεόραση. Κι εκέινη έχει πάψει να τού παραπονιέται πως δεν της δίνει σημασία. Πώς να εκβιάσει τη συμμετοχή του στην κοινή ζωή τους αφού είναι μακράν ;

Βουλιάζει στο κάθισμα του τουριστικού λεωφορείου. Το βλέμμα της πλανιέται στα γοτθικά κτίρια, στο Κοινοβούλιο που κάθεται πάνω ακριβώς απο τον Τάμεση, αναλλοίωτο απο τους αιώνες να θυμίζει πως η Αγγλία υπεράνω όλων στεγάζει την εξουσία . Πάντα τον ίδιο συλλογισμό της προκαλεί τούτη η θέα. Η Γέφυρα του Λονδίνου με το κρυμμένο θησυαροφυλάκιο της Βασίλισσας της φέρνει μια παραμυθένια νοσταλγία.

Δε νιώθει τη διάθεση να κατεβεί να πάει να θαυμάσει τον καθεδρικό ναό, παρότι κάποτε χωνόταν σ’ όλους τους ναούς της πόλης ανακαλύπτοντας με δέος ένα Θεό που έστεκε ψηλά , αυστηρός τιμωρός κι επιβλέπων. Από τα χρόνια που συνειδητοποίησε την εγγύτητα της ορθοδοξίας, την απλότητα της πίστης της έπαψαν να την εντυπωσιάζουν τα γοτθικά μεγαλεία. Μάλλον δε χωράει πιά σ αυτή τη λογική.

Το λεωφορείο σταματάει μπροστά απο τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ ακριβώς δέκα λεπτά π΄ριν απο την αλλαγή φρουράς. Πετάγεται η Αγγελική σαν ελατήριο απο το κάθισμα και τρέχει να προφτάσει το θέαμα. Είναι το μόνο που τη συγκινεί αναλλοίωτα και δυνατά όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όση μοναξιά κι αν σωρεύτηκε στη ψυχή της. Μιά αμερικάνα με αγενείς τρόπους τη σπρώχνει για να πλησιάσει εκείνη. Αλλα η Αγγελική αντιστέκεται, χειρονομεί μέσα στο τουριστικό πλήθος .Σσπρώχνει κι εκείνη για μια θέση μπροστά απο τα στρατιωτάκια της Βασίλισσας.

Αλλοτε ο νούς της έπαιζε με τις φαντασιώσεις γύρω απο το παλάτι και τις ρομαντικές ίντριγκές του .Φανταζόταν έρωτες κάτω απο βαρειές κουρτίνες, πάθη ανομολόγητα και σκοτεινά. Ομως τώρα είχαν έρθει τα πάνω- κάτω. Μόνο για σκάνδαλα και χωρισμούς, για ζωές δυστυχισμένες , για μοναξιές πιό βαρειές απο τη δική της ,διάβαζες στις εφημερίδες. Πίσω απο τις βαρειές πόρτες κρυβόταν δυστυχία , πόνος, ψέμματα και ραδιουργίες.

Η Αγγελική ιδρώνει, εκνευρίζεται. Αλλά καταφέρνει να σπάσει τον κλοιό και να βρεθεί μπροστά απο τα συντονισμένα βήματα των φρουρών του Μπάκιγχαμ με τα ψηλά καπέλα , τις καλτσοδέτες και το ανέκφραστο πρόσωπο. Είναι η κάρτα που αγοράζει κάθε χρόνο απο το Λονδίνο κι ας την πληρώνει χαραμίζοντας την ηρεμία της. Είναι η μοναδική στιγμή που η πόλη χάνει το φλέγμα της κι αυτό γιατί η πλατεία είναι γεμάτη ετερώνυμους τουρίστες.

Παρατηρεί το πλήθος με μια απόσταση σα να μην ανήκει ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. Δε μπορεί να εντοπίσει πότε ακριβώς άρχισε να χτίζεται αυτή η απόσταση απέναντι στο περιβάλλον ή μάλλον απέναντι στη ζωή της την ίδια. Συχνά νιώθει πως η σκέψη της δεν ανήκει στο κομψό και καλοδιατηρημένο σώμα της, πως εκείνη βρίσκεται μακράν της καθωσπρέπει εμφάνισής της. Τής έρχεται στο νού η σκηνή πριν απο μερικά χρόνια στο σαλόνι. Περίμενε τον Αχιλλέα πώς και πώς να πάνε μαζί στη Λυρική. Είχε ντυθεί φιγουράτα , η καρδιά της σκιρτούσε όπως παλιά τότε που έβγαιναν βόλτα:

-Μά, μού υποσχέθηκες πως θα πηγαίναμε στη Λυρική απόψε. Μού τόχες τάξει απο καιρό. Αγόρασα φουστάνι για την περίσταση, του είπε και κάθησε δίπλα του στον καναπέ προσπαθώντας να τον πείσει με την τρυφερή της στάση.

-Είσαι μια κουφιοκέφαλη Αγγελική, πάντα αυτό ήσουν. Μια ελαφρόμυαλη κοπέλλα που δε μεγάλωσε ποτέ. Η μάλλον μια ώριμη κοκορόμυαλη. Δε σέβεσαι πως εγώ δουλεύω και έχω δικαίωμα να νιώθω κουρασμένος. Εσύ έχεις το χαβά σου».

Τότε της φάνηκε πως βγήκε απο το κοστούμι του εαυτού της. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή πέταξε έξω απο το πετσί της ύπαρξής της. Τόλμησε να σηκωθεί και να φύγει. Φόρεσε το ασορτί μαντό της, έρριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και κάλεσε ταξί να την πάει στη Λυρική. Αυτό ήταν το κομβικό σημείο, που απο την ανυπαρξία πέρασε στην ύπαρξη. Εκτοτε η Αγγελική αισθάνεται πως δεν ανήκει πουθενά ούτε στον άντρα της, ούτε στην Αθήνα ούτε στα παιδιά της, ούτε στον ίδιο της παρελθόν.

