ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Tuesday, August 29, 2023

Τραγουδώντας στη βροχή...

 


Τραγουδώντας στη Βροχή...

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ξύπνησα με μπουμπουνητά σήμερα, ο ουρανός ήταν βαρύς και έτοιμος να ξεσπάσει. Γρήγορα μια άγρια βροχή πλημμύρισε το σοκκάκι της Λευκάδας. Μια βροχή που κατέκλυσε το νού μου με υπέροχες παιδικές μνήμες.

Γύρω στα τέλη του Αυγούστου πάντα στη Λευκάδα η βροχή έκανε την προειδοποιητική της εμφάνιση για τα πρωτοβρόχια, διότι εκείνα τα χρόνια τα πρωτοβρόχια ερχόνταν το Σεπτέμβριο άγρια, δυνατά και αδάμαστα.

Η βροχή του Αυγούστου είχε ιδιαίτερη σημασία γιά μένα, καθώς ονειρευόμουν να κυκλοφορήσω την καινούρια παιδική μου ομπρέλα που είχε μείνει στην αποθήκη για ένα τρίμηνο και βάλε. Η ομπρέλα μου ήταν συνήθως σε καρό χρώμα και αργότερα ήταν διάφανη πλαστική με φραουλίτσες και κεράσια σκορπισμένα στην επιφάνειά της. Οι παιδικές ομπρέλες των κοριτσιών ήταν πάντοτε στην γκαρνταρόμπα από τον καιρό που θυμάμαι εαυτήν.

Τότε έκλεβα κυριολεκτικά τον πατερούλη και τον ανάγκαζα να βγούμε στην αγορά να περπατάμε χωρίς σκοπό πάνω κάτω με τις ομπρέλες μας. Εκείνος με τη μαύρη μεγάλη ομπρέλα του κι εγώ λιλιπούτεια δίπλα του με την καρό κοριτσίστικη ομπρέλα μου. Και ανεβοκατεβαίναμε το παζάρι μόνοι μας χωρίς λόγο, πάνω κάτω λες και η βροχή ήταν ένα παιχνίδι όπου συμμετείχαν συνωμοτικά οι ομπρέλες μας κι εμείς χανόμασταν στους ήχους του νερού που έπεφτε αλύπητα πάνω στους τσίγκους κάνοντας την πόλη να ουρλιάζει σα να δεχόταν ράπισμα.

Εκείνος χωρίς να διστάζει ανεβοκατέβαινε την αγορά μαζί μου , την αγορά όπου κανείς δεν κυκλοφορούσε εκτός από εμάς τους δυό. Βρεχόταν το μακρύ του ράσο και τα δικά μου πέδιλα έμπαζαν νερά. Και πλατσουρίζαμε έτσι άσκοπα γιατί εγώ ήθελα να κρατάω την καινούρια μου ομπρέλα προκαλώντας τη βροχή να γλυστράει πάνω στην χρωματιστή της επιφάνεια προστατεύοντας το πρόσωπο και το σώμα μου. Η σχέση μου με την ομπρέλα ήταν σχεδόν ηδονική εκείνα τα παιδικά χρόνια του Αυγούστου.

Ο πατερούλης με ρωτούσε γιατί μου άρεσε η βροχή. Και του απαντούσα γιατί μπορούσαμε να περπατάμε οι δυό μας με τις ομπρέλες μας και να μη μιλάμε μόνο να ακούμε τους ήχους του βρόχινου νερού που σφάδαζε πέφτοντας στο δρόμο. Ο αδελφός μου καταριόταν τη βροχή γιατί του χάλαγε το απογευματινό ποδόσφαιρο στη γειτονιά και η αδελφή μου φοβόταν τη βροχή καθώς ήταν καμωμένη από ζάχαρη.

Λίγο αργότερα άρχιζαν τα αληθινά πρωτοβρόχια. Ερχόνταν στα τέλη Σεπτέμβρη απροειδοποίητα και έμεναν μαζί μας καμιά δεκαριά μέρες. Εμείς ήμασταν ήδη στο σχολείο και περνούσαμε το διάλειμμα μέσα στους διαδρόμους κάνοντας ζαβολιές. Τελειώνοντας την ημέρα, ο πατερούλης ερχόνταν και μας περίμενε με τα αδιάβροχά μας για να μας προστατεύσει από τη βροχή. Πηγαίναμε στο σπίτι ντυμένοι στα καρό μας αδιάβροχα και έχοντας τυλίξει τις υπάρξεις μας κάτω από τη μεγάλη ομπρέλα του πατερούλη.

