ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Tuesday, December 30, 2008

Η αποδόμηση της αθωότητας

Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Οταν στεγνώνεις μέσα σου απο αντοχές κι ελπίδες τότε ανατρέχεις στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, τότε που τίποτε δεν σκίαζε τον ορίζοντα.

Ετσι παραμονές Πρωτοχρονιάς με έπιασε αυτή η γλυκειά νοσταλγία των παιδικών χρόνων στη Λευκάδα και είπα να τη μεταφέρω στο χαρτί για να ανανήψω απο την αμηχανία των ημερών.

Μόλις έκλειναν τα σχολεία για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μας έπαιρνε ο πατέρας μου απο το χέρι και μας πήγαινε στην Κεντρική Αγορά της Λευκάδας για να διαλέξουμε το παιχνίδι που θα θέλαμε να μας φέρει ο Αη Βασίλης. Τότε υπήρχαν μόνο τα παιχνιδαδικα του Κορομηλαίου και το χαρτοβιβλιοπωλείο Δελλαπόρτα που έφερνε διάφορα πιο μοδάτα παιχνίδια.

Εμείς οι τρείς, στεκόμασταν επι ώρες με μεγάλη περισυλλογή μπροστά απο τα παιχνίδια του Κορομηλαίου κυρίως και προσπαθούσαμε να αποφασίσουμε ποιό μας άρεσε αλλά και θα μπορούσε να χωρέσει στο σάκο του Αη Βασίλη. Ο αδερφός μας διάλεγε απαρρεγκλήτως ένα αυτοκίνητο (ανατρεπόμενο φορτηγό ή εκσκαφέα ή τρακτέρ κατα προτίμηση) κι εμείς αναλόγως με τα κέφια διαλέγαμε κούκλες, σερβίτσια τσαγιού ή και επιπλάκια για το κουκλόσπιτό μας.

Ολες τις μέρες αναρρωτιόμουν αν ο Αη Βασίλης θα περνούσε απο του Κορομηλαίου να βάλει τα δώρα μας στη σακκούλα του. Με έτρωγε κυριολεκτικά η αγωνία μέχρι να έρθουν τα χαράματα της Πρωτοχρονιάς να βρούμε έξω απο τα δωμάτιά μας τα τυλιγμένα σε ωραία φανταχτερά χαρτιά κουτιά τους. Μπορώ να πώ ότι ζάλιζα τον αδελφό μου με τις ερωτήσεις καθώς η μικρή μου αδελφή δεν ήταν σε θέση να με βοηθήσει με τις απορίες μου.

Στο μεταξύ, οργανωνόμασταν στη γειτονιά με τα παιδιά για να μάθουμε απταίστως τα κάλαντα «Αγιος Βασίλης έρχεται απο την Καισσαρείαν...» να τα τραγουδήσουμε για να εισπράξουμε τον οβολόν, που θα τον επενδύαμε πάντοτε σε ένα τόπι για να παίζουμε τα μήλα τις μέρες της άνοιξης.

Παραμονή οι Λευκαδίτες παίζανε στις πράσινες τσόχες και κατα τις πρωινές ώρες έκαναν πάρτυ στους δρόμους αναποδογυρίζοντας ντενεκέδες και βανδαλίζοντας επι παντός επιστητού σε εξωτερικό χώρο. Το πρωί η πόλη ήταν λεηλατημένη απο την παραφορά της νύχτας.

Ανήμερα Πρωτοχρονιά, βρίσκαμε κάτω απο το μαξιλάρι το μποναμά μας απο τους γονείς. Μετα πηγαίναμε στο ξωκκλήσι του Αγίου Βασιλείου στην παλιά πόλη κι εγώ δεν κρατιόμουν απο την έκσταση του δώρου μου. Ηθελα επειγόντως να γυρίσουμε πίσω στο σπίτι να κλειστώ στο δωμάτιό μου με το νεο παιχνίδι μου να το απολαύσω. Και δεν ήθελα να μοιραστώ με κανένα αυτή την προσωπική χαρά μου.

Ομως οι συνθήκες άλλα κέλευαν. Με το που τέλειωνε η λειτουργία περίμενε έξω η Φιλαρμονική της Λευκάδας να παίξει το «Πάει ο Παλιός ο Χρόνος». Τότε η φούρια μου εξέπνεε, καθώς μου άρεσε να ακούω τα πρωτοχρονιάτικα τραγούδια μέσα απο τα πνευστά και τα κρουστά της Φιλαρμονικής μας.

Μετα τρέχαμε κυριολεκτικά στο σπίτι να ανοίξουμε την κεντρική είσοδο και να σπάσπουμε το ρόδι για Καλή Χρονιά και Ευημερία. Και ώσπου να τελειώσει αυτή η ιεροτελεστία, νάτην πάλι η Φιλαρμονική περνούσε απο τις γειτονιές να παίξει τα τραγούδια του Νέου Ετους. Παιδιά απο διάφορες γειτονιές ακολουθούσαν τους ήχους της μουσικής και γινόταν ένα μεγάλο πανηγύρι στους δρόμους της πόλης.

Εγώ είχα ιερό καθήκον να κάνω ποδαρικό στην κυρά-Λόπη που καθόταν ακριβώς απέναντι και ήταν η πιό αρχόντισσα γυναίκα της γειτονιάς. Ενώ δεν μας επέτρεπαν να πάμε ανήμερα σε άλλα σπίτια οι γονείς, υπήρχε συμφωνία να κάνω ποδαρικό στο σπιτικό των Λογοθεταίων. Κι αυτοί με γέμιζαν με ρόδια και κουραμπιέδες και καλούδια και τον πρώτο ξένον οβολόν του μποναμά.

Το μεσημέρι τελικά ξεμοναχιαζόμουν με το παιχνίδι μου, όπου εύρισκα ελεύθερο χώρο κι αφού όλοι είχαν πέσει για σιέστα. Το έπαιζα, το χάιδευα και υποσχόμουν στον εαυτό μου πως δεν θα το άφηνα να κακοπέσει και να μπεί στην κούτα με τα χαλασμένα μισά παιχνίδια μας.

Το απόγευμα πηγαίναμε στο περιβόλι στα ξαδέρφια μας τα Κακαβουλάκια κι εκεί μας έδιναν μποναμάδες οι γονείς τους κι οι δικοί μας έδιναν σ΄αυτά. Εμείς τα Φραγκουλάκια είχαμε την τύχη να παίρνουμε διπλό μποναμά επειδή η θεία Δήμητρα ήταν δασκάλα και μας έδινε κάτι έξτρα απο το μισθό της επιπλέον απο εκείνο το θείου παπα-Νίκου.

Κατα τις 7 έκανα ποδαρικό στο δεσποτικό , στο σπίτι της νονάς Ιουστίνης και του μακαριστού μητροπολίτη Δωρόθεου. Η νονά με γέμιζε γλυκά κι ένα κρυφό μποναμά. Κι ο νονός-έτσι τον έλεγα- μου έδινε ένα μεγάλο κολλαριστό κατοστάρικο, το οποίο κράδαινα με έπαρση στα υπόλοιπα ξαδέρφια. Ισως ο Νιόνιος μας να έπαιρνε κι αυτός το ανάλογο κατοστάρικο γιατί είχαμε τους ίδιους νονούς, αλλά ποτέ δεν καταδεχόταν να ανταγωνιστεί μαζί μας στους μποναμάδες γιατί ήταν μεγαλύτερος και σοβαρότερος απο εμάς.

