ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Monday, February 21, 2022

Η Λίτσα με το βελούδινο βλέμμα και το βαρύ της το πτυχίο!

 


 Την Κυριακή μέσα στη βαθειά νύχτα η Λίτσα Κακαβούλη, το Λιτσάκι μας, άφησε την τελευταία της πνοή μετά από μια μακρόχρονη και άνιση μάχη με τον καρκίνο. Η Λίτσα έφυγε μέσα στο όμορφο σπίτι της, που έφτιαξε με πολύ μεράκι, περιτριγυρισμένη από την αγάπη της αδελφής της Καιτούλας (με την οποία σχεδόν συγκατοικούσε),του αδελφού της Νιόνιου αλλά και της πρώτης ξαδέφλης και κολλητής της Μαρίας Κακαβούλη-Σουλάκου. Οι υπόλοιποι της οικογένειας την αποχαιρετήσαμε λίγο πριν από το τέλος και πήραμε κάτι από το χαμόγελο της, εκείνο το υπέροχο στραβό χαμόγελό της, να το κουβαλάμε στις αναμνήσεις μιας ζωής που ολοένα σκιαίνει από απουσίες.

Η Λίτσα μας γεννήθηκε τρίτη στη σειρά στην οικογένεια του θείου παπα-Νίκου (μετά το Νιόνιο και τον Κώστα) και ήταν το πρώτο κοριτσάκι της οικογένειας του αδελφού της μητέρας μου (ακολούθησε η Καίτη που συμπλήρωσε την τετράδα). ¨Ηταν ένα στρουμπουλό κοριτσάκι με ροδαλά μάγουλα και χείλη βυσσινί, που στράβωναν στο χαμόγελο. Τα μάτια της καστανά σκούρα, τα μαλλάκια της επίσης και το πρόσωπό της γελαστό και ευτυχισμένο στα παιδικά της χρόνια.

Μεγαλώσαμε με τα παιδιά του θείου παπα-Νίκου σαν αδέρφια αλλά εγώ ταυτιζόμουν περισσότερο με τα αγόρια που ήταν μεγαλύτερα παρά με τα κορίτσια. Η Λίτσα, η αδελφή μου η Κωνσταντίνα και η Καιτούλα αποτελούσαν πάντα τις μικρές της οικογένειας και τις έβλεπα με μια μικρή υπεροψία, καθότι βιαζόμουν να μεγαλώσω. Άλλωστε, δεν μου άρεσαν τα κοριτσίστικα παιχνίδια κι εκείνες ήταν απασχολημένες με αυτά.

«Οσο για τη Μαρίτσα τη βλέπει να μελαγχολεί και να κλείνεται ολοένα στον εαυτό της. Είναι ευαίσθητη, τρυφερή, εκδηλωτική. Τελείως αντίθετη με τη γυναίκα του που είναι ο κυματοθραύστης των προβλημάτων ολόκληρης της οικογένειας. Πού να της περισσέψει χρόνος της Ματίνας για φιλάκια και χαδάκια; Κι όμως η Μαρίτσα γλυστράει αθόρυβα στη δική του αγκαλιά όταν το φέρει η ώρα. Κι αποζητάει το φιλί της καληνύχτας που ακούει πως δίνει ακόμη η θειά της η Σοφία κάθε βράδυ στα παιδιά της πρίν κοιμηθούν.»

Έτσι περιέγραφα κρυπτογραφημένα την Λίτσα μας στο «Πετάει, Πετάει το Σύννεφο», που είναι το μυθιστόρημα-σάγκα της μητρικής μου οικογένειας Κακαβούλη και η Μαρίτσα αντανακλάει τον ευαίσθητο χαρακτήρα της Λίτσας μας.

 Η Λίτσα μεγάλωνε σχεδόν αθόρυβα συμπιεσμένη ανάμεσα στα αγόρια που είχαν την εφηβεία τους και την Καίτη, που διεκδικούσε φωναχτά την προσοχή της οικογένειας. Έμαθε να υποχωρεί και να κάνει πίσω, έγινε το παιδί που συνήθως σιωπούσε γιατί δεν ήταν συγκρουσιακή και της άρεσε η ηρεμία. Ήταν η ήρεμη δύναμη που συντρίφτηκε στα 17 της χρόνια καθώς ήρθε αντιμέτωπη με την ξαφνική απώλεια του πατέρα της, του αγαπημένου και αλησμόνητου θείου παπα-Νίκου.

 Η Λίτσα έκτοτε πήρε ένα παραπονεμένο βλέμμα. Τα σκούρα μάτια της σαν απο βελούδο πολλές φορές μου φαίνονταν πως έσταζαν δάκρυα κι ας μην μιλούσε. Ο πόνος είχε καρφωθεί στη ματιά της, που ποτέ δεν έφυγε μέχρι το τέλος της ζωής της.Ήταν εκεί διαρκώς παρών συγκατοικώντας με την απορία επίσης ζωγραφισμένη στο ροδαλό της πρόσωπο.

