ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Saturday, May 23, 2020

Τώρα που δεν χωράς πιά στην αγκαλιά μου!


Σήμερα ο Αλέξανδρος κλείνει τα τριάντα του χρόνια κι εγώ βρίσκομαι καθισμένη στο βαγόνι της μνήμης φέρνοντας στο νου μου όσα υπέροχα μου χάρισε η γέννηση και το μεγάλωμα του μοναχογιού μου.


Η αλήθεια είναι ότι όταν έμαθα πως ήμουν έγκυος φοβήθηκα την ευθύνη, ένιωθα ανίσχυρη μπροστά στο θαύμα της ζωής,έγινα σχεδόν φοβική με την ανάληψη της υπόθεσης να μεγαλώσω και να καθοδηγήσω το πλάσμα που πλέον θα εξαρτιόταν απο μένα ή μάλλον απο μας, τον πατέρα του και μένα.


Η γέννα του Αλέξανδρου ήταν μια περιπετειώδης ιστορία, που με κράτησε σε ωδύνες τοκετού για δύο σχεδόν μέρες, αλλά όταν εκείνο το πλασματάκι γλίστρησε κι ακούστηκε το κλάμα του, όταν τα σκούρα του ματάκια άνοιξαν κοιτώντας γύρω, όλα ξεχάστηκαν. Τον κράτησα στην αγκαλιά μου κι έγινε το θαύμα να χτυπούν οι καρδιές μας στον ίδιο ρυθμό.


Οι πρώτες μέρες της επιστροφής στο σπίτι πέρασαν μέσα σε σύννεφο ευτυχίας. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα μωρό που είχε μια κανονικότητα στη συνπεριφορά και όλο γελούσε με εκείνο το αντανακλαστικό χαμόγελο που ξέφευγε απο τα κερασένια του χειλάκια αβίαστα κάνοντας το προσωπάκι του να λάμπει.

Τα πάμπερς, τα αποστειρωμένα μπουκάλια, τα μπανάκια το βράδυ, οι αγκαλιές για να ξεχαστούν οι κολικοί...έγιναν η ρουτίνα μου. Η αδερφή μου κι εγώ ήμασταν δοσμένες στο νήπιο που το παρατηρούσαμε σε κάθε άκουσμα της αναπνοής του. Αυτή η άρρηκτη σχέση άρχισε να δυναμώνει και να με κρατάει αιχμάλωτη της ύπαρξης που κουνούσε χεράκια και ποδαράκια περιμένοντας το φαγάκι του και την αγκαλιά.


Όταν ήρθαν οι γονείς μου στο Μόντρεαλ να μας επισκεφθούν το 1990 άρχισαν οι βόλτες με το καροτσάκι και αυτή η περηφάνεια γονιών και παππούδων ήταν  τόσο έντονη, φώναζε απο μακριά ΕΥΤΥΧΙΑ. Κι όταν χρειαζόταν να τρέξω έξω σε δουλειές το προσωπάκι του Αλέξανδρου ερχόταν μπροστά μου και βιαζόμουν να γυρίσω σπίτι να πάω στην κούνια του να αναπνεύσω το άρωμά του. Ένα σύννεφο απόλυτης παράδοσης σε αυτό το πλάσμα με τύλιγε και ήξερα καλά πως ήταν η κορύφωση της ζωής μου.


Ο Αλέξανδρος μεγάλωνε όμορφα και ήρεμα, ήταν ένα παιδάκι που ξυπνούσε με χαμόγελα και πιανόταν στην κούνια του χορεύοντας. Του άρεσε να του διαβάζουμε παραμύθια κι εκείνος να δείχνει με το χεράκι του τις εικονογραφίες εξηγώντας ότι καταλάβαινε κι ας μην είχε αρχίσει να μιλάει ακόμη.


Πριν αρχίσει το σχολείο τον πηγαίναμε απο το Πάσχα στη Λευκάδα στους παππούδες του κι εκείνος τα καλοκαίρια μεγάλωνε στην αγκαλιά της γιαγιάς του παίζοντας στο σοκάκι με τα παιδιά της γειτονιάς. Γινόταν ένας κανονικός Λευκαδίτης που χαιρόταν την ανεμελιά της πατρίδας χτίζοντας δεσμούς φιλίας με τα παιδιά της πόλης όπου είχα μεγαλώσει κι εγώ.