Το βράδυ κοιμόμασταν με την Κωνσταντίνα πάντοτε αγκαλιά με το δώρο του Αη Βασίλη, ώσπου κάποιο χρόνο αργότερα ο μεγαλύτερος αδελφός μας διέλυσε την αυταπάτη αποκαλύπτοντας πως ο πατέρας τελικά είναι αυτός που τοποθετεί τα δώρα έξω απο τα δωμάτιά μας. Παρόλο που δεν ήθελα να πιστέψω τα λόγια του, ποτέ πιά δεν ξανακοιμήθηκα με δώρο αγκαλιά. Κι απ την επόμενη χρονιά διάλεγα κανονικά και φωναχτά το παιχνίδι μου ενώπιον του πατέρα δηλώνοντας σιωπηρά πως ήξερα! Κι όμως πόσο καλύτερα θάταν να μην είχα μάθει το μυστικό που αποδόμησε την παιδική μου αθωότητα!

Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος σε όλους , με υγεία, χαρά και δημιουργικότητα!

Sunday, December 28, 2008

Γυάλινη Νέα Υόρκη

Οι Αρχαιολόγοι του Μέλλοντος Τί Θα Βρούν απο τη Σύγχρονη Πομπηϊα...

Απο το σημερινό ένθετο της εφημερίδας Εθνος, όπου 21 συγγραφείς γράφουν με θέμα "Οι Αρχαιολόγοι του Μέλλοντος Τί Θα Βρούν απο τη Σύγχρονη Πομπηϊα" σε ενορχήστρωση Ελένης Γκίκα-Αλεφ.

Την ευχαριστώ για την τιμή και της αφιερώνω το κείμενο με την ευχή ο Νέος Χρόνος να τη βρεί στις εξοχές, "να μη φοβάται κάπως και να μην κρυώνει λίγο" γιατί κάποιοι την αγαπούμε με γνησιότητα!

Γυάλινη Νέα Υόρκη

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη


Κοιμόταν ανήσυχη, πλημμυρισμένη στον ιδρώτα.Ολη τη νύχτα έβλεπε εφιάλτες. Ηταν εκείνη η διαφήμιση με τις πολικές αρκούδες στο CNN, που έδειχνε την απελπισία τους στο Βόρειο Πόλο των λυωμένων πάγων. Τα δυό λευκά κήτη ήταν αξιοθρήνητα στη στέππα, όπου τριγυρνούσαν νηστικά, αποκομμένα απο τη συνήθη ροή της ζωής τους.

Ηταν και η άλλη είδηση πως ο κυβερνήτης των Μαλβίδων αγόρασε έκταση για να μετακομίσουν τα νησιά, όταν κάποτε στο άμεσο μέλλον, η επιφάνεια της θάλασσας θα ανέβαινε πάνω απο εκείνη της ξηράς τους κι έτσι θα βυθιζόνταν απο τη μανία ενός τσουναμιού οι άνθρωποι και οι δημιουργίες τους.

Δεν τόχε πάρει σοβαρά όλο αυτό το θέμα της οικολογικής καταστροφής, έτσι όπως ήταν βολεμένη στο πολυτελές διαμέρισμα του Μανχάτταν, με θέα το Πάρκο και το Μπόουτ Χάουζ. Η ζωή της κυλούσε με τρελλούς ρυθμούς ανάμεσα στη δικηγορική φίρμα, όπου η ίδια ανελισσόταν διαρκώς με την ικανότητά της και στα Σαββατοκύριακα, όπου έκανε τζόγκινκγ στο Πάρκο. Ενιωθε τυχερή που ζούσε τους δύο διαφορετικούς ρυθμούς της καθημερινότητάς της τόσο έντονα, φαινόταν νάχει σχεδόν κατακτήσει το όνειρο του 21ου αιώνα.

Ξαφνικά κουνήθηκε το κτίριό της σαν απο σεισμό. Κι όμως σεισμός δε συμβαίνει σε τούτο το νησί του γρανίτη, πρόλαβε να σκεφτεί. Ο πολυέλαιος άρχισε να κινείται με παραφορά , η μεγάλη πλάσμα τηλεόραση με την πεντακάθαρη οθόνη γλυστρούσε απο τον τοίχο όπου ήταν καρφωμένη, η συλλογή με τα βάζα της Costa Boda σωριαζόταν στο έδαφος. Η ίδια ζαλίστηκε απ’ τη δόνηση, έπεσε κάτω στο πάτωμα που κλονιζόταν απ΄αυτή την παράλογη δύναμη.

Αυτό είναι το τέλος συλλογίστηκε, ένα ανεξήγητο τέλος. Κι εγώ θα πεθάνω εδώ στο πολυτελές διαμέρισμα ενός γυάλινου πύργου που σωριάζεται. Ολοι θα χαθούν κάτω απο την κομματιασμένη μάζα του γυαλιού . Η Νέα Υόρκη της επιτυχίας μου θα καταρρεύσει , τίποτε δεν θ΄απομείνει ανέγγιχτο καθώς τα χιλιάδες θραύσματα θα σκορπιστούν στον αέρα . Το τέλος έρχεται με ένα τεράστιο κρότο. Τα σπίτια είναι απο γυαλί, το θέαμα προβαλλεται σε γυαλί, τα βάζα είναι γυάλινα.

Μα πώς έγινε κι όλος ο κόσμος μας χτίστηκε πάνω σε γυαλί; Και πώς απατηθήκαμε ότι ο γρανίτης δεν θα υποστεί ρήγμα; Πώς συνέβη και οικοδομήσαμε τις ζωές μας πίσω απο φιμέ τζάμια για να βλέπουμε και να μη μας θωρούνε; Πώς σηκώσαμε τείχη κι αυτά γυάλινα με τους απέναντι; Πώς ανυψώσαμε θηρία στον ορίζοντα,που σχίζουν τον ουρανό κόβοντάς τον σε φέτες;

Η βοή εντεινόταν όλο και περισσότερο, Εκλεισε τ΄αυτιά της για να προστατευθεί απ’ τον θόρυβο των πολλαπλών θραύσεων. Η τελευταία της σκέψη ήταν πως τίποτε δε θάμενε να θυμίζει την αλαζονία της πόλης στην ακμή της. Η λάβα δε θα πέτρωνε ανθρώπους στην καθημερινότητά τους, η δόνηση θα διέλυε τις τελευταίες αυταπάτες πως κάποτε εδώ υπήρξε ένας πολιτισμός. Α! το γυαλί τόσο αστραφτερό και τόσο εύθραυστο!

Saturday, December 20, 2008

Καλωσορίσατε στα Χριστούγεννά μας!




Αγαπημένοι μου μπλογκογείτονες,

Είπα αυτά τα Χριστούγεννα να σας καλέσω στο σπιτικό του βουνού για να περάσουμε μαζί τη θεϊκή αλλά δύσκολη παρέκκλιση απ΄τη ρουτίνα. Θέλω να σας φέρω στην ησυχία του χιονιού μου, να μοιραστούμε μαζί τις όμορφες εικόνες του Βορρά, που αποτελεί το απόλυτο σκηνικό για τις μέρες των Γιορτών.

