ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Sunday, September 30, 2012

Η Μικροπολιτική της Νέας Ηγεσίας των ΜΜΕ!


Η πολιτική ζωή του τόπου είναι ένας αχταρμάς συνεχιζόμενων καθυστερήσεων σε ζωτικές αποφάσεις για τις περικοπές των εξόδων στη δημόσια διοίκηση. Η κυβέρνηση συνεργασίας είναι μια αγκυλωμένη τριανδρία, που δε μπορεί να συμφωνήσει στα αυτονόητα ελάχιστα, που θα κάνουν την οικονομία να εκκινήσει επιτέλους μετά από τόσα χρόνια ύφεσης.

 
Αντίθετα η εν λόγω κυβέρνηση στοχοποιεί τους μισθούς και τις συντάξεις των καταδικασμένων Ελλήνων αυξάνοντας τους φόρους και τις κάθε είδους επιβαρύνσεις, την ώρα που έτσι κι αλλοιώς τα καύσιμα και άλλα διεθνή μεταλλεύματα έχουν ανοδική πορεία οδηγώντας τον τιμάριθμο σε εξωφρενικά ύψη.

 
Η ειρωνία είναι ότι μέσα στον ορυμαγδό της ύφεσης και του κινδύνου να εκτραπούμε από την ευρωζώνη,  η κυβέρνηση προσπαθεί να προωθήσει τη μικροπολιτική της ατζέντα στις θέσεις, που θεωρεί ότι θα πάιξουν ρόλο σε τυχόν επόμενες εκλογές. Ετσι, συνωστίζει τα στελέχη της στην τραγική ΕΡΤ, προσπαθώντας να βολέψει ημετέρους σε διευθυντικές θέσεις, επιβαρύνοντας έτσι τον κρατικό προύπολογισμό.

 
Την ίδια τακτική ακολουθεί και με το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η εν λόγω κυβέρνηση χρησιμοποιεί κάθε αθέμιτο μέσον προκειμένου να εξωθήσει τον πρόεδρο και διευθυντή κ. Ηλία Μάτσικα σε παραίτηση για να εγκαταστήσει ημέτερο στέλεχος, που θα πάρει τον διευθυντικό μισθό και ταυτόχρονα θα εξυπηρετήσει τη μικροπολιτική προοπτική της καθημερινής αστειότητας.

 
Ο κ. Ηλίας Μάτσικας κατά τη διετή θητεία του έχει αναδιαρθρώσει διοικητικά και δημοσιογραφικά το ΑΜΠΕ παρότι η συγκυρία (ευτυχώς!) δεν του επέτρεψε να κάνει νέες προσλήψεις. Εχει δώσει παρασκηνιακούς αγώνες για να αποσυνδέσει το μισθολόγιο των δημοσιογράφων από το δημοσιοϋπαλληλικό ενιαίο μισθολόγιο, έχει προσπαθήσει να επαναφέρει το ΑΜΠΕ στην πρότερη μορφή της αυτονομίας του (δεν τα κατάφερε όμως). Ο σημερινός διευθυντής του ΑΜΠΕ πάλεψε με νύχια και με δόντια να κρατήσει το εθνικό πρακτορείο την ώρα που λυσσομανούσε γύρω του η προοπτική να σφραγιστεί με την πολιτική ξεπουλήματος εκ μέρους των εταίρων.

 
Γνωρίζω τη δράση του προσωπικά, καθώς δουλέψαμε παρασκηνιακά για να κρατήσουμε το ΑΜΠΕ την ώρα, που η ΤΡΟΙΚΑ δεν τόβρισκε συμφερτικό για τον προϋπολογισμό του κράτους. Στην πραγματικότητα η ΤΡΟΙΚΑ θέλει να απογυμνώσει την Ελλάδα από οποιαδήποτε δική της πολιτική φωνή στο εξωτερικό, καθώς επιθυμεί το προτεκτοράτο της, η Ελλάδα,  να είναι αντικείμενο χλευασμού και παραπληροφόρησης των ξένων διεθνών πρακτορείων. Αλλοιώς, δεν θα έκανε εισήγηση να καταργηθεί η επίσημη φωνή της χώρας, που κοστίζει στον κρατικό προϋπολογισμό τα ελάχιστα 7  εκατομμύρια ευρώ!!!

 
Ωστόσο, ο κ. Ηλίας Μάτσικας φαίνεται ότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ολιγαρχίας, μάλλον στέκεται εμπόδιο στην ισοπέδωση του ΑΜΠΕ.

 
Ετσι με μια νέα τροπολογία (που θα την περάσουν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος) η κυβερνητική τριαρχία προσπαθεί να καταργήσει τη θέση του διευθυντού/ προέδρου του ΑΜΠΕ προκειμένου να φωτογραφίσει την απόλυσή του κ. Ηλία Μάτσικα, μεθοδεύοντας ταυτόχρονα την απαξίωση και διάλυση του εθνικού πρακτορείου.