Τα γενέθλιά του στη γειτονιά έγιναν ξακουστά. Παραγγέλναμε μια τεράστια τούρτα με όλες τις παραστάσεις που μπορούσες να φανταστείς (ανάλογα με τη μόδα της εποχής) και συνέρρεαν όλοι φίλοι του με τις μαμάδες τους να μοιραστούμε το σβήσιμο των κεριών. Κύπελα με κάθε λογής χυμούς, πλαστικά πιάτα με κομματάκια απο την τούρτα περιφέρονταν στο σοκάκι που ήταν ο τόπος του πάρτυ.


Ο θείος του ο Αποστόλης κατέβαινε από την Αθήνα στη Λευκάδα για ένα Σαββατοκύριακο με την Africa Twin να τον πηγαινοφέρνει βόλτες κι εκείνος απολάμβανε αυτή την πολιορκία της αγάπης από όλους μας, γονείς, θείους, παππούδες και την λατρεμένη γιαγιά του.


Όταν άρχισε να πηγαίνει κανονικά στο γαλλικό δημοτικό Stanislas ο Αλέξανδρος χωρίς να μιλάει ούτε λέξη γαλλικά μέσα σε μία χρονιά, εκείνη του Νηπιαγωγείου, έμαθε τη γλώσσα και ήρθε πρώτος στην τάξη του, κι απο κεί συνέχισε να είναι λαμπρός στα μαθήματα κατακτώντας δημοφιλία ανάμεσα στους συμμαθητές του.


Τα γενέθλιά του έγιναν θρυλικά καθώς κάθε χρόνο καλούσαμε όλη την τάξη του κι έτσι δεν έλειπε κανένας απο τα πάρτυ της χαράς, όπου σμίγαμε με τους φίλους του αλλά και τα παιδιά των φίλων μας. Αυτά τα γενέθλια ήταν οι πιό χρωματιστές στιγμές της ζωής μας και η μνήμη βουτάει με επιθυμία στις εικόνες...


Η μεγαλύτερη χαρά ήταν να τον φέρνω απο το σχολείο , όπου ανοίγαμε το ραδιόφωνο και παίζαμε ελληνικές μουσικές. Πάντα κάναμε το γύρο της γειτονιάς κι έναν ακόμη γύρο για να χορτάσουμε μουσικές. Κι ο Αλέξανδρος έμαθε να εκτονώνει τις δύσκολες ώρες του ακόμη κι όταν μεγάλωσε οδηγώντας κι ακούγοντας τις μουσικές του.


Παρότι μοναχοπαίδι ήταν παιδί της ομάδας γι αυτό διέπρεψε στα ομαδικά σπόρ, από χόκεϊ μέχρι ποδόσφαιρο, ενώ οι φίλοι και οι συμμαθητές του τον λατρεύουν για την δοτικότητά του και την συμπαράσταση σε κάθε στιγμή της κοινής ζωής τους. Ποτέ δε πίστευα πως ένα μοναχοπαίδι θα ήταν τόσο γενναιόδωρο στην ανθρώπινη σχέση.


Ο Αλέξανδρος ήταν ένα παιδί εύκολο, ευπροσήγορο, ευγενικό, λεπτό στους τρόπους που προσπαθούσε να μην στεναχωρήσει κανένα. Με τη δική του καθοδήγηση με έμαθε να αντιμετωπίζω τη ζωή με ένα λελογισμένο τρόπο. 

Έγινε δάσκαλός μου στις δυσκολίες μου, έγινε παρηγορητής μου στο μεγάλο μου πόνο όταν έχασα την λατρεμένη αδελφή μου και θεία του. ¨Ηταν εκείνος που με σήκωσε απο το κρεβάτι της μελαγχολίας λέγοντάς μου : Τώρα θέλω πίσω τη μαμά μου...


Πολλές ιστορίες μας συνδέουν άρρηκτα στο πέρασμα των χρόνων, ιστορίες που κράτησα με ημερολογιακή πιστότητα απο τη γέννησή του. Και όλα τα αναμνηστικά αυτής της σχέσης που σήμερα γίνεται τριάντα χρονών τα φύλαξα μέσα στο μπλέ μπαούλο της προσωπικής του ιστορίας.


Σήμερα είναι 30 χρονών και η ζωή ξανοίγεται μπροστά του γεμάτη υποσχέσεις.


Χρόνια πολλά Αλέξανδρε, της ζωής μου πολύτιμο πλάσμα, της ύπαρξής μου συνέχεια, της μέρας μου ήλιε φωτεινέ!