Βγάλτε τις μπότες και τα πανωφόρια , καθείστε αναπαυτικά στο σαλονάκι μας και σερβιριστείτε ένα πορτό με φυστικάκια του Κεμπέκ. Η μήπως προτιμάτε ένα λικέρ τα κορίτσια;

-Παναθήναιε, μην κρίνετε αυστηρά τα μεζεδάκια μου. Πιτούλες με λουκάνικα (χωρίς παστουρμά!)και λίγο κις λορέν απο τα μέρη μας. Η μήπως ένα κομμάτι τουρτιέρ (πίτα του Κεμπέκ με άγριο κυνήγι)

-Δεσποινάριον, καθείστε στον κινέζικο καναπέ μας. Δεν είναι αναπαυτικός όσο θάπρεπε, αλλά ανήκει στην ιστορία του σπιτιού και δεν τον αλλάξαμε. Τί; να πάιξεις στο πιάνο τη Σονάτα Υπο το Σεληνόφως; Αβεκ πλεσίρ, μαντάμ. Κι ένα ορντεβράκι θα πάρεις; Σε παρακαλώ, είναι απο το Γκασγκόνι, το ωραιότερο του κόσμου!

-Μελισσούλα΄, ένα σοκολατάκι με φραμπουάζ αλά Κεμπέκ; Ελα τώρα, μή σκέφτεσαι τις θερμίδες, μια φορά το χρόνο έρχονται Χριστούγεννα. Θέλεις μόνο να κοιτάζεις τη φωτιά, αρκετό χιόνι έχεις στην Ελβετία; Εντάξει, μείνε μπροστά στο τζάκι να χουχουλίζεις μικρή μου

-Αλεφάκι μου, πώς να σε περιποιηθώ; Α! θα σε πάω κάτω στη βιβλιοθήκη να χορτάσεις με το μάτι τόνους απο βιβλία! Τί, ένα χυμό απο κράνμπερι; Μόνο αυτό; Και όλα τα βιβλία του Αλπμέρ Καμύ στην πρώτη τους έκδοση; Και τα γράμματα του Βίκτωρα Ουγκό στην Αντέλ;

-Κυκλάμινο, θα βγείς στο μπαλκόνι να δείς τη θέα; Τα χιόνια να σκεπάζουν την πλαγιά, τα έλατα και τη λίμνη; Μόνο να φορέσεις το παλτό, κασκόλ και μπότες για να μην κρυώσεις. Εξω κάνει -20

-Στράτο, Αλεξάνδρα , αγαπημένοι μου. Να σας προσφέρω ένα φοντανάκι απο την πατρίδα; Λατρεύετε το χιόνι; Να περπατήσουμε όλοι μαζί μετά στη λίμνη. Ενα λικεράκι τριαντάφυλλο για την Αλεξάνδρα κι ένα κονιάκ για σένα Στράτο.

-Γιώτα Αστοριανή, πώς να σε ευχαριστήσω με το Δημήτρη σου; Σας αρκεί η ζεστή φλόγα του τζακιού; Καθείστε τότε και πάρτε απο ένα μελομακάρονο. Μου τα έδωσε η μαμά στη Λευκάδα. Παρακαλώ, παρακαλώ.

-Γαβριήλ, τί όμορφες οι φωτογραφίες που έφερες απο την προ Κάστρο Κούβα.Θεέ μου θα μου αναστατώσεις τους επισκέπτες που ήρθαν για Χριστουγεννιάτικο τοπίο. Κρύψε τις πάραυτα. Τί; Μια γουλιά κόκκινο κρασί; Αυτό μόνο; Μου φαίνεται έχω ένα Κτήμα Χατζημιχάλη, ένα λεπτό.

-Μαγείρισσα αγαπημένη μου, δεν έπρεπε να φέρεις τόσα καλούδια , να φορτωθείς Χριστουγεννιάτικα. Πόσες συνταγές εφηύρες δηλαδή αυτές τις Γιορτές; Με κάνεις να νιώθω άβολα.

-Λένα Μαντά, είσαι τόσο πληθωρική όσο και στη γραφή σου. Γι αυτό σε λατρεύει το αναγνωστικό κοινό, επειδή γίνεσαι δική τους. Ενα ντραμπουί με πάγο; Αμέσως. Μην αρνηθείς τις λιχουδιές μας,σε παρακαλώ.

-Ντία μου, Ντία μου , αυτό κι αν ηταν έκπληξη! Να έρθεις απο το καυτό κλίμα στο παγωμένο Μόντρεαλ. Να ντυθείς ζεστά γιατί θα βγούμε έξω για βόλτα στη λίμνη και θα παγώσεις . Εδώ δεν είναι ψέυτικα τα χιόνια! Ενα κουραμπιεδάκι με μύγδαλα όλάκερα απο τη θεία Ελισάβετ; Νάι;

-Αγγελικούλα μου, Εαρινή και αισιόδοξη, είδες τί ήλιο έβγαλε για σένα στο βουνό μου; Και η Ρωμιοσύνη παίζει ολοένα στο πικάπ. Ακούς; Τον ποιητή σου τον λατρεύω , δηλαδή είμαστε μπολιασμένοι με την επική του ποίηση. Πόσο περήφανη είμαι που φέτος θα συνδιοργανώσεις τους πολλαπλούς γιορτασμούςτου. Ενα ουζάκι να μεθύσεις; Μετ' ευχαριστήσεως!

-Μερόπη μου, σ΄ευχαριστώ που με τιμάς με την παρουσία σου. Είσαι πολύτιμη και γνήσια. Σου υπόσχομαι θα σε πάω παντού στα βουνά και στην πόλη μου. Σου έχω ετοιμάσει σημειωματάκι να τα καταγράψεις όλα με το νί και με το σίγμα. Θα φάς λουκουμάδες με μέλι απο το Αθάνι Λευκάδας; Ευτυχώς, που υπάρχει και η πατρίδα μου με τα βιολογικά της προϊόντα!

-Θύμιε αγαπημένε, άφησες την οικογένεια και ήρθες; Καλώς ήρθες καλέ μου. Μου θυμίζεις τα ομορφότερα χρόνια της νιότης μου. Τί να σε κεράσω; Το ποτό της αιωνιότητας, αυτό θα σου προσφέρω. Βλέπεις τις πεταλούδες στα παράθυρα; Είναι η μικρή μας Κωσνταντίνα.

-Μάικλ,Χρήστο, Μαρία, αφήστε τις δουλειές και τα αμπαλαρίσματα. Ελάτε να παίξουμε χιονοπόλεμο με τους μπλογκογείτονες αυτά τα Χριστούγεννα. Θα πιείτε εγγνόγκ; Το έφτιαξε ο φίλος μου ο Ρός με γάλα, αυγά και λικέρ. Είναι το χριστουγεννιάτικο λικέρ. Να σας προσφέρω μπακλαβάδες βουτηγμένους στη σοκολάτα απο το Πινακτίλυ μας; Θα ξετρελλαθείτε απο τη γέυση τους!

-Νίκο Λαγκαδινέ πολυαγαπημένε, πέρνα πέρνα μέσα στο σπιτικό μας. Ξέρω πως θέλεις να βουτήξεις κατευθείαν στη βιβλιοθήκη, μα στάσου να σου προσφέρω ένα πορτό με λίγο πανετόνε απο τους Ιταλούς φίλους. Καλώς μας ώρισες, συγγνώμη που ξεχάστηκα να καταθέσω στη γιορτή σου, αλλά ήμουν στη Λευκάδα ξέρεις.