Η Λίτσα μας μπήκε στο Γεωπονικό τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και πέρασε μια όμορφη φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη με πολλές εκδρομές , πάρτυ και παρέες. Ωστόσο με το «βαρύ της το πτυχίο»,(όπως συνήθιζε να λέει η αδελφή της μαμάς η θειά Φροσύνη) κατέληξε στη Λευκάδα όπου εργάσθηκε επί πολλά χρόνια στο ΤΑΟΛ ως γεωπόνος, συμβουλεύοντας τους αγρότες για τα λιπάσματα, τα φάρμακα αλλά και τις αγροτοκαλλιέργειες. Η Λίτσα, παρότι υπέφερε στη δουλειά της, ήταν ταγμένη να υπηρετεί τον κάθε αγρότη που είχε απορίες, πηγαίνοντας πολλές φορές επιτόπου στις καλλιέργειες ανά τα βουνά και τους κάμπους, για να διαπιστώσει ασθένειες των σταφυλιών, των ελαιών, των οπωρολαχανικών, των εσπεριδοειδών κλπ και να δώσει τις θεραπευτικές της συμβουλές.Ήταν η γιατρός των κάμπων, ήταν η απαντοχή των αγροτών που τη λάτρευαν και την εμπιστεύονταν για την ειδημοσύνη της.

Η Λίτσα ήταν η αγαπημένη της μαμάς μου και περνούσε κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία να δει τους γονείς μου μαζί με τη θειά Δήμητρα και την Καίτη. Κι ενώ όλοι της έκρυβαν τα γλυκά και τα κουλουράκια η μαμά της έδινε κρυφά και έξτρα αποστομώνοντας όσους προσπαθούσαν να την βάλουν στη δίαιτα. Η Λίτσα ήταν η λατρεμένη της και δεν άφηνε κανένα να την πειράξει ή να την προσβάλει.

Η Λίτσα πέρασε όμορφη ζωή με πολλά ταξίδια και περιπέτειες. Και παρότι έμενα μακριά εκεί στη Μοντρεάλ, δεθήκαμε περισσότερο μετά την φυγή της Πεταλούδας με την οποία επίσης διατηρούσε στενούς δεσμούς. Μου έλεγε τα όμορφα μικρά της μυστικά, τηλεφωνιόμασταν και γελούσαμε πολύ για διάφορα ευτράπελα που συνέβαιναν στην ευρύτερη οικογένειά μας. Ήταν ο σταθερός μου σύνδεσμος με τη Λευκάδα και τη λάτρευα ολοένα περισσότερα καθώς ανακάλυπτα τον υπέροχο διαυγή και γενναιόδωρο χαρακτήρα της.

Η Λίτσα μας χτυπήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια από καρκίνο τον οποίο πολέμησε με δύναμη και αξιοπρέπεια. Δυστυχώς, νικήθηκε όπως όλοι μέσα στην οικογένεια που υπέκυψαν στο θεριό. Ήταν, όμως,τυχερή καθώς τα αδέλφια της , η Καίτη, ο Νιόνιος και ο Κώστας, στάθηκαν βράχοι δίπλα της σε όλη αυτή τη δύσκολη περιπέτεια..

Η Λίτσα τώρα απελευθερώθηκε από το βασανισμένο σώμα της. Πάει να συναντήσει στη γειτονιά του ουρανού τον αγαπημένο της πατέρα, την λατρεμένη της μητέρα, την Πεταλούδα μας, την ξαδέλφη μας και συνομήλική της Ντίνα Κακαβούλη καθώς και τον ξάδελφό μας και πατριάρχη των ξαδελφιών, τον Κώστα Σκληρό.

Εκεί θα ξεκουραστεί, απαλλαγμένη από το κουρασμένο της κορμί, θα σμίξει στη χορωδία των αγγέλων και θα μας προσέχει από ψηλά. Εμείς προσθέσαμε ακόμη μια σκιά στη ζωή μας, αλλά μέσα μας θα λάμπει για πάντα το λυπημένο της χαμόγελο...

Καλό ταξίδι Λιτσάκι της καρδιάς μας.  Χαιρετισμούς να πας στους κατοίκους του ουρανού μας! Κι ένα φιλί στην Πεταλούδα μας να δώσεις!

 

   Η ξαδέλφη σου

 

Ιουστίνη








Φωτογραφίες από το αρχείο της οικογένειας και σέλφις

Saturday, February 12, 2022

Ο Πρώτος μου Έρωτας!


Με αφορμή την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου που πέφτει στις 14 Φλεβάρη και γιορτάζεται παγκοσμίως με κόκκινα τριαντάφυλλα και σοκολατάκια, θα σας αφηγηθώ τον πρώτο παιδικό μου έρωτα εκεί στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας!

Εμείς στην οικογένειά μου δεν μιλούσαμε για έρωτες. Μιλούσαμε πάντοτε για αγάπη, αυτή τη χριστιανική αγάπη της υποχώρησης, της καταλλαγής, της συγχώρησης. Η αγάπη ήταν μια καθημερινότητα στο σπίτι μας, μια αγάπη που εκδηλωνόταν με χάδια, φιλιά και λόγια, καθώς η μητέρα μου ήταν απολύτως διαχυτική στις χειρονομίες και στα λόγια.