 
Επειδή καθημερινά στο εξωτερικό δίνουμε μάχες για να αναστρέψουμε την κάκιστη εικόνα για την πατρίδα μας...

 
Επειδή έχω συνειδητοποιήσει πλήρως ότι το Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, είναι η μόνη φωνή της χώρας στο εξωτερικό (με τις μεταφρασμένες σε διάφορες γλώσσες ελληνικές ειδήσεις) και την έντιμη εν πολλοίς δημοσιογραφία...

 
Επειδή πάνω από δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια είμαι μια Ελληνίδα που μαζί  με όλες τις ελληνογενείς οντότητες δίνουμε μάχες για  να διασώσουμε την αξιοπρέπεια της χώρας μας στη Βόρεια Αμερική...

 
Εγκαλώ τη νέα ηγεσία του υπουργείου τύπου για κατάχρηση εξουσίας σχετικά με το ΑΜΠΕ και ζητώ δημόσια να σταματήσει το παιχνίδι διάλυσης του πρακτορείου , προκειμένου να ενταχθεί στην ελάχιστα χρήσιμη ΕΡΤ.

 
Ζητώ να τελειώσουν οι μεθοδεύσεις για την απόλυση του κ. Ηλία Μάτσικα , που θα οδηγήσουν στην αποσύνθεση και απαξίωση του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων της Ελλάδας.

 
Εδώ και τώρα ας τελειώσουν οι εκβιασμοί και οι αθλιότητες της νέας ηγεσίας των ΜΜΕ,  που αναπόδραστα και αναμφίβολα θα οδηγήσουν στην αποσύνθεση του ΑΜΠΕ, του μοναδικού ενημερωτικού εργαλείου της επίσημης ελληνικής πολιτείας στο εξωτερικό!!!

 

ΥΓ. Αυτό το κείμενο γράφτηκε μετά λόγου γνώσεως, όχι για να διασωθεί η θέση του κ. Ηλία Μάτσικα αλλά για καταγγελθεί η μεθόδευση εναντίον του ΑΜΠΕ.

 

 

 

Monday, September 24, 2012

Καλό ταξίδι δάσκαλε



Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 
Η κυρ Γιάννης ο δάσκαλος με την κυρία Μαρία τη δασκάλα αρραβωνιασμένοι απολαμβάνουν τα όνειρα για την κοινή ζωή τους

Την προηγούμενη εβδομάδα έφυγε ο κυρ-Γιάννης ο Σπηλιάς, ο δάσκαλος, ο άνθρωπος, ο οικογενειακός φίλος. Εφυγε αθόρυβα όπως έζησε τη γεμάτη αγάπη ζωή του, αποκόπτοντας κι άλλο μεγάλο κομμάτι από τις ρίζες μας. Καθώς η Φιλαρμονική Λευκάδας τον συνόδευε στο ναό της παναγίας των Ξένων υπό τους ήχους των πένθιμων εμβατηρίων, η καρδιά μου λύγισε, πετάρισε, τραντάχτηκε από τις αβάσταχτες αναμνήσεις των θανάτων.

 
Ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος ήταν ο πατέρας της αδελφικής φίλης μου Αγγελικής Σπηλιά, της πολυαγαπημένης μου παιδικής συνοδοιπόρου. Τον γνώρισα στα 15 μου χρόνια ως πατέρα της εκλεκτής μου Αγγελικής΄και μέχρι την τελευταία παρουσίαση του βιβλίου μου έδωσε το αγαπητικό παρόν του.

 
Οταν ήμασταν παιδιά ο κυρ-Γιάννης με εντυπωσίαζε με τα γαλανά ολοκάθαρα μάτια του, που έμοιαζαν της θάλασσας. Μου προκαλούσε πραγματικά έκπληξη το γεγονός ότι ο δάσκαλος από το Θύριον και η αδελφή του η Ανθούλα είχαν αυτά τα μπλέ μάτια, παρότι γεννήθηκαν στην ορεινή Αιτωολοακαρνανία. Βλέπεις, πίστευα τότε ότι τα χρώματα των ανθρώπων συμβάδιζαν με τον τόπο της καταγωγής τους. Κι όμως ο κυρ-Γιάννης ήταν καμωμένος από αιθέρια ομορφιά, σπάνια στους κακοτράχαλους τόπους της περιοχής του. Αυτή την ομορφιά αγάπησε η κυρία Μαρία Ματαφιά και τον παντρεύτηκε μένοντας στο Θύριον γιά δύο δεκαετίες περίπου.