-Φωτεινούλα μου, μα μη βγαίνεις έξω στο μπαλκόνι χωρίς πανωφόρι. Θα φωτογραφίσεις αχόρταγα, το χιόνι δε χάνεται, ούτε η λίμνη, ούτε τα έλατα. Ενα κομματάκι κις λορέν για να δοκιμάσεις τις νοστιμιές μας εδώ στο γαλλικό Κεμπέκ; Και λίγο λικεράκι μπέιλις με πάγο; Ναι;

- Μπάμπη μου, έλα πέρνα μέσα. Δεν έχω τσικουδιά, αλλά μόνο ιταλική γκράπα. Να σου την προσφέρω με λουκάνικα βουτηγμένα στο άρωμα του πορτοκαλιού, που φτιάχνει με μαεστρία ο συμπατριώτης σου. Στην υγειά μας και να σε βλέπω και εν Αθήναις. Χρόνια Πολλα αγαπημένε μου φίλε, σύντεκνε.

Ελάτε κι εσείς που δεν σας κάλεσα ονομαστικά, το σπίτι μου είναι μια αγκαλιά ανοιχτή για όλους σας. Σας λατρεύω και σας ευχαριστώ έναν-έναν που μοιράζεστε μαζί μου τις ιδέες , τις εντυπώσεις, τις χαρές και τις πίκρες μου.
΄
Χρόνια Πολλά

Καλά Χριστούγεννα

Παράξενες Γιορτές

Παράξενες γιορτές
Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Ηρθα στο Μόντρεαλ κανονικά συνετριμμένη απο τα γεγονότα της Αθήνας, που με ξένισαν αφενός για την αγριότητά τους και αφετέρου για το ετερόκλητον του πλήθους. Ακόμη μέχρι σήμερα δε μπορώ να αποτιμήσω την κατάσταση ούτε να κάνω πρόβλεψη για το άμεσο μέλλον στην πατρίδα.

Διαβάζω τις αιτιάσεις του καθηγητού Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο κ. Κοντογεώργη, πως η έκρηξη προέκυψε απο συσσωρευμένο θυμό για τη λειτουργία ενός κράτους που τοποθετεί τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα κάποιων πάνω απο το γενικό συμφέρον. Ο καθηγητής Γιώργος Κοντογεώργης επιπλέον επισημαίνει ότι η αστυνομία είναι λίγη για να τηρήσει την τάξη, αφού οι περισσότεροι αστυνομικοί είναι φύλακες προσωπικοτήτων.

Ενα είναι σίγουρο:πως η αυθαιρεσία του αστυνομικού που αφήρεσε αναίτια της ζωή ενός έφηβου πυροδοτώντας ένα κίνημα διμαρτυρίας, ίσως νάγινε και αντικείμενο εκμετάλλευσης απο τους συνήθεις ύποπτους. Πάντως, όταν οι φασαρίες καταλλαγιάσουν, το σπίτι θα μείνει ορφανό απο το αγόρι και η μάννα θ΄αγκαλιάζει τις φωτογραφίες του. Αυτός θα είναι ο σκληρός απολογισμός της αυθαιρεσίας.

Ηρθα, λοιπόν, στο Μόντρεαλ να ακουμπήσω στην ειρηνική ζωή μου, που σκεπάζεται απο την ησυχία του χιονιού. Κι ενώ θα περίμενα να ηρεμήσω απο τις έντονες και τραυματικές εντυπώσεις των ημερών,ξαφνικά όλες μου οι αισιόδοξες αντιστάσεις κάμθηκαν απο τον καταιγισμό των διεθνών ειδήσεων που προβλέπουν δυσοίωνες προοπτικές για την οικονομία του κόσμου.

Στην Αμερική χάνονται 3000 σπίτια την ημέρα, τουτέστιν ισάριθμες οικογένειες βγαίνουν κυριολεκτικά στο δρόμο δημιουργώντας στρατιές νεόπτωχων. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες απειλούνται να κλείσουν αφήνοντας άνεργους εκατοντάδες χιλιάδες εργατών. Οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν αντέχουν στην διακοπή των δανείων τους απο τις τράπεζες και κηρύσσουν η μια μετα την άλλη πτώχευση.

Το ντόμινο της παραλυσίας του καπιταλιστικού συστήματος με τις παράπλευρες απώλειες είναι ήδη γεγονός. Οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί που μέχρι χθές δεν δεχόνταν ρούχα και παιχνίδια, ξαφνικά εκλιπαρούν για ο,τιδήποτε περίσσευμα προαιρείται ο πολίτης. Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά στη Βόρεια Αμερική φέτος δεν θα λάβουν δώρα απο τον Αη Βασίλη τους.

Σ’ ενα ρεπορτάζ του CNN άκουσα μια δημοσιογράφο να διαβάζει το πιο συγκινητικό γράμμα ενός 6χρονου παιδιού στον Αη Βασίλη: «Αγαπητέ μου Σάντα, σε παρακαλώ φέρε δώρα στους γονείς μου και τον αδελφό μου γιατί δεν έχω χρήματα να τους αγοράσω. Δεν πειράζει, μη φέρεις τίποτε σε μένα.»

Η ατμόσφαιρα μυρίζει ανέχεια και φτώχεια αυτά τα Χριστούγεννα. Ακόμη και οι στολισμοί είναι λιγότερο εντυπωσιακοί στα εμπορικά κέντρα τούτες τις γιορτές. Ο καταναλωτικός πολιτισμός μοιάζει να κάμπτεται απο τις περιστάσεις. Η λαμπρότητα και οι φαμφαρισμοί των ημερών έχουν υποχωρήσει αισθητά.

Στο μεταξύ, στην Αθήνα οι διαδηλωτές έχουν κάψει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, έχουν σπάσει με βιαιότητα τις βιτρίνες , έχουν χαλάσει την εικόνα της ανενόχλητης καταναλωτικής ευωχίας. Και ο δήμαρχος επιμένει να φέρει πίσω τις γιορτές σε μια πόλη, που αιμορραγεί απο τις πληγές της βίας.

Ισως, αυτά τα Χριστούγεννα εμείς οι πολίτες του κόσμου θα πρέπει να αναλογιστούμε ποιοί είμαστε και πού οδεύουμε. Το αισιόδοξο μήνυμα της Γέννησης του Χριστού, που έχει απο καιρό υποχωρήσει μπροστά στην καταναλωτική φρενίτιδα, τους χορούς, τα στολίσματα και τα δώρα, ίσως να αποτελέσει αφορμή για σκέψεις.

Αυτές τις παράξενες γιορτές, που τίποτε δεν είναι όπως χθές, χρειαζόμαστε πνευματική άνωση, ψυχολογική στήριξη,έναν αέρα αισιοδοξίας.Και ποιός να μας τα δώσει αυτά, όταν η εκκλησία και η πολιτεία ταλανίζονται απο σκάνδαλα; Οταν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα έχει προδοθεί απο τους πάπες του;

Μάλλον θα πρέπει να αναζητήσουμε την ομορφιά της προσωπικής αλήθειας μας για να σταθούμε δυνατοί απέναντι στα σημεία των καιρών, που θα σκληραίνουν όσο βαθαίνει η οικονομική και πολιτική κρίση παγκοσμίως.

Καλά Χριστούγεννα όπως και νάχει.