Σου εύχομαι ΥΓΕΙΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ και ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ στον ωραίο δρόμο της δεκαετίας που διανύεις!


Η μαμούλα!








Monday, May 11, 2020

Η ανέμελη Λίνα και η συγκρατημένη Κατερίνα!



Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη



Αυτή η κλεισούρα στο σπίτι με έκανε πολλές φορές να αναπολήσω το παρελθόν, να βουτηχτώ στις αναμνήσεις που με κατέκλυζαν έντονα, παρηγορώντας με για τη ματαιότητα του βίου. Μικρές χαρές, στιγμές ανεμελιάς τρύπωναν στο νου μου απορροφώντας τους κραδασμούς των μεγάλων υπαρξιακών ερωτημάτων που με βασανίζουν παιδιόθεν.


Ξαναγυρίζω λοιπόν, στο σχολικό τοπίο εκεί που η κορυφαία αγωνία μας ήταν αν πήραμε δέκα στην αντιγραφή ή αν κάναμε ένα λαθάκι στην ορθογραφία. Η τάξη της σωτήριας εξαετίας 1965-1971 στο κατεδαφισμένο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας έρχεται στο νού μου ολοκάθαρη, όπως οι χαρακτήρες των συμμαθητριών και των συμμαθητών του, τους οποίους έχω την ευτυχία να συναντώ τα καλοκαίρια στο γενέθλιο τόπο.


Διαλέγω να μιλήσω σήμερα για την Κατερίνα Περδικάρη και τη Λίνα Μασμανίδη, δυό συμμαθήτριες που ζούσαν στην ίδια γειτονιά και κατέφθαναν στο σχολείο μαζί, αποτελώντας ένα ακόμη δίδυμο, το Λίνα-Κατερίνα.


Η Κατερίνα ήταν μια πολύ καλή μαθήτρια, σιωπηλή μέσα στην τάξη αλλά με καταπληκτικές επιδόσεις σε όλο το φάσμα των μαθημάτων.’Ηταν κόρη τραπεζικών και μάλιστα μοναχοκόρη και ποτέ δεν προκαλούσε τους συμμαθητές ή τους δασκάλους της με κάποια παρατραβηγμένη συμπεριφορά. 

Ήταν καμωμένη απο αυτό το υλικό της διαγωγής κοσμιοτάτης που δεν επιδίωκε ποτέ την καταξίωση ανάμεσα στα παιδιά ή στους μεγάλους. Θα την έλεγα μοναχική, αποτραβηγμένη και με μια απίστευτη για την ηλικία μας ωριμότητα.


Η Κατερίνα έμενε στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, κοντά στην δυτική παραλία της Λευκάδας και ήταν καμωμένη απο το υλικό του καθωσπρεπισμού χωρίς εξάρσεις και ιδιαίτερες εχθρότητες ή φιλίες. Θα έλεγες πως η συγκατοίκηση στο θρανίο με τη ζωηρή Λίνα της ήταν αρκετό άγχος, μια και η φύση της ήταν να περνάει απαρατήρητη.


Το μόνο στοιχείο που την ξεχώριζε στα μάτια μου ήταν το γεγονός πως ήταν μοναχοκόρη και ήταν κάτι που ζήλευα καθώς απο νωρίς είχα συνειδητοποιήσει πως η αγάπη που μοιράζεται ανάμεσα στα αδέρφια δεν ήταν το δικό μου ζητούμενο. Επιπλέον, ζήλευα που η Κατερίνα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα στον έρανο για την καθαρίστρια έδινε ένα τάληρο, ενώ οι γονείς μου μπορούσαν να προσφέρουν ένα δίφραγκο για το καθένα απο τα τρία παιδιά τους. Αυτή ίσως να ήταν η πρώτη ταξική κρίση που με είχε καταλάβει διότι ήθελα να δίνω κι εγώ τάληρο στην καθαρίστρια.


Η Λίνα ήταν το ακριβώς το αντίθετο. Με σπαστά  μαλλάκια και ένα έμφυτο χαμόγελο, ήταν στην όψη και στην κόψη εντελώς στο άλλο άκρο της Κατερίνας, που ξέχασα να πω ότι είχε συνήθως τα μαλλιά της ίσα και κοντοκομμένα και φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά.