 
Ο κυρ-Γιάννης τα καλοκαίρια μας φόρτωνε στο περίφημο αυτοκίνητό του“Dacia»  κάθε μέρα και μας πήγαινε στην παραλία του Κάστρου να κολυμπήσουμε την Αγγελική, τον Κώστα και το Σπύρο του. Αθόρυβος και ευγενικός, ποτέ δεν ανακευτόταν στις εφηβικές κουβέντες μας. Είχε μια καθαρή άποψη για τη σχέση του με τα παιδιά, παρότι τα είχαν αναθρέψει με τη σύζυγό του αυστηρά και με μια άκαμπτη ηθική, που μακράν απείχε της προσποίησης και της σχετικότητας. 

 
Ο κυρ-Γιάννης μας έλεγε αστειάκια όταν εμείς χαρακωμένες από την αγωνία της μελέτης για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, διαβάζαμε στο σπίτι της Αγγελικής, όπου ερχόταν ο Κώστας ο Φωτεινός για να μας παραδώσει ιδιαίτερα μαθήματα στα αρχαία ελληνικά και στα νέα. Θυμάμαι σαν τώρα εκείνα τα βράδυα με την κυρία Μαρία να ετοιμάζει τον ελληνικό καφέ γιά τον καθηγητή μας και να κερνάει εμάς τα κοριτσάκια γλυκό του κουταλιού, κυδώνι αν θυμάμαι καλά. Η γεύση του κυδωνιού πάντοτε θα μου θυμίζει το σπιτικό του κυρ-Γιάννη του Σπηλιά και της κυρίας Μαρίας Ματαφιά/ Σπηλιά. Θα μου θυμίζει την υπέροχη ανάλαφρη νεότητα, που δεν την σκίαζε τίιποτε ακόμη.

 
Τα χρόνια της φοιτητικής έξαρσης, ο κυρ Γιάννης μας παρακολουθούσε από μακριά να κάνουμε τις εξόδους μας, να φλερτάρουμε, να γελάμε, να πίνουμε καφέδες, να ζούμε κάθε στιγμή της τρέλλας μας. Και μας κερνούσε από μακριά πορτοκαλάδα με διακριτικότητα πάντοτε κι ευγένεια μοναδική. Ποτέ δεν μας υπέδειξε πώς να φερθούμε, πώς να ντυθούμε, με ποιούς να κάνουμε παρέα.

 
Ο κυρ- Γιάννης ήταν τόσο περήφανος για την Αγγελική του, που ήταν πρώτη μαθήτρια και κάλλιστο παιδί, πάντοτε με την έννοια της προσφοράς εσνωματωμένη στη φιλοσοφία της.

 
Οταν γεννήσαμε τα αγόρια μας, εκείνη το Βασιλάκη κι εγώ τον Αλεξανδρίνο, ο κυρ-Γιάννης έγινε σπουδαίος παππούς και για τους δύο. Δεν τα ξεχώριζε τα αγόρια, τα πήγαινε βόλτα και τα κερνούσε βανίλια υποβρύχιο το απόγευμα και μεζεδάκια το βράδυ κατά τους μακρείς μήνες των καλοκαιριών που τα στέλναμε στη Λευκάδα να μείνουν στους παππουδογιαγιάδες. Με την κοφτερή δασκαλίστικη γνώση του, ο δάσκαλος ασκούσε τα αγόρια στην αριθμητική ορίζοντας την εξέλιξή τους στο πεδίο της γνώσης.

 
Ο κυρ-Γιάννης έγινε αναγνώστης των μυθιστορημάτων του, διάβαζε στην κυρία Μαρία τα γραπτά μου κατά τους κρύους χειμώνες της Λευκάδας, όταν έμεναν στην πόλη για να βρίσκονται με τη Μαρία και τον μικρό απίστευτο Γιαννάκη, που έφερε το όνομά του.

 
Ο Γιάννης Σπηλιάς με το όνομα, υπήρξε σεβαστικός γιός, αγαπημένος αδελφός, πιστός Θυριώτης, βέρος Αιτωλοακαρνάν, παρότι τα τελευταία χρόνια ζούσε στη Λευκάδα στο όμορφο σπίτι που έκτισε με τη γυναίκα του για να στεγάσει την οικογένεια και τη συνέχειά της.

 Ο κυρ-Γιάννης αναχώρησε γρήγορα και σχεδόν εύκολα, πετώντας στα ουράνια με τον ανάλαφρο τρόπο που έζησε στη γή. Τον αγαπήσαμε, τον θαυμάσαμε, διδαχτήκαμε από το ήθος του.

Καλό ταξίδι δάσκαλε, θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη καθώς ζύμωσες κι εσύ ένα μέρος της ύπαρξής μας.

 

Friday, September 21, 2012

Μια ωραία πεταλούδα...


Ομορφη με βαθειά γρκιζοπράσινα μάτια σε μελαγχολία του Σεπτέμβρη. (Φωτογραφία του φίλου της Τρύφωνα Σαμαρά/ Επεξεργασία από την ξαδέλφη της Καίτη Κακαβούλη)
 

 
Στις 22 Σεπτεμβρίου του θλιβερού έτους 2004,  η αδελφή μου η Κωνσταντίνα άφησε την τελευταία της πνοή στο άπνοο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Μετά απο εννιάμηνη μάχη με τον καρκίνο, παρέδωσε τη ζωή της στη σφαίρα του αναπόδραστου κάλλους,καλλιεργώντας μας την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.