Friday, December 19, 2008

Η γνησιότητα του αγώνα

Αφιερωμένο εξαιρετικά στο επαναστατημένο Μελισσάκι για να καταλάβει τη διαφορά της γνησιότητας απο τα δήθεν

Το κείμενο μου έστειλε η αγαπημένη φίλη μου Ιωάννα Κολοβού, επίσημη βιογράφος του Μίκη Θεοδωράκη και την ευχαριστώ πολύ

ΟΙ «ΜΠΑΤΣΟΙ» (Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 18.12.2008)



Όταν πρόκειται για εθνικούς, κοινωνικούς ή ιδεολογικούς αγώνες, το μίσος είναι αναπόφευκτο, γεννιέται αυθόρμητα. Θα πρέπει όμως τουλάχιστον να κατευθύνεται προς τη σωστή κατεύθυνση.

Σήμερα παρατηρώ ότι το μίσος των μαθητών ακολουθεί ένα μονόδρομο με στόχο τους αστυνομικούς, γεγονός που κατά τη γνώμη μου τους αποπροσανατολίζει στην αναζήτηση των αληθινών συνθηκών που τους οδήγησαν στη σημερινή θέση τους μέσα στο σχολείο και μέσα στην κοινωνία. Ενώ θα πρέπει να βρουν τα αληθινά αίτια και να αποκαλύψουν τους αληθινούς ενόχους και τους πραγματικούς λόγους για όσα γίνονται γύρω τους και γενικώτερα γύρω μας, στη χώρα μας και στην οικουμένη. Έτσι μοιάζει σαν κάποιοι να τους έβαλαν παρωπίδες, ώστε η οργή τους να διοχευτευθεί σε μια ομάδα συνανθρώπων μας, τους αστυνομικούς, που όταν δεν λειτουργούν σωστά, είναι απλά πιόνια του Συστήματος, που ΑΥΤΟ είναι υπόλογο για όλα, δηλαδή για την Παιδεία αλλά και για κάθε τι που αφορά τη λειτουργία της κοινωνίας, του κράτους και των υπηρεσιών του.

Και αναφέρω εδώ το παράδειγμα της γενιάς του 1-1-4 που όσον αφορά την Παιδεία έθεσε ως στόχο το 15% του Κρατικού Προϋπολογισμού. Είδαν δηλαδή οι νέοι της εποχής εκείνης την βασική αιτία για τα χάλια της Παιδείας μας, δηλαδή το οικονομικό.

Από κει και πέρα παρ’ ό,τι τότε η ελληνική αστυνομία είχε μια καθαρά φασιστική νοοτροπία και οι εκδηλώσεις βίας σε σύγκριση με το σήμερα ήταν εκατό φορές πιο πολλές και σοβαρές από πλευράς μαζικότητας και βιαιότητας (τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από νέους τραυματισμένους από την αστυνομική βία της εποχής), οι πρωτοπόροι νέοι εκείνης της εποχής, βασικά φοιτητές, μπορούσαν να δουν ελεύθερα, σφαιρικά και σε βάθος. Έτσι με το 1-1-4 έθεταν ως πρώτο καθήκον τους την υπεράσπιση του Συντάγματος, δηλαδή της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Χτυπούσαν στην καρδιά της την αντιδραστική εξουσία (θρόνο, αστυνομοκρατία, Αμερικανοκρατία). Πάλευαν για την Κύπρο και αγωνίζονταν μαζικά για την Ειρήνη. Είχαν δηλαδή μπροστά τους ανοιχτούς ορίζοντες για ό,τι πραγματικά συνέβαινε στην χώρα τους αλλά και πέρα από τη χώρα τους. Ήταν άτομα ολοκληρωμένα και ελεύθερα, αν και τότε υπήρχαν όπως και σήμερα πονηρά «κέντρα» που προσπαθούσαν να περιορίσουν την οργή τους και να την διοχετεύσουν μόνο σε ένα λούκι, για τις δικές τους επιδιώξεις. Με μια λέξη να τους αποπροσανατολίσουν, όπως γίνεται τώρα.

Και για να πάω και πιο πέρα, εμείς οι νέοι της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, όπου οι χωροφύλακες και η αστυνομία ήταν απέναντί μας με όπλα που ξερνούσαν ομαδικό θάνατο, είχαμε την ψυχική και πνευματική δύναμη να βλέπουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτοί που σήμερα αποκαλούνται περιφρονητικά «μπάτσοι» ήταν παιδιά σαν κι εμάς παρασυρμένα από την θύελλα των γεγονότων να κάνουν πράξεις που δεν ήθελαν. Δεν γενικεύαμε. Αντίθετα μπορούσαμε ακόμα και μέσα στις πιο κρίσιμες για μας συνθήκες να δούμε ότι δεν είναι το ίδιο όλοι και ότι ο πραγματικός ένοχος ήταν η Εξουσία, που είχε κατορθώσει να μας τυλίξει στα δίχτυα της, που έσταζαν αίμα και μίσος αδελφού προς αδελφό. Και πολλοί είχαν τότε ακόμα τη δύναμη να φωνάζουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα πριν σκοτωθούν «Αδέρφια, πεθαίνουμε και για τη δική σας ευτυχία».

Αναγκάστηκα να γράψω αυτό το σημείωμα με αφορμή κάποια εκπομπή με αγόρια και κορίτσια 15-16 ετών, που μιλούσαν στο ίδιο ακριβώς μοτίβο, λες και κάποια αόρατη δύναμη να είχε κατευθύνει την οργή, το μίσος και την σκέψη τους μόνο προς ένα στόχο. Και μάλιστα σε μια εποχή πολύπλοκη, όπου ο κόσμος έχει μικρύνει και το έξω μπερδεύεται με το μέσα και γίνονται όλα ένα κουβάρι. Πώς θα φτάσουμε έτσι στην ΑΙΤΙΑ του Κακού; Και πώς, αν δεν γνωρίζουμε τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, θα μπορέσουμε να βρούμε τις λύσεις που πρέπει;

Και για να γυρίσω στα τελευταία γεγονότα, ο βίαιος θάνατος ενός παιδιού αποτελεί μια μεγάλη τραγωδία. Πρώτα για τη μάνα του, τον πατέρα του, τα αδέλφια του αλλά και για όλους τους νέους και τις νέες, για όλους εμάς, για όλη την κοινωνία. Ο θύτης είναι ένας αστυνομικός. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι σημερινοί αστυνομικοί είναι θύτες. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν είναι αληθινό αλλά είναι και άδικο. Και μιλάει κάποιος που γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει αστυνομία.

Γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις, γιατί έτσι οδηγούμε τους νέους σε λάθος δρόμο. Τους κρύβουμε το δάσος της πραγματικότητας με το δέντρο μιας εικονικής πραγματικότητας.

Θα ήθελα να μπορούσα να απευθυνθώ στους σημερινούς νέους και να τους πω: Κλείστε τα αυτιά σας στις γλοιώδεις κολακείες όσων προσπαθούν ουσιαστικά να εκτονώσουν την οργή και την ενέργειά σας σε ψεύτικους στόχους απομακρύνοντάς σας από τους πραγματικούς. «Αυτούς» εξυπηρετεί να τρώμε τις σάρκες μας στρεφόμενοι ο ένας κατά του άλλου. Ο στόχος όμως δεν είναι βέβαια αυτός που έχει το μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας και βγάζει από αυτό το ψωμί του, τα φάρμακά του, τη μόρφωση του παιδιού του, όπως οι δικοί σας γονείς. Στα Ιουλιανά, μια από τις πιο ταραγμένες εποχές της ιστορίας μας, η νεολαία κατέβαινε κατά δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους και ποτέ δεν είχαμε την παραμικρή καταστροφή, αν και θρηνούσαμε δύο νεκρούς, τον Λαμπράκη και τον Πέτρουλα, που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για ένα καλύτερο αύριο. Περιφρουρούσαμε τον αγώνα μας και γ’ αυτό ποτέ δεν έγινε τίποτα, δεν αφήσαμε εμείς να γίνει τίποτα που να τον αμαυρώνει.
Και συγχρόνως η γενιά αυτή δημιουργούσε. Ίσως ποτέ άλλοτε στη νεότερη ιστορία μας δεν είχαμε τόσα έργα σε όλους τους τομείς, ποίηση, λογοτεχνία, μουσική, σε όλες τις τέχνες, που έγιναν όπλο του αγώνα της νεολαίας, από ανθρώπους νέους που αγωνιζόταν και δημιουργούσαν.