Η Λίνα Μασμανίδη ήταν κόρη του Μασμανίδη με τους Νεωτερισμούς στην αγορά, κάτι που δεν περνούσε απαρατήρητο εκείνα τα μετρημένα χρόνια στη Λευκάδα των λιγοστών καταστημάτων. Ναι, ο πατέρας της και η μητέρα της ήταν ταγμένοι στο μαγαζί τους, όπου πουλούσαν υφάσματα με το μέτρο και πολύ αργότερα ρούχα πρετ-α-πορτέ.


Ο πατερούλης, όντας ιερέας στο ξωκκλήσι του Αγίου Βσσιλείου στη δυτική παραλία, ήταν αγαπημένος συνομιλητής των παπουδογιαγιάδων της Λίνας, που ήταν πρόσφυγες απο τη Μικρά Ασία, καλά τακτοποιημένοι και περήφανοι για την καταγωγή τους. Θυμάμαι τη γιαγιά της Λίνας μετά την λειτουργία την Πρωτοχρονιά να μας λέει ιστορίες απο τον τόπο της  κι εγώ την άκουγα εκστασιασμένη. Κι ο πατερούλης τόνιζε πως ήταν μια ξεχωριστή οικογένεια με βάθος και πλούσια ιστορική καταγωγή.


Η Λίνα ήταν γελαστή και χαιρόταν με όλους και με όλα. Μερικές φορές ήταν γκαφατζού διότι ήταν καλοπροαίρετη και έπαιρνε ακόμη και τις πλάκες τοις μετρητοίς. Πολλές φορές την έπαιρνε το παράπονο όταν τα παιδιά δεν την έπαιζαν και τότε τρύπωνε στην προστασία της Κατερίνας. Τα μαλλάκια της σπαστά κυμάτιζαν στα κυνηγητά μας στην αυλή του σχολείου και τα λευκά της δόντια έλαμπαν όταν γελούσε δυνατά παρασύροντάς μας όλους στο δυνατό γέλιο της. 


Η Λίνα πριν ακόμη τελειώσει το Δημοτικό μετακόμισε σε ένα καινούριο διόροφο σπίτι κοντά στα δικαστήρια, που ήταν νεόχτιστο και όμορφο με τις καμάρες και τα ωραία του λουλούδια στον κήπο. Ο πατέρας της είχε αυτοκίνητο και έπαιρνε την οικογένεια των τεσσάρων (η Λίνα είχε για μεγάλη αδερφή της Βίκυ) και τις Κυριακές πήγαιναν στο εξοχικό τους στο Περιγιάλι, έννοια άγνωστη για τους περισσότερους απο μας, που η εκδρομή μας έφτανε μέχρι τα πατρικά χωριά μας.

Με την Κατερίνα χαθήκαμε νωρίς διότι μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα τα χρόνια του Πανεπιστημίου. Είχα να τη δω μερικές δεκαετίες αλλά έπεσα πάνω της πριν απο πέντε χρόνια σε συρμό του μετρό όπου τα είπαμε σα να ήμασταν μαζί χθές, προχθές. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας στο καφενείο του Public. Η ήσυχη Κατερίνα είχε μεταμορφωθεί σε μια δυναμική τραπεζίτισσα που μετά της συνταξή της ασχολήθηκε με την κτηματομεσιτική. Ήταν παντρεμένη και είχε κόρη παντρεμένη αποκτώντας ήδη εγγόνια. Είχε μεταμορφωθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό πλάσμα απο αυτό που γνώριζα, γεγονός που μου προκάλεσε την πιό ευχάριστη έκπληξη.


Η Λίνα έμεινε στη Λευκάδα όπου συνέχισε τη δουλειά των γονιών της στο ιστορικό μαγαζί τους στη Λευκάδα, το οποίο κατέβασε ρολά πέρσι την άνοιξη. Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.Εγινε ο κρίκος της σύνδεσης ανάμεσα απο τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες καθώς το μαγαζί της βρισκόταν σε κομβικό σημείο. Ετσι αποτελεί μέχρι σήμερα το δίαυλο της επικοινωνίας μας.

Η Λίνα και η Κατερίνα παρότι ζούσαν στην κάτω γειτονιά γεγονός που μας ξεχώριζε καθώς δεν μπορούσαμε να σμίξουμε στα παιχνίδια τα απογεύματα, αποτελούν μέρος μιας τάξης που έχτισε την προσωπική μας ιστορία στον πρώτο κοινωνικό μας χώρο.