 
Θα μπορούσε να ηχεί παράλογο, που οχτώ χρόνια μετά, μνημονεύω τόσο έντονα τη φυγή της αλλά και τον ανομολόγητο πόνο της απώλειας. Αυτός ο πόνος εξακολουθεί να είναι οξύς σαν μαχαιριά στο στήθος, όπως καρφώθηκε  εκείνη την αποφράδα μέρα που είδα το φέρετρό της να γλυστράει στα έγκατα της γής συναντώντας τα χώματα και το χαος του αγνώστου. Εκεί ακριβώς πάνω από το μνήμα της απέδρασε η χαρά μου, πάγωσε το γέλιο μου, πέταξε για πάντα η ανεμελιά της νεότητας.

 
Ηταν η πρώτη φορά που βίωσα την απώλεια μέσα στα κύτταρα της δικής μου οικογένειας. Τρία αδέλφια της μητέρας μου (ο θείος παπα-Νίκος, ο θείος Αντρέας και η θειά –Παρασκευή) είχαν πεθάνει στη στροφή για τα πενήντα τους κι ένα βαρύ πέπλο πένθους σκίαζε την ευρύτερη φαμίλια. Αλλά ανέμελο κοριτσόπουλο τότε στον ανθό της νιότης μου, δεν αντιλήφθηκα το βάθος του κενού που αφήνει ο θάνατος ενός οικείου προσώπου. Δεν κατάλαβα την άβυσσο που είχε ανοιχτεί γιά τους «δικούς»  των αγαπημένων θείων.

 
Το μυαλό μου, λοιπόν, άπειρο και ακατέργαστο, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει  πώς έγινε κι η αδελφή μου εγκατέλειψε την εγκόσμια ζωή, εκείνη η πριγκηπέσσα  που ρουφούσε τις χαρές σταγόνα-σταγόνα. Πώς συνέβη και η ομορφιά της συντρίφτηκε μέσα σε εννιά μήνες από την επέλαση μιας νόσου, που πολλαπλασίαζε τρελλά τα κύτταρα καταργώντας την ισορροπία του οργανισμού.

 
Οι γιατροί στην αρχή της διάγνωσης μας είπαν ότι υπήρχε ελπίδα να αναχαιτισθεί ο καρκίνος. Κι εκείνη έδωσε την άνιση μάχη χρησιμοποιώντας όλα τα χημοθεραπευτικά κοκτέιλ, που καταστρέφουν το αίμα, διαλύοντας το ηθικό του ασθενούς.Κι όμως πολέμησε με νύχια και με δόντια για να κρατηθεί στη ζωή, με το χέρι τρυπημένο από τις βελόνες, με το σώμα κορεσμένο από φάρμακα και μεταγγίσεις.

 
Πέρασαν έξη μήνες και το θηρίο ανυποχώρητο έσπερνε τώρα τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων στους λεμφαδένες. Η Κωνσταντίνα διπλωμένη από τους πόνους στο αεροπλάνο για το Μόντρεαλ ονειρευόταν την ελπίδα. Μαζί της ονειρευόμασταν κι εμείς. Αλλά εδώ στον πολιτισμένο κόσμο της δυτικής ιατρικής οι γιατροί την καταδίκασαν: « Δυστυχώς. Η αδελφή σας έχει μόνο τρείς μήνες ζωής. Προσπαθείστε να περάσετε το τελευταίο καλοκαίρι κοντά της».

 
Ενας γιατρός είπε πως υπήρχε μια τελευταία ελπίδα με ένα νέο χημειοθεραπευτικό κοκτέιλ. Γυρίσαμε στην Ελλάδα, μπήκε στο νοσκομείο, το δοκίμασε κι αυτό με τους καλύτερους ογκολόγους στο πλευρό της. Δοκίμασε τις τελευταίες αντοχές της στα φάρμακα. Η Κωνσταντίνα  όμως είχε πάρει οριστικά το δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

 
Εκείνη ζούσε γαλήνια την αποσύνθεση του οργανισμού της και μείς την αποδόμηση του εαυτού μας. Εκείνη έχανε τη μάχη με τη ζωή κι εμείς τη μάχη με τη λογική. Ο αργός βασανιστικός δρόμος της προς το θάνατο μας άφησε βαθειές ανεπούλωτες πληγές.