Εκείνα τα χρόνια λίγα παιδιά είχαν το προνόμιο να ζούν τη βροχή σαν ένα χαρούμενο γεγονός. Λίγα παιδιά τα περίμεναν οι γονείς τους με τα αδιάβροχα και τις ομπρέλες και εγώ ένιωθα μια τεράστια υπερηφάνεια γιατί αντιλαμβανόμουν από νεαρότατη ηλικία την ιδιαίτερη θέση που είχαμε ως παιδιά στην καρδιά των γονιών μας. Ήμασταν το κέντρο του σύμπαντος κόσμου τους και αυτό το αισθανόμασταν βαθειά μέσα μας και το απολαμβάναμε σε διάφορες μορφές της ζωής, μα ιδιαίτερα όταν ερχόνταν η βροχή.

Μετά ξανακάθιζε ο ήλιος στην πόλη και όλα ξεχνιόνταν σα να μην είχε περάσει η υγρή επέλαση της βροχής. Ωσπου έφτανε ο Νοέμβρης και τότε άρχιζαν οι αργές βροχές των 40 ημερών. Και ο πατερούλης ξυπνούσε από τις 4 τα χαράματα να πάει στα Σαραντάρια κι εγώ άκουγα τα αστραπόβροντα και φοβόμουν. Τότε τη μισούσα τη βροχή γιατί δεν έλεγε να φύγει από την πόλη και ο πατερούλης επέστρεφε από την εκκλησία πάντα βρεγμένος και άλλαζε αμέσως ρούχα και ξάπλωνε να κοιμηθεί για να αναπληρώσει τον ύπνο του όρθρου.

Τότε η βροχή γινόταν εφιάλτης γιατί τα πόδια μας ήταν διαρκώς μουσκεμένα έστω και μέσα στις δερμάτινες μπότες. Τότε δεν μου έκανε κέφι να κρατώ την ομπρέλα μου και το αδιάβροχο μου φαινόταν αδύναμο να συγκρατήσει την ανελέητη συνεχή επιθετική υδάτινη επέλαση. Άλλωστε όλοι κυκλοφορούσαν με ομπρέλες στην αγορά γιατί το καλούσαν οι συνθήκες. Τότε προσευχόμουν να έρθει πάλι ο ήλιος να πάμε καμιά σχολική εκδρομή!

 

 

Tuesday, August 15, 2023

Μαρία, Μαρία, Μαρία!

 


Μαρία, Μαρία, Μαρία!

Της Παναγιάς είναι η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή του χρόνου μετά το Πάσχα στην πατρίδα μας. Γιορτάζει η μισή Ελλάδα που έχει το όνομα της Παναγιάς και τα απότοκά του.Κι όμως αυτή είναι ημέρα πένθους καθώς η εκκλησία μας μνημονεύει την Κοίμηση της Θεοτόκου.

Στη ζωή μας το Δεκαπενταύγουστο έπαιζε το σπουδαιότερο ρόλο μετά τη γιορτή του πατέρα στις 6 Δεκεμβρίου, λες και οι γονείς μοίρασαν τις γιορτές στα δύο , ο πατέρας χειμώνα και η μάνα στην καρδιά του καλοκαιριού.

Μαρία, πρεσβυτέρα Μαρία, Μαριγούλα, γιόρταζε η μανούλα και ατραποβολούσε το σπίτι από καθαριότητα, από καλοκαίρι και από λουλούδια που της έφερνε ο πατέρας για να την γιορτάσει. Κι εκείνη ανάμεσα στα καθήκοντά της ως πρεσβυτέρας με τις καθημερινές παρουσίες της στις παρακλήσεις, τον εσπερινό και την εορταστική λειτουργία, εύρισκε χρόνο να προετοιμάσει τα μεγάλα γιορτινά τραπέζια της.

Ναι ανήμερα της Παναγιάς στρωνόταν το μεγάλο επίσημο τραπέζι για τη γιορτή της και συνέρρεαν συγγενείς και φίλοι να συμμετάσχουν στη χαρά της οικογένειας, που γιόρταζε τη μητέρα, τη μάνα, την παπαδιά, την γενναιόδωρη γυναίκα που μοίραζε απλόχερα την αγάπη της σε όλους.