Αλλά τα μικρά παιδιά απο ένστικτο-απο πλήρες και απόλυτο ένστικτο- οδηγούνται στον έρωτα άνευ προπαίδειας. Ετσι κι εγώ ένιωσα ξαφνικά τον έρωτα στην πρώτη Δημοτικού. Το θυμάμαι σαν τώρα. Επεσα κεραυνοβολημένη στα πατώματα με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά τικ-τακ-τικ.

Ηταν οι πρώτες μέρες του Δημοτικού σχολείου εκεί στη λιθόστρωτη αυλή του κίτρινου σχολικού κτιρίου στο Μαρκά. Και ήμουν κρεμασμένη απο τα κάγκελα προσπαθώντας να εντοπίσω μια συμμαθήτρια. Τα μάτια μου έπεσαν στο καστανόξανθο ψηλόλιγνο αγόρι.

Κατέβηκα και πλησίασα. Εμεινα ακινητοποιημένη απο το ανοιχτό γαλάζιο βλέμμα του, το αμήχανο γέλιο του, τα κάτασπρα δόντια του. Τον κοίταζα σα χαμένη, τελείως παραδομένη σε μια φιγούρα που δεν είχα δεί ποτέ στη σχολική αυλή.

Αυτό το τικ-τακ-τικ με εμπόδιζε να τον πλησιάσω. Αλλά τελικά πήρα το θάρρος και τον έφτασα. Ηταν περικυκλωμένος απο πολλά κορίτσια, κορίτσια που μου έμοιαζαν σαν μικροί εφιάλτες. Τις έκανα στην άκρη, σχεδόν τις έσπρωξα με βία και με μια τεράστια αποφασιστικότητα τον ρώτησα:

-Πώς σε λένε;

-Με λένε Πολύδωρο. Πολύδωρο Διγενή

Είχε μια ελαφριά προφορά σα να μην μιλούσε τέλεια τα ελληνικά. Είχε έρθει μόλις απο την Αμερική με την οικογένειά του, καθώς ο πατέρας του ήταν καρδιολόγος και είχε κάνει μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ. Ετσι μου είπε.

Το τι-τακ-τικ μέσα μου θέριεψε, ακουγόταν σε όλη την αυλή, τα μάτια μου χαμένα στα χείλη του που έμειναν ολόκλειστα γιατί δεν ήξερε να πεί περισσότερα. Δεν ήξερε να πεί κι εμένα αυτή η αφωνία μου θέριευε τον έρωτα. Τον έρωτα που με ταρακουνούσε και δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν.

Τότε το είπα δυνατά και το άκουσαν όλες και όλοι στην αυλή: «Ολα τα κορίτσια της 1ης Δημοτικού είναι ερωτευμένα με τον Πολύδωρο!». Ερωτευμένα είπα κι όμως δεν είχα ξανακούσει αυτή τη λέξη ούτε στο σπίτι μου ούτε πουθενά.

Κι έγινε τεράστια παρεξήγηση απο τα κορίτσια που τον είχαν περικυκλώσει και που στο δικο τους σπίτι είχαν μάθει τί ήταν έρωτας!

Ο Πολύδωρος πήγε στο 2ο Δημοτικο Σχολείο, τουτέστιν δεν ήταν στη δική μου τάξη. Ετσι τον έβλεπα στην αυλή κι αυτός δεν με ξεχώρισε ποτέ ανάμεσα στα άλλα κορίτσια. Πέρασα αδιάφορα τα τέσσερα χρόνια της συνύπαρξής μας στην ίδια αυλή.

Αργότερα χαθήκαμε με τον Πολύδωρο, άλλαξαν και τα αισθητικά μου γούστα. Τώρα μου άρεσαν οι μελαχροινοί, το λιγότερο καστανοί. Είχα μάθει και για τους πόνους του έρωτα.

Το καλοκαίρι του 2010 τον ξαναείδα τον Πολύδωρο στο μπουγατσάδικο του Μακεδόνα στη Λευκάδα. Τον ξαναείδα και τα είπαμε. Του εκμυστηρεύτηκα εκείνον τον πρωτόλειο έρωτα και γελούσε. Γελούσε καλόκαρδα κι αγαπητικά σαν ένας φίλος που αναγνώριζε την κοινή μας ιστορία.

Ο Πολύδωρος μου κίνησε τον έρωτα, αυτό το τικ-τακ-τικ που σου βγάζει τα σωθικά και τα διαλαλεί στην αυλή του σχολείου, στην ψαραγορά του Μαρκά , παντού. Κι εκείνος δεν ακούει και δεν μιλάει, γιατί δεν καταλαβαίνει καλά τα ελληνικά! Γιατί είναι μικρός για να ξέρει τον Ερωτα!

Justinaki