 
Η μόνη μου μικρή χαρά σ’ αυτή τη διαδρομή θανάτου ήταν πως τις τελευταίες μέρες της ζωής της τις πέρασε στο δωμάτιο, που σήμερα έχει μετατραπεί σε γραφείο στο αστικό διαμέρισμα της Αθήνας. Εκεί στήθηκε το νοσοκομειακό της κρεβάτι, εκεί δεχόταν ελάχιστες επισκέψεις, καταπτοημένη από την παραδοχή πως είχε χάσει τον πόλεμο.

 
Σε μιά από τις μοναδικές στιγμές αναλαμπής της ζωντάνιας της μου είπε: «Πώς γίνεται να είμαι καθηλωμένη στο κρεβάτι; Εγώ έπρεπε να πετάω σαν πεταλούδα. Κι όταν θα βλέπεις κάποτε τις πεταλούδες να πετούν να ξέρεις πως θάμαι μιά απ΄αυτές».

 
Δεν άντεξα να τη δώ να σβήνει, έφυγα για την Κούβα να κυνηγήσω την τελευταία αυταπάτη για τη θεραπεία: το δηλητήριο του μπλέ σκορπιού, που είχε διαδώσει τότε η ανεύθυνη ελληνική δημοσιογραφία από τηλεοράσεως ότι ήταν φάρμακο για τον καρκίνο.

 
Εκεί στις θάλασσες που κολυμπούσαμε κάποτε ευτυχισμένες μας βρήκαν τα νέα πως η Κωνσταντίνα έφυγε, πως επιτέλους έγινε πεταλούδα.

 
Από τότε οι πεταλούδες με συναντούν παντού, πολύχρωμες και πλουμιστές. Τι χαιρετώ και τις ρωτώ επίμονα μην είδαν τη δική μου πεταλούδα... 

 
Ιουστίνη, Για πάντα αδελφή της Κωνσταντίνας

Monday, September 17, 2012

Πρόσκληση σε συνάντηση Ζαππείου

Ο εκδοτικός οίκος Ψυχογιός κι εγώ προσωπικά σας καλούμε στην Εκθεση Βιβλίου στο Ζάππειο, στις 23 Σεπτεμβρίου 12-2 μ.μ για την υπογραφή βιβλίων. Σας περιμένω να σας γνωρίσω από κοντά, να τα πούμε και να νιώσουμε μαζί την αύρα του Ζαππείου!!!
 
 


Thursday, September 6, 2012

Τα γενέθλια της Παναγιάς στο Σύβρο της Λευκάδας


 Οι τρείς ιερείς της οικογένειας: Από αριστερά ο θείος παπα-Νίκος (πολυαγαπημένος μου), ο παππούς ο παπα-Κώστας (ο πατριάρχης των Κακαβούληδων) και ο δικός μου πατερούλης (ξένο σώμα)
 Τα παιδιά στο πανηγυρι, πρώτος και καλύτερος ο μπαρμπα Σπυρογιάννης, πολυέραστος άνδρας της εποχής

Από τη στήλη μου Ιδιοχείρως που κυκλοφορεί σήμερα στην εφημερίδα "ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ" της  Νέας Υόρκης

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 

“Ετσι όπως τον έπαιρνε ο ύπνος γλυκά στη μεσημεριανή φθινοπωριάτικη αγκαλιά του, σα ν’άκουσε κάποιες παράξενες κουβέντες των παιδιών για το Μύλο. Για το Νερόμυλο που έθρεψε τα παιδιά του στα χρόνια της Κατοχής και που έγινε το πεδίο θανάτου της Αρίστης του. Σα ν’άκουσε πως η κυβέρνηση επιδοτούσε αναπαλαιώσεις ιστορικών μνημείων με κονδύλια της ΕΟΚ. Τού ’κάστηκε πως ο Μανώλης έκανε σχέδια να τον μετατρέψει σε παραδοσιακό καφενέ. Αλλοτε θα του φαινόταν ιεροσυλία. Τώρα όμως έχει υποχωρήσει σε όλες τις ανυποχώρητες ιδέες του. Αν είναι για το μέλλον του Μανώλη, ας γίνει ο Μύλος καφενές. Ισως να ξορκιστεί κι εκείνη η μακρινή συμφορά του θανάτου.

 

Αποκοιμήθηκε ελαφρά κι άκουγε κάτω τη φασαρία των παιδιών και των εγγονιών του καθώς μιλούσαν ακατάπαυστα σα να μη χόρταιναν κουβέντα. Πρέπει να είχε πέσει το σούρουπο, γιατί ξαφνικά μέσα στον ύπνο του άκουσε τα βιολιά. Είχε παραγγείλει στον αδερφό του το Γιώργο να έρθουν το απογευματάκι με τα όργανα να παίξουν και να τραγουδήσουν χωρίς όρια για να χορέψουν οι επίγονοί του στο δικό του τον περίβολο. Αλλη χάρη είχε η μουσική και το γλέντι στο σπίτι!