Η μαμά ντρεπόταν που έκανε αυτή τη μεγάλη γιορτή προς τιμήν του ονόματός της αλλά ήθελε να χωρέσει όλους τους παραθεριστές στο μεγάλο τραπέζι της ανοιχτοσύνης της. Κι έφτιαχνε διάφορα εδέσματα, δοκίμαζε νέες συνταγές για τα πρώτα αλλά πάντα το κύριο πιάτο της ήταν κοκκινιστικό κρέας με μακαρονάδα. Μοσχοβολούσε η γειτονιά από το μοσχοκάρυδο , γαρύφαλλο και κανέλλα που έβαζε στην πλούσια σάλτσα της , ενώ το βούτυρο έπαιρνε τους ουρανούς καθώς έκαιγε τα μεγάλα μακαρόνια της συνταγής της. Η μαμά χρησιμοποιούσε τα μακαρόνια του παστίτσιου για να τρυπώνει η σάλτσα ανάμεσά σους και να γίνονται τόσο νόστιμα που ήθελες να είχες ένα τεράστιο στομάχι για να τα χωρέσεις.

Η μαμά σερβίριζε τις μακαρονάδες στην κουζίνα της σκουπίζοντας προσεκτικά τα πιάτα από τις σάλτσες κι εγώ με την Κωσνταντίνα σερβίραμε τους πάνω από είκοσι καλεσμένους μας φορώντας τα καλά φουστάνια μας. ¨Ημασταν ευτυχισμένες που μπορούσαμε να βοηθήσουμε σε εκείνο το καλοκαιρινό τραπέζι της ξενοιασιάς και της απρόσκοπτης ευτυχίας.

Κι αφού τρώγαμε υψώνοντας τα ποτήρια στο όνομά της ,εμείς τα κορίτσια μαζεύαμε τα πιάτα και τα στριμώχναμε στο μικρό νεροχύτη της κουζίνας που δεν πίστευες ποτέ πως θα χωρούσε τόση αγάπη και τόσα πιάτα. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να βγάλω αυτή την μαθηματική πράξη αλλά έτσι ήταν. Μικρή κουζίνα , μεγάλη αγάπη, τεράστια, μια αγκαλιά για όλους. Και ύστερα έβγαινε το υπέροχο γαλακτομπούρεκό της αυτό που έκανε τη γειτονιά να λιγώνεται με το άρωμά του την προηγούμενη μέρα της παρασκευής του και την ημέρα της γιορτής της.

‘Επειτα ένα καλοκαίρι, εκείνο του 2004,  η  Πεταλούδα αρρώστησε ανεπιστρεπτί και βρεθήκαμε όλοι στην Αθήνα της συμπίεσης να έχουμε ξεχάσει πως γιόρταζε η μανούλα. Εκείνη η πρσβυτέρα προσποιήθηκε πως δεν υπήρχε το Δεπανταύγουστο καθώς ξημεροβραδιαζόταν στο νοσοκομείο όπου η μικρή έκανε χημειοθεραπείες ή μεταγγίσεις.Τα μάτια της είχαν γίνει δεξαμενή δακρύων. Το καταπράσινο βλέμμα της είχε θολώσει από τον αδήρητο πόνο της.

Από τότε η μαμά δεν γιόρταζε ποτέ το όνομά της. Της φαινόταν εφιαλτική αυτή η γιορτή της κι όλο μου έλεγε για τον πόνο της απώλειας του παιδιού της, που ήταν αγιάτρευτος, οξύτατος, διαρκώς παρών. Κι όλο περισσότερο ταυτιζόταν με τη Θεομήτορα που βίωσε τα μαρτύρια και τη σταύρωση του Μονογενούς Υιού της. Η μαμά μου έκλαιγε πιό γοερά την ημέρα της Παναγιάς γιατί ήξερε πως ο πόνος της Πεταλούδας ακύρωνε κάθε στιγμή γιορτής.

Η μανούλα λάτρευε αυτούς τους ειρμούς στην Παράκληση όταν ήταν ευτυχισμένη και γιόρταζε της Παναγιάς:

Έμπλησον, Αγνή, ευφροσύνης την καρδίαν μου, * την σην ακήρατον διδούσα χαράν, * της ευφροσύνης, * η γεννήσασα τον αίτιον.

Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.

Λύτρωσαι ημάς, εκ κινδύνων, Θεοτόκε Αγνή,* η αιωνίαν τεκούσα λύτρωσιν, * και την ειρήνην, * την πάντα νουν υπερέχουσαν.

Δόξα Πατρί…

Λύσον την αχλύν, των πταισμάτων μου, Θεόνυμφε, * τω φωτισμώ της σης λαμπρότητος, * η φως τεκούσα, * το θείον και προαιώνιον.

Και νυν και αεί…

Ίασαι Αγνή, των παθών μου την ασθένειαν, * επισκοπής σου αξιώσασα, * και την υγείαν, * τη πρεσβεία σου παράσχου μοι.

Κι όταν έχασε το παιδί της η μαμά σιγόψελνε άλλους ειρμούς, αυτούς της απελπισίας:

Των παθών μου τον τάραχον, * η τον κυβερνήτην τεκούσα Κύριον, * και τον κλύδωνα κατεύνασον, * των εμών πταισμάτων, Θεονύμφευτε.

Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.

Ευσπλαγχνίας την άβυσσον, * επικαλουμένω της σης παράσχου μοι, * η τον εύσπλαγχνον κυήσασα, * και Σωτήρα πάντων, των υμνούντων σε.

Δόξα Πατρί…

Απολαύοντες, Πάναγνε, * των σων δωρημάτων ευχαριστήριον, * αναμέλπομεν εφύμνιον, * οι γινώσκοντες σε Θεομήτορα.

Και νυν και αεί…

Οι ελπίδα και στήριγμα, * και της σωτηρίας τείχος ακράδαντον, * κεκτημένοι σε, Πανύμνητε,* δυσχερείας πάσης, εκλυτρούμεθα.

Εμείς τη γιορτάζουμε σήμερα τη μαμά, γιατί της άξιζαν οι γιορτές.

 Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

 

Wednesday, August 2, 2023

Στον Αλαφροϊσκιωτο Κήπο η Αλαφροϊσκιωτη Καρέκλα της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού!

 


Στον Αλαφροϊσκιωτο Κήπο η Αλαφροϊσκιωτη Καρέκλα της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού!

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του αλαφροϊσκιωτου ποιητού ακούσαμε  τα όσα αποκρυπτογραφήθηκαν από την τελευταία ποιητική συλλογή της Δρος Βιβής Κοψιδά-Βρεττού.

«Αλαφροϊσκιωτη Καρέκλα» ο αινιγματικός τίτλος του βιβλίου που έχει την υπογραφή των εκδόσεων Βακχικόν.

Τη Δευτέρα το βράδτ λοιπόν με την ολόγιομη σελήνη, όπου οι σκέψεις θεριεύουν, αγριεύουν, επιτίθενται και οπισθοχωρούν... επειδή τέτοια ήταν η βραδιά των ίσκιων και των ξωτικών, ακούσαμε για εκείνη την καρέκλα που δεν βολεύει και δεν βολεύεται...Για εκείνη την καρέκλα που αντιστέκεται και αναρρωτιέται μέσα στις θολές στιγμές των καιρών μας για όσα άναρχα και αναπάντεχα συμβαίνουν γύρω μας.

Ακούσαμε για την εμπνευσμένη ποιήτρια, την πολυτάλαντη λογοτέχνιδα, την πρόεδρο των Φιλολόγων, την πνευματικά αεικίνητη Βιβή Κοψιδά-Βρεττού που γενναιόδωρα χαρίζει στη μικρή πατρίδα μας το αστείρευτο ταλέντο της σε όλες τις μορφές του λόγου:

Δοκίμιο,πεζό, ποίηση, κριτική, έρευνα, λαογραφία, παιδαγωγική είναι οι χώροι που εκείνη ακούραστα ξοδιάζει τις νύχτες της χαρίζοντας σε μας όλους τη δική της βαθειά ματιά των έργων και των λόγων...