Ενας σκύλος με λευκά γυαλιά ηλίου στο απέναντι πεζοδρόμιο της αποσπάει την προσοχή. Ο νεαρός κατόχός του έχει μια πινακίδα στο στήθος, που γράφει πως πεινάει. Η Αγγελική ρίχνει ένα πεντόλιρο στο σκουριασμένο πινάκιο και χαζεύει με το σκυλί που αδιαμαρτύρητα στη μέση του Λονδίνου υπό βροχή φοράει τα γυαλιά του ήλιου.Τη διασκεδάζει η ανορθόδοξη εικόνα περισσότερο κι απο τους φρουρούς του Μπάκιγχαμ. Νιώθει ένα γλυκό οίκτο για το καημένο το ζωντανό που το εξευτελίζει ο επαγγελματίας αφέντης του.

Μήπως κι ο δικός της «αφέντης» δεν την εξευτελίζει με την απόλυτη αδιαφορία του; Μήπως δεν την ταπεινώνει η πλήρης αποστασιοποίηση απο την συνύπαρξή τους; Μήπως δεν την αποσυντονίζει η διαπίστωση πως χρόνια τώρα είναι αόρατη στη ζωή του; Ούτε ως αξεσουάρ της κοινωνική τους πραγματικότητας δεν την βλέπει. Πού πήγε ο ενθουσιασμός, ο έρωτας, η λαχτάρα; Ποιός νεκροθάφτης έθαψε τα όνειρά της ; Και γιατί δεν το αντιλήφθηκε εγκαίρως; Αλλά και τί μπορούσε να κάνει για να ανασυνθέσει το πάζλ της ύπαρξής της;

Το μεγαλείο της Λονδρέζικης ατμόσφαιρας την πνίγει τώρα.Ξαφνικά ο ο ήλιος έβγαλε χαμόγελο στον ουρανό, ακυρώνοντας τη διάθεσή της να μελαγχολήσει. Περπατάει ασθμαίνοντας μέχρι που χώνεται στο Χάιντ Πάρκ. Τουλάχιστον εδώ το πράσινο, είναι δυνατό, εκτυφλωτικό, αποπνέει χλωροφύλλη, σκέφεται. Στρώνει την καμπαρντίνα της και κάθεται πάνω στο υγρό γρασίσι κοιτάζοντας καχύπτοντα τον ηλιόλουστο ουρανό...Αν μή τί άλλο, έχει μάθει να εκτιμάει τη μοναξιά της συλλογίζεται κι ένα χαμόγελο ανθίζει στα χείλη της .

Thursday, May 1, 2008

Πιάστε το Μάη!








Καλό μήνα σε όλους. Κι επειδή απεργώ σήμερα , αντεγραψα για το στεφάνι της Πρωτομαγιάς το κάτωθι και το προσφέρω ώς δώρο ανάγνωσης σε όλους.



Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι είναι, σχεδόν, το μοναδικό έθιμο που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές. Στις μέρες μας η Πρωτομαγιά με το μάζεμα των λουλουδιών για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ενισχύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, από την οποία οι περισσότεροι έχουμε απομακρυνθεί, ζώντας στις πόλεις.

Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αικατερίνη Καμηλάκη, το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κλήματος ή άλλο και στολιζόταν με λουλούδια και κλαδάκια καρποφόρων δέντρων, όπως η αμυγδαλιά, η συκιά και η ροδιά. Ακόμα, το διακοσμούσαν με στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, με κρεμμύδι αλλά και σκόρδο για το μάτι. Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της γονιμότητάς τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό χώρο, μάλιστα, δε θεωρείτο απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών. Αρκούσε η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού μιας δέσμης από χλωρά κλαδιά ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς και άλλα μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν, επίσης, η ύπαρξη μεταξύ τους φυτών αποτρεπτικών… του κακού, όπως είναι η τσουκνίδα, το σκόρδο και άλλα.

Σύμφωνα με κείμενο του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Μιχάλη Τιβέριου, το μαγιάτικο κλαδί ή το άνθινο στεφάνι, έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα: «Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα τέτοια κλαδιά ή στεφάνια τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση του δημόσιου, ιδιωτικού και θρησκευτικού βίου. Επιπλέον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλίωνος, που αντιστοιχούσε, περίπου, με το δικό μας Μάιο, περιλάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία αναρτούσαν κρεμμύδι και σκόρδο».

Στις μέρες μας που έχουμε καθιερώσει στεφάνια από λουλούδια του αγρού ή των κήπων, τα οποία τοποθετούμε για μερικές μέρες στην κύρια είσοδο των σπιτιών μας. Δύσκολα μπορεί, πια, να ανιχνευτεί συμβολισμός στο σύγχρονο πρωτομαγιάτικο στεφάνι, κατά το Μιχάλη Τιβέριο, αφού για τους περισσότερους δεν αποτελεί, ίσως, τίποτα περισσότερο από μια όμορφη και μυρωδάτη σύνθεση λουλουδιών, χωρίς να παραπέμπει σε συσχετισμούς σύμφωνα με τους οποίους «χαρίζει» στους ενοίκους ενός σπιτιού υγεία, καλή τύχη, ειρήνη, ευτυχία και ευφορία. Σίγουρα, όμως, η κατασκευή του χαρίζει ευφορία σε μεγάλους και μικρούς, που ξεφεύγοντας από τις πόλεις αναζητούν τη χαρά της άνοιξης στην ολάνθιστη φύση.