 

Κι εκεί που τους άκουγε να γλεντάνε ξέγνοιαστοι, έφερνε στο νου το λεβέντικο ζεμπέκικο του Πέτρου και του Παντελή, το αντρίκιο τσάμικο του Λεωνίδα, το λυγερό καλαματιανό της Σοφίας, τον αισθαντικό καραγκούνικο της Αθηνάς του. Κι ενοιωσε ξαφνικά πως έφευγε και πέταγε πάνω σ’ ένα λευκό πουπουλένιο σύννεφο. Τον περίμενε πέρα μακριά στο βάθος η Αρίστη, ντυμένη με το ρουμπινί της νυφικό. Εκανε να πιαστεί απ’ το κρεβάτι κι όμως το σύννεφο υψιπετούσε πέρα μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο.

 

Το κλαρίνο τρύπαγε την ατμόσφαιρα του Σεπτεμβριάτικου απόβραδου στην μεγάλη αυλή του πατρικού στο Σύβρο, ανατολίτικο, χαρούμενο και μαζί παραπονιάρικο... Κι εκείνος που πετούσε πάνω σ’ένα σύννεφο φώναζε δυνατά από ψηλά για να τον ακούσει ο πρώτος εγγονός του, ο Κωστάκης: «Μια ζωή με βασάνιζε η απορία σου. Και μόνο μια στιγμή μου φτάνει για να σου πω: Πως ναί. Πετάει το σύννεφο! Πετάει!»

 

Αυτό είναι το τέλος από το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο «Πετάει , πετάει το σύννεφο». Είναι το αποκορύφωμα της ζωής του μητρικού παππού μου παπα-Κώστα Κακαβούλη, ο οποίος έκτισε με τη βοήθεια των συγχωριανών του το ναό της Παναγίας στο Σύβρο. Πρόκειται για μια εκκλησία βυζαντινού ρυθμού, η οποία γιορτάζει την ημέρα των γενεθλίων της Παναγίας , τουτέστιν στις 8 Σεπτέμβρη.

 

Οι αναμνήσεις χτυπούν την πόρτα μου φέτος κι έτσι θέλω να καταγράψω αυτή τη κορυφαία συνεύρευση της οικογένειας των Κακαβούληδων σε ένα τριήμερο χαράς, ανεμελιάς και ευτυχίας.

 

Ο παππούς ο παπα-Κώστας από μήνες σχεδίαζε τη μαγική συνεύρεση των παιδιών και εγγονιών του (5 αγόρια, 3 κορίτσια, 5 νύφες και 3 γαμπροί, 23 εγγόνια)  στο σπίτι του Μπαγανάτου στο Σύβρο.

 

Η μητέρα μου και ο πατέρας μου από την προπαραμονή μας πήγαιναν στο χωριό, όπου άρχισαν να στρώνονται οι πρώτες στρωματσάδες.Ολα τα παιδιά το ένα πλάι στο άλλο θα κοιμάμασταν πάνω σε χοντρά σκουτιά ντυμένα με πεντακάθαρα σεντόνια. Εγώ επέμενα να κοιμάμαι στο κρεβάτι με τη μαμά μου κι έτσι γινόμουν ο μικρός παρίας των ξαδελφιών μου.

 

 Την άλλη μέρα κατέφθανε με το ταξί η οικογένεια του θείου παπα-Νίκου κι έτσι άρχιζαν οι πρώτες χαρές. Παιχνίδια, τρεχάκια, πλατσουρίσματα στα νερά του ρυακιού που κατρακυλούσε με βία γεμίζοντας τα όνειρά μας με φαντάσματα.

 

Σε λίγο έσκαγε μύτη και η οικογένεια της θειάς Παρασκευής, αδελφής της μητερας, που ερχόταν για λίγο μόνο από το Μαραντοχώρι με τα τέσσερα παιδιά της. Επειδή το χωριό τους ήταν μόνο λίγα χιλιόμετρα πιό πέρα θα έμεναν μετά βίας ένα βράδυ για το πανηγύρι, καθώς δεν ήθελαν να φορτώσουν το ήδη φορτωμενο από ανθρώπους σπίτι .

 

Η μητέρα μου και η οικοδέσποινα θεία Βγένα, η θειά Παρασκευή έκοβαν από την παραμονή σαλάτες κι ετοίμαζαν τα προπαρασκευαστικά της μεγάλης τάβολας, που θα στρωνόταν ανήμερα της Παναγιάς μετά την εκκλησία.

 

Ο θείος Αντρέας με τη θεία Ευανθία και τα παιδιά τους είχαν καταφθάσει  κι εκείνοι κάποιες μέρες πρίν κι έτσι οι τέσσερις οικογένειες στριμωχνόμασταν με χαρά στο μεγάλο ευρύχωρο καινούριο σπίτι του θείου Μήτσου. Η γιαγιά Κατερίνα καμάρωνε εμάς τα βλαστάρια και προπάντων τον αδελφό μου που ίππευε τα άλογα του σπιτιού κι έτρωγε τα γεύματά του εποχούμενος !!!