Κι ενώ αχνοξημερώνει η δρ. Βιβή Κοψιδά-Βρεττού μετά από ένα παγωτό στο Μποσκέτο τα καλοκαίρια και ένα ζεστό τσάι το χειμώνα,ακόμη κάθεται σκυφτή στα γραπτά της σαν άλλη Πυθία, όπως καθομολογεί. Και πετάγονται τα υπαρξιακά ερωτήματα μέσα της και γίνονται ποίηση... ποίηση αλαφροίσκιωτη, ποίηση «ηλεκτρική, νευρική, αγχώδης, ακατάσταστη»,

Η καρέκλα είναι αλαφροϊσκιωτη γιατί σ΄αυτήν ακούμπησε την ύπαρξή του ένα ολόκερό χειμώνα μετά το ατύχημά του ο άντρας της και συνοδοιπόρος της ζωής της ο Δρ. Σπύρος Βρεττός, ο καθηγητής μας, ο ταλαντούχος, ο μοναδικός αφηγητής της ιστορίας των τόπων και των χρόνων.

Γι αυτό η Αλαφροίσκιωτη Καρέκλα είναι του Σπύρου δικαιωματικά!

Η καρέκλα η χαρά σου, η ευτυχία σου.

Η καρέκλα το δάκρυ σου.

Η καρέκλα το γέλιο σου.

Η καρέκλα η ιστορία σου.

Η καρέκλα η ιστορία τους...

Δικαιωματικά!

Εκπληκτικά ερμήνευσαν ποιήματα της «Αλαφροϊσκιωτης Καρέκλας» ο εξαιρετικός ηθοποιός Δημήτρης Βερύκιος και η πολυτάλαντη Μαίρη Αλεξιάδου.

Πρώτος ομιλητής ήταν         ο δόκτωρ της Φιλολογίας και βιβλιοκριτικός Κοσμάς Κοψάρης, ο οποίος με μαεστρία και σε βάθος ανέλυσε κάθε πτυχή του έργου.Η ενότητα έκλεισε με μουσικό βίντεο  του Λουΐτζι Μποκερίνι  Il tamburo dei soldati.

Δεύτερη ομιλήτρια η φιλόλογος Μιράντα Κουνιάκη-Κορδελλίδου, η οποία έκανε  συγκριτική αναφορά της «Αλαφροϊσκιωτης Καρέκλας» με λογοτεχνικά ευρήματα από το βάθος των αιώνων και τις χώρες του κόσμου. Η ενότητα ολοκληρώθηκε με μουσική του Μποροντίν: Notturno

Η αρχιτέκτονας Έλενα Νίκα,ως εκ του επαγγέλματός της, επικεντρώθηκε στην καρέκλα τονίζοντας με χιούμορ όσα εισέπραξε από την ποίηση της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού και αλαφρύνοντας την ατμόσφαιρα με την προέγγισή της.

Η δρ. Βιβή Κοψιδά –Βρεττού μίλησε εμπνευσμένα εκτός κειμένου για το αδιέξοδο του ποιητή, επικοινωνώντας με το κοινό την ώρα που η κουρασμένη καρέκλα της αποτέλεσε έμπνευση για να γράψει αυτή την ενότητα των ποιημάτων, που ήρθαν σαν χείμαρρος να τη σαρρώσουν... αποτελώντας την συλλογή της «Αλαφροϊσκιωτης Καρέκλας».

Η παρουσίαση ολοκληρώθηκε με μουσική του Arcangelo Corelli  Concerti  Grossi, Op. 6

Ήταν μια βραδυά με ένα αγαπητικό ακροατήριο που έστελνε κύματα αποδοχής και σεβασμού στην πολυσχιδή λογοτέχνιδα, μια βραδυά όπου έλαμψε η ποίηση και η ποιητικότητα κάτω από το διάχυτο φώς της πανσελήνου.

Ένα θερμό χαιρετισμό απηύθυνε ως φίλη εκ μέρους του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας η έφορος εικαστικών Φρόσω Φίλιππα, ενώ παρουσία στην εκδήλωση έδωσαν ο δήμαρχος Λευκάδας Χαράλαμπος Καλός, ο αντιπεριφερειάρχης Ανδρέας Κτενάς, ο πρώην βουλευτής Λευκάδας Ξενοφών Βεργίνης, οι πρώην δήμαρχοι Λευκάδας Πάνος Σκληρός και Κώστας Δρακονταειδής καθώς και ο επίτιμος πρόξενος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου Ιωάννης Βεργίνης.