ΒΓΑΛΤΕ ΤΙΣ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΥΣ. Μην τους επιτρέπετε να στιγματίζουν τον αγώνα σας. Τι θα πει «κουκούλα»; Ο πραγματικός αγωνιστής και επαναστάτης ούτε ντρέπεται ούτε φοβάται να δείξει το πρόσωπό του. Μην αφήνετε να σπιλώνουν τη μνήμη του Αλέξανδρου συνδέοντας το πρόσωπό του και το όνομά του με εικόνες φρίκης. Είναι σαν να τον σκοτώνουν για άλλη μια φορά.

ΑΝΟΙΞΤΕ ΔΡΟΜΟΥΣ. Αντισταθείτε στα εύκολα που τόσο ύπουλα βάζουν μπροστά σας προσπαθώντας να σας ξεγελάσουν ότι είναι δήθεν δικές σας επιλογές. Πάρτε τη ζωή στα χέρια σας και προχωρήστε μπροστά.

ΘΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ!



Αθήνα, 17.12.2008





Μίκης Θεοδωράκης

Tuesday, December 16, 2008

Οταν η Αβάνα με βρήκε στο χιονισμένο μου τοπίο

Σήμερα το Αλεφ- η κατα κόσμον κριτικός λογοτεχνίας Ελένη Γκίκα μου έκανε ένα αγαπητικό δώρο. Ανάρτησε το κείμενο για το Ημερολόγιο Αβάνας, που τόσο γενναιόδωρα είχε καταθέσει στο Κυριακάτικο Εθνος αρχές του φθινοπώρου.

Την Αλεφ την είδα στο χάπενινγκ του νηπιακού σταθμού των Νουβάντα , αλλά είχα προλάβει να βρεθώ μαζί της λίγο νωρίτερα σε μια παρουσίαση βιβλίου όπου κατέθεσε την καλοβαλμένη εμπεριστατωμένη κριτική της.

Τα κορίτσια ξεφύγαμε απο το πλήθος της γιορτής μετα το πέρας της παρουσίασης και πήγαμε κατα προτροπή της Ελένης στο υπέροχο και κλασικό εστιατόριο Ιντεάλ της Πανεπιστημίου, που δεν έχει αλλάξει την κουζίνα του απο τα φοιτητικά μου χρόνια. Αψογη ελληνική κουζίνα με αέρα Λευκάδας καθώς το κλασικό αθηναϊκο εστιατόριο ανήκει στους αδελφούςΒλασσόπουλους απο τον Αγιο Πέτρο.

Απολαύσαμε χορταράκια , σαλάτες και μοναδικά πιάτα, που συνδυάζουν την κοσμολίτικη ελαφριά μεσογειακή κουζίνα με τις ελληνικές γεύσεις. Προσωπικά καταβροχθισα ένα απίθανο γαλακτομπούρεκο (η μεγάλη αμαρτία του ταξιδιού μου) και η Ελένη απόλαυσε μια γαλλικού στύλ κρέμ μπρουλέ.

Μιλήσαμε για όλα και προπάντων για τα λογοτεχνικά δρώμενα της χώρας μας. Εκείνη είχε ένα αγαπητικό λόγο για όλα τα κείμενα που περιέρχονται στην ανάγνωσή της. Κι επιτέλους έχει την ελευθερία, το θάρρος και τη μαγκιά να δηλώνει πως δεν διαβάζει βιβλία που δεν της αρέσουν. Και επιλέγει να παρουσιάζει στις στήλες της βιβλία που αγάπησε αναδεικνύνοντας τις αρετές τους.

Αυτή είναι η Ελένη Γκίκα , μια μεγάλη αγκαλιά για τους Ελληνες λογοτέχνες. Σπάνια στη λογοτεχνική αγορά, αδέκαστη απο τους συσχετισμούς και την έπαρση (που θα μπορούσε να γεννήσει η φύση της δουλειάς της). Συγκρίνοντάς το μεγαλείο της με το γένος άλλων κριτικών, καταθέτω τον ταπεινό θαυμασμό μου για εκείνη. Και νιώθω πως στην εποχή μας, όπου όλα παίζονται στο βωμό των εντυπώσεων, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που λατρεύουν τα κείμενα και τα βιβλία και τους συγγραφείς. Και προσπαθούν να τα αποτιμήσουν στο μέγιστο δυνατόν.

Είμαι τυχερή που σε γνωρίζω όλο και περισσότερο Ελένη, που τυχαίνω της δικής σου κριτικής. Είμαστε τυχεροί όλοι οι συγγραφείς, που υπάρχει μια μεγάλη αγκαλιά για μάς στην Αθήνα. Κι όταν καταθέτεις τις δικές σου συγγραφές, εκεί αναγνωρίζω το βάθος και τον πλούτο της καρδιάς και του μυαλού σου.

Σε ευχαριστώ.
Ιουστίνη

Tuesday, December 9, 2008

Ανεξήγητες ταραχές

Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Βρισκόμουν στη Λευκάδα όταν ξέσπασαν οι ταραχές στην Αθήνα και παραμένει αδιευκρίνιστο στο νού μου πώς ακριβώς συνέβηκε ο θάνατος του 15χρονου Αλέξανδρου. Περισσότερο με απασχολεί το πώς βρέθηκε ο Αλέξανδρος στο χώρο των Εξαρχείων, καθώς όλοι μιλούν για ένα παιδί της αστικής τάξης, που δεν έδειχνε να είναι οπαδός της βίας και της αναρχίας.

Απο το Σάββατο τη νύχτα η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα και όλες οι μεγάλες πόλεις έγιναν έρμαια κάποιων ομάδων διαμαρτυρόμενων, που άλλοι τους καταγράφουν ως κουκουλοφόρους κι άλλοι ως απηυδησμένους διαδηλωτές.

Η επιστροφή μου στην Αθήνα με έφερε αντιμέτωπη με την ωμή βία στους δρόμους της πόλης. Το διαμέρισμά μας επι της λεωφόρου Βασ. Κωνσταντίνου είχε πνιγεί απο τα δακρυγόνα των αστυνομικών ή και των διαδηλωτών. Αγριεμένοι νεαροί κυκλοφορούσαν στους δρόμους σπάζοντας τζάμια και πετώντας κάδους σκουπιδιών στη μέση της λεωφόρου. Κάποιοι έβγαλαν πυροσβεστήρες σκορπίζοντας δηλητήριο στην ατμόσφαιρα.