 

Ανήμερα, φορούσαμε όλα τα παιδιά τα καλά μας και οδεύαμε στην εκκλησιά της Παναγιάς. Οι μαμάδες έμεναν στο σπίτι, για να μαγειρέψουν τη σούπα αυγολέιμονο (για πρώτο) και να ψήσουν τον αμνό στο φούρνο (για το κυρίως γλέντι). Μου άρεσε να περιφέρω  το βλέμμα μου στους συγχωριανούς της μητέρας μου και να φτιάχνω φανταστικές ιστορίες μέσα μου για όσα συνέβαιναν στο χωριό κατά τα παιδικά τους χρόνια.

 

Ο παππούς λειτουργούσε και η  στεντορεία φωνή του ξεχυνόταν στους κάμπους και τα λαγκάδια ορίζοντας την ομορφιά του τόπου. Η γλυκειά φωνή του θείου παπα-Νίκου και η κοντράλτα φωνή του πατερούλη μου ηχούσαν πλάγιες δέυτερες μπροστά στο εύρος της ψαλμωδίας του παπα-Κώστα.

 

Η λειτουργία τελείωνε κι εμείς ορμούσαμε για αντίδωρο. Οι συγχωριανοί μας χαιρετούσαν με αληθινή οικειότητα κι ας μην γνωριζόμασταν. Αφού ήμασταν τα παιδιά της Μαριώς, του Αντρέα, του Νίκου, του Μήτσου, της Παρασκευής,  ήμασταν καλοδεχούμενα και αγαπημένα στο χωριό. Εγώ σκούπιζα τα μαγουλάκια από τα σβουρηχτά φιλιά που με κατέκλυζαν... Ημουν η σιχασιάρα της οικογένειας.

 

Φτάναμε στο σπίτι, τρέχαμε να ξεφορτωθούμε τα καλά μας για να αλωνίσουμε πάλι στις αυλές με τα χώματα, να βραχούμε στα άπλετα νερά της πηγής. Οι μητέρες έστρωναν το τεράστιο τραπέζι με τα λευκά μυρωδάτα υφαντά τραπεζομάντηλα. Πιάτα χοντρά χωριάτικα, μαχαιροπήρουνα και υφαντές λευκές πετσέτες. Πρώτα κατεφθανε η πηχτή σούπα αυγολέιμονο. Τα παιδιά δεν την τρώγαμε, ήταν φαγητό των μεγάλων. Υστερα ερχόνταν οι πράσινες μυρωδάτες σαλάτες με το φρέσκο κρεμμυδάκι από τον κήπο και τον άνιθο να σπάζει μύτες. Και στο τέλος το γεύμα κορυφωνόταν με το ψητό αρνάκι του φούρνου συνοδευόμενο με  λεμονάτες πατάτες. Νομίζω ότι ακόμη έχω τη μυρωδιά αυτής της γιορτινής ατμόσφαιρας του Σύβρου, μια μυρωδιά φαγητού κι ευωχίας.

 

Το μεσημέρι ο παππούς έπεφτε για ύπνο κι εμείς η στρατιά των παιδιών έπρεπε να σιωπήσουμε. Οι ατίθασσες υπάρξεις μας οι γεμάτες ζωνάνια δεν άντεχαν την ησυχία του Σεπτμεβριάτικου απομεσήμερου. Δραπετεύαμε εδώ κι εκεί, τρέχαμε, κάναμε τόση φασαρία, που νευριάζαμε τους αποκαμωμένους απ΄το τραπέζι του πανηγυριού μεγάλους. Αλλά εμείς περνούσαμε παραδεισένια.

 

Το απόγευμα κατέπλεε η οικογένεια της θειάς Φροσύνης, της μεγάλης αδελφής της μητέρας μου, που ζούσε στη Βασιλική. Ερχόταν πάνω σε BMW μηχανή με έξτρα κάθισμα στο πλάι για τα παιδιά. Βλέπεις ο θείος Μήτσος ήταν αιώνιος νέος, οδηγούσε μηχανή μεγάλων κυβικών κι εμείς τα ανήξερα παιδιά τρίβαμε τα μάτια μας θαυμάζοντας την οικογένεια που ξεπρόβαλε με άνεση από την Μπεμβάρα. Η θειά Φροσύνη ομορφότερη από ποτέ με το λευκαδίτικο φουστάνι της να ανεμίζει ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση της παιδικής μου ύπαρξης. Ηταν τόσο όμορφη και αριστοκρατική που μου έκοβε την ανάσα. Η ωραιοτέρα όλων των θυγατέρων και νυφών του παπα-Κώστα. Αλαβάστρινη, γοητευτική, νοικοκυρά μέχρι το τέλος της ζωής της. Η λατρεμένη μου θεία!