Στην πόλη ούρλιαζαν τα πυροσβεστικά οχήματα, τα αστυνομικά και τα ασθενοφόρα που έτρεχαν σε διάφορα σημεία της κρίσης. Παρακαλουθούσα τηλεόραση και παρατηρούσα πως υπήρχαν ομάδες αστυνομικών με ασπίδες και γκλόμπς στους χώρους των διαδηλωτών. Οι κουκουλοφόροι- μια ομάδα δηλαδή- έκαιγαν ανενόχλητοι, έσπαζαν τζάμια, πετούσαν πέτρες με μανία και οι αστυνομικοί ήταν αμέτοχοι στην καταστροφή. Οταν ξέφευγε κανένας νεαρός έπεφταν πάνω του όλοι οι αστυνομικοί σαπίζοντάς τον με τα γκλόμπς.

Στο μεταξύ γενικευόταν η ανταρσία , ενώ η κυβέρνηση δήλωνε απουσία. Το έλλειμμα του οργανωμένου κράτους ήταν ολοφάνερο. Στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τα Χανιά και τις μεγάλες πόλεις ανεξέλεγκτοι νεαροί άναβαν φωτιές στα καταστήματα, κατέστρεφαν τις περιουσίες του κόσμου προκαλώντας τη δημόσια οργή.

Η κηδεία του νεαρού Αλέξανδρου προσήλκυσε τεράστια πλήθη μαθητών και καθηγητών.Το βουβό κλάμμα της μητέρας του καθώς και τα λόγια της ότι καμιά υποδειγματική τιμωρία δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω το παιδί της, ήταν η αξιοπρεπέστερη στιγμή της όλης τραγωδίας.

Οι άναρχοι διαδηλωτές έκαψαν το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία Συντάγματος, προσθέτοντας πένθος στο ήδη πένθιμο σκηνικό της πρωτεύουσας. Η πλατεία Συντάγματος, η οδός Πανεπιστημίου, η λεωφόρος Συγγρού, τα Εξάρχεια, θύμιζαν σήμερα πυρπολημένο τόπο. Ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια των πολιτών, που έμοιαζαν απορημένοι με τα γεγονότα.

Τί ήταν αυτή η έκρηξη ανα τις πόλεις της Ελλάδας; Οργή λαού για τον άδικο θάνατο του Αλέξανδρου; Προσπάθεια για αποσταθεροποίηση της χώρας; Και απο ποιά κέντρα οργανωμένη; Μια ευκαιρία για πολιτική αντιπαράθεση εναντίον μιας κυβέρνησης που παραπαίει μέσα στα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις;

Προσωπικά δεν μπορώ να εξάγω συμπεράσματα, γιατί όλη αυτή κινητοποίηση απ΄άκρη σ΄άκρη της Ελλάδας, μου φαίνεται πολύ οργανωμένη για να προέρχεται απο τις ομάδες απλών κουκουλοφόρων ή απο έκρηξη νεανικής οργής. Και η καταστροφή της περιουσίας των ανθρώπων ή των συμβόλων του πολιτισμού μας, κι αυτή δεν μου μοιάζει για κίνημα διαμαρτυρίας.

Μετράω και ξαναμετράω τα δεδομένα και δε μου βγαίνει η εξίσωση. Πάντως, ένα είναι σίγουρο, πως πολιτικοί και δημοσιογράφοι ασελγούν στη μνήμη του Αλέξανδρου χρησιμοποιώντας τον ως αιτιατόν για να πούν ο καθένας τα ασυνάρτητα δικά του. Γίνονται ενοχλητικοί με τη δοκησισοφία τους και με την έπαρση του ξερολισμού τους για μια φορά ακόμη.

Παρα τις προειδοποιήσεις σήμερα υπό ηλιόλουστο ουρανό περπάτησα στην Αθήνα της καταστροφής. Και πέρασα απο τη λαμπερή Ακρόπολη να μου γιατρέψει τις πληγές της αηδίας για το ανύπαρκτο κράτος και της δυσπιστίας για τους ανερμάτιστους πολίτες του. Ευτυχώς που εκείνη εξακολουθεί να λάμπει απείραχτη απο τις κατευθυνόμενες επιθέσεις στο κλεινόν άστυ!

Sunday, December 7, 2008

Η γιορτή του πατερούλη



Ο παιδικός μου φίλος πατήρ Ιωάννης Λάζαρης, ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεόφιλος και ο πατερούλης παπα-Νίκος Φραγκούλης


Ο Τέντ, ο πατήρ Ιωάννης και ο σεβασμιότατος κ. Θεόφιλος



Ο σεβασμιότατος κ. Θεόφιλος, ο πατερούλης και ο ανηψιός μας Γιώργος,απόφοιτος ιερατικής σχολής


Θα ήθελα να έγραφα μια έκθεση με θέμα: "Ποιά ήταν η πιό ευτυχισμένη μέρα των παιδικών μου χρόνων» και κάπως έτσι θα το πήγαινα.

Η πιό χαρούμενη μέρα των παιδικών και νεανικών μου χρόνων ήταν η γιορτή του πατέρα μου παπα-Νικόλα Φραγκούλη. Η μαμά ετοίμαζε απο μήνα το σπιτικό μας, έστρωνε τα χειμωνιάτικα χαλιά στη Λευκάδα, που άρχιζε να χειμωνιάζει. Το σαλόνι λαμποκοπούσε απο καθαριότητα περιμένοντας τους καλεσμένους.

Επι μια εβδομάδα η μαμά ετοίμαζε τα νηστήσιμα γλυκά της γιορτής, μπακλαβάδες ρολό χωρίς βούτυρο και λευκαδίτικη λαδόπιτα και παρέτασσε τα λικεράκια για τις κυρίες των επισκέψεων στην ξύλινη σερβάντα.

Η Κωνσταντίνα κι εγώ ράβαμε τα γιορτινά φουστάνια μας (και για τα Χριστούγεννα επι τη ευκαιρία) στην επίσημη μοδίστρα μας τη δεσποινίδα Τσία και κλέβαμε ώρες απο το σχολείο για να ετοιμασθούμε να σερβίρουμε τους καλεσμένους.

Απο το σπίτι μας περνούσαν ορδές ενοριτών, που ερχόνταν με τα ποτά τους ή τα γλυκάκια τους να ευχηθούν στον εφημέριό τους. Η μικρή μου αδελφή κι εγώ ανάλαφρες σερβίραμε πρώτα τα σοκολατάκια. Μετα το πρώτο πεντάλεπτο ρωτούσαμε αν θάθελαν να πιούν κάτι. Οι ντελικάτες κυρίες έπαιρναν ένα λικεράκι και οι σκληρότεροι κύριοι προτιμούσαν το βερμουτάκι της εποχής με ξηρούς καρπούς.

Οι κυρίες συνήθως αρνούνταν να φάνε γλυκό- είχαν βλέπεις τόσες επισκέψεις απόψε στην πόλη!- και το προτιμούσαν τυλιγμένο στο σελοφάν. Και οι κύριοι αρνούνταν ακόμη και να το πάρουν στο σελοφάν (δεν ήταν τόσο αντρικό στύλ!)

Τότε εμείς τρέχαμε να φέρουμε το δίσκο με τα τυλιγμένα γλυκά ( τα είχαμε τυλίξει τα κορίτσια με τόση αγάπη και τόση πολυλογία τα βράδυα μετα το διάβασμα). Ημασταν τόσο ευτυχισμένες που βοηθούσαμε τη μαμά στη γιορτή του πατέρα, που γινόταν τόσο ευτυχισμένος με τον κόσμο και τα πηγαινέλα.

Εμείς τα κορίτσια μετρούσαμε τους καλεσμένους και βγάζαμε τη σούμα μετα το πέρας της γιορτής. Κι ο αδελφός μας κορόιδευε και ζητούσε άδεια να φάει κι άλλα κι άλλα γλυκά και σοκολατάκια, αφού η βραδυά το επέτρεπε λόγω πανηγύρεως. Ετρωγε και τα δικά μας μέσα στη γενική αναμπουμπούλα.

Στα φοιτητικά μας χρόνια πάντοτε γυρνούσαμε στη Λευκάδα για να συμμετέχουμε στη γιορτή του πατέρα. Κι όταν η Κωνσταντίνα έφυγε, έκλεισε το κεφάλαιο γιορτή απο το σπιτικό μας.

Φέτος, βρεθήκαμε στη γιορτή του πατέρα παπα-Νίκου στη Λευκάδα. Δεν δεχθήκαμε επισκέψεις, μόνο το νέο μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης Θεόφιλο που ήρθε μετα του πατρός Ιωάννη να μας ευχηθούν με καθαρή καρδιά . Ο πατέρας μου ευχαριστήθηκε τις παρουσίες και η μητέρα μου δάκρυζε κάθε λεπτό. Μετά πήγαμε στην Κωνσταντίνα να της πούμε ένα αγαπητικό χαιρετισμό.

Ελπίζω να ξαναβρεθώ και του χρόνου στη γιορτή του πατέρα μου. Εξακολουθεί να είναι η πιό γλυκειά μέρα μου κι ας τη βαραίνει η σκιά της απουσίας. Εύχομαι να αξιώνομαι να βρίσκω τον πατερούλη και τη μαννούλα καλά έστω και υπο το πέπλο του αιώνιου πένθους μας.

Ιουστίνη

Wednesday, December 3, 2008

Καληνύχτα Μαργαρίτα

Τη γνώρισα μέσα απο την πένθιμη λογοτεχνία της. Και τη λάτρεψα μέσα απο την ταπεινή ανθρώπινη παραδοχή της πως έπασχε απο κατάθλιψη, μια ψυχική ασθένεια-ταμπού για τους Ελληνες.

Η Μαργαρίτα Καραπάνου έφυγε και πέταξε προς τα ουράνια απελευθερώνοντας τον εαυτό της που αλυσοδέθηκε απο τις κρίσεις της κατάθλιψης σε μια ζωή φοβική. Η μεγάλη ελληνίδα λογοτέχνις απαλλάχθηκε ταυτόχρονα απο την οδυνηρή και επαναλαμβανόμενη αναφορά προς τη μητέρα της, επίσης εξαιρετική συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη.

Θα πίστευε κανείς πως ήταν ευλογημένη να ζήσει απο τα μικράτα της τη μεταπολεμική λογοτεχνική σκηνή στην άνθισή της: Αθήνα-Παρίσι. Κι όμως αυτή η εμπειρία έγινε η θηλειά στο λαιμό της ευαίσθητης γυναίκας πηγαινοφέρνοντάς την στα άδυτα της καταθλιπτικής νέυρωσης.

Τώρα εκείνη έφυγε αφήνοντας πίσω της ένα λογοτεχνικό θησαυρό για του νεότερους Ελληνες αλλά και μια παρακαταθήκη βοήθειας για τους πάσχοντες απο τη μανιοκατάθλιψη.
Καληνύχτα Μαργαρίτα, θα σε σκεφτόμαστε με αγάπη, αυτήν που τόσο απελπισμένα αναζήτησες στη ζωή σου.

Ιουστίνη Φραγκούλη


Η Αλεφ-Ελένη Γκίκα έχει γράψει ένα καταπληκτικό αφιέρωμα για τη Μαργαρίτα Καραπάνου






Ενα βιογραφικό της απο την εφημερίδα ΤΟ ΕΘΝΟΣ

«Ο Θεός ήτανε κουρασμένος». Ηταν η πρώτη φράση του «Υπνοβάτη», του καλύτερου βιβλίου της Μαργαρίτας Καραπάνου και ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Η Μαργαρίτα Καραπάνου, μία μελαγχολική και ιδιότυπη συγγραφέας, με έντονα τα ψυχολογικά και ψυχαναλυτικά στοιχεία στο έργο της, σιώπησε.


Αφησε χθες την τελευταία της πνοή στην εντατική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου της Αθήνας, σε ηλικία 62 ετών, από εγκεφαλικό. Εισήχθη στο νοσοκομείο με σοβαρά επιβαρημένους τους πνεύμονές της.
Μία κοσμοπολίτισσα, μία όμορφη γυναίκα, μία φανατική καπνίστρια, με μία σχέση πάθους, ίσως και μίσους, με τη μητέρα της, την επίσης συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ήταν η Μαργαρίτα Καραπάνου.
«Επιθυμία για επιθυμίες. Η Ελλάδα. Και έπειτα να σταθώ στα πόδια μου μόνη μου. Να με ανακαλύψω για να με χάσω. Ποτέ δεν με ανακάλυψα για να με χάσω, να μπορέσω να με ξεχάσω, δηλαδή να αντικρύσω και να αγαπήσω τους άλλους», γράφει το '67, σε ηλικία μόλις 21 ετών.
Το διαβάζουμε στο τελευταίο της βιβλίο «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» που κυκλοφόρησε, πριν μπει στην εντατική, από την «Ωκεανίδα».
Εδώ η Καραπάνου σαν μια τελευταία κατάθεση δημοσιοποιεί τα ημερολόγια που κρατούσε επί 20 χρόνια μεταξύ '59 και '79 (από 13-33 ετών) από το Παρίσι, όπου ζούσε με τη μητέρα της μέχρι να γράψει τον «Υπνοβάτη».
Επίσης, λίγες ημέρες πριν από το τέλος, η Καραπάνου έβγαλε στο φως και τις επιστολές της μητέρας της προς αυτήν (εκδόσεις Καστανιώτη). Η κηδεία της θα γίνει την Παρασκευή, στο Α' Νεκροταφείο, γύρω στις 3 το μεσημέρι (η ώρα δεν έχει ορισθεί ακόμη ακριβώς).
Η Μαργαρίτα Καραπάνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία, όπου ακολούθησε τη μητέρα της, συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη, σε ηλικία 13 ετών.
Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι και εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Εκανε έναν σύντομο γάμο. Τα πρώτα βιβλία της «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος», «Ο υπνοβάτης» και το «Rien ne va plus» εκδόθηκαν στην Ελλάδα και μεταφράστηκαν στις ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία, Σουηδία, Ισραήλ, Γερμανία, Ολλανδία και Ιταλία.
Σημαντικοί συγγραφείς, όπως ο Τζον Απνταϊκ τη συγκρίνουν με τον Προυστ, τον Κοζίνσκι, τον Κάρολ, τον Μπέκετ και τον Κάφκα. Μάλιστα ο Απνταϊκ σε επιστολή του συμπληρώνει: «Εσείς όμως έχετε βρει εδώ (Η Κασσάνδρα και ο Λύκος) μιαν αλήθεια, που κανένας απ' αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε».
«Ο Υπνοβάτης» τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το «Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος», βραβείο που έχει δοθεί σε συγγραφείς όπως ο Λόρενς Ντάρελ, ο Μπόρχες, ο Μάρκες και άλλοι.
Η Μαργαρίτα Καραπάνου έγραψε ακόμα τα έργα «Ναι», «Lee και Lou», «Μαμά», «Μήπως;».