 

Το απόγευμα από την αυλή του Μπαγανάτου περνούσαν για τα χαιρετίσματα και τις ευχές όλες οι αρχές του τόπου. Εμείς τα κοριτσάκια οφείλαμε να κάνουμε πάυση παιχνιδιού για να σερβίρουμε βανίλια-υποβρύχιο ή γλυκό σταφύλι τον πρόεδρο, τον ενωματάρχη, τον αγροφύλακα, το δάσκαλο που μας τιμούσαν με τις επισκέψεις τους. Μισούσα αυτές τις στγμές, που όμως γινόνταν υποχρεωτικές προπάντων για τις μεγαλύτερες ξαδέλφες μου, τη Ντίνα και τη Μαρία.

 

 

Καθώς έπεφτε το σούρουπο,  από την αγορά ερχόταν ο ήχος των τοπικών μουσικών, που πρόβαραν τα όργανά τους και τις φωνές τους στα πρωτόγονα μικρόφωνα της εποχής. Ενα-δύο , ένα-δύο ήταν οι επαναλαμβανόμενες πρόβες των οργανοπαιχτών κι εμείς ονειρευόμασταν την ώρα και τη στιγμή που θα πηγαίναμε στα βιολιά να γλεντήσουμε με τους μεγάλους.

 

Φυσικά, μετά τις 9 το βράδυ κατηφορίζαμε όλη η μεγάλη κι ευτυχισμένη οικογένεια του παπα-Κώστα (πλήν του ιδίου και των άλλων δύο ιερέων) προς την αγορά του Σύβρου, που μύριζε μαλλί της γριάς με κοψίδια ανακατεμένα. Ο καφενάρχης μας είχε κρατήσει τραπέζι- εννοείται- γιατί ο θείος-Μήτσος , μέγας παράγων του χωριού, τα είχε φροντίσει όλα με μαεστρία. Απλωνόμασταν σε 30 και βάλε πλαστικές καρέκλες, φτιαγμένες από γύφτους με πλαστικά καλώδια σε διάφορα χρώματα. Εγώ περίμενα να έρθει το ψητό στη λαδόκολα να το δοκιμάσω. Παρότι ήμουν ολιγόφαγη και περιώνυμη μίζερη στο τρώγειν, η νοστιμιά αυτών των κοψιδιών με έκανε να λιγοθυμάω από προσμονή.

 

Τα όργανα άρχισαν να παίζουν δυνατά εκκωφαντικά τραγούδια που δεν έλεγαν τίποτε στα αυτάκια μας. Αλλά οι μεγάλες παρέες άρχισαν τώρα να σηκώνονται και να χορεύουν ομαδικά στην τσιμεντένια αυτοσχέδια πίστα. Ο Τσουρούφλης έπαιζε το κλαρίνο του μαγικά, εγώ (παρότι δεν μου άρεσε η δημοτική μουσική εκείνη την εποχή) ριγούσα από δέος. Μέσα στο παιδικό μου μυαλουδάκι καταλάβαινα πως τούτη η ανοίκεια μουσική ήταν της παράδοσής μου. Καθέ οικογένεια έδινε την παραγγελιά της, λίγα κατοστάρικα για να πιάσει σειρά για χορό στην πίστα.

 

Κάποτε ερχόταν η δική μας σειρά. Πρώτα μας έπαιζαν καλαματιανά κι όλα τα κορίτσια και τα αγόρια χορεύαμε ιδρώνοντας αλαφιασμένα και χαρούμενα πάνω στο σκληρό τσιμέντο.  Η Μαρία του θείου Αντρέα και η Κωνσταντίνα μου ήταν οι θεές του καλαματιανού. Εμείς ακολουθούσαμε απέχουσες μακράν του χορευτικού τους τάλαντου.

 

Κι ύστερα έφτανε η ώρα να δώσουν οι άντρες παραγγελιές για τσάμικα. Θυμάμαι το θείο Μήτσο και το θείο Αντρέα να αυτοσχεδιάζουν τα βαρειά βήματα της λεβεντιάς τους κάτω απ΄τον ήχο της «Ιτιάς» ή του «Αητού» ή του «Αμάραντου» ή της «Παπαλάμπραινας» και να σείεται όλος ο Σύβρος. Κορμιά λεβεντωμένα να πετάνε στον αέρα ακολουθώντας το σόλο του Τσουρούφλη. Στιγμές μαγικές, ανεπανάλητπες, απ΄αυτές που θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη μου στολίζοντάς την με απέραντη ομορφιά κι αγάπη.

 

Εγώ αποκοιμιόμουν στην καρέκλα συνεπαρμένη από τις συγκινήσεις της μέρας, τα άλλα παιδιά άντεχαν περισσότερο. Την επόμενη μέρα ήθελα να κατεβώ με την ξαδέλφη μου την Κάτια Μαραγκού στο φαράγγι με τα πλατάνια, που τόλεγαν Δάφνη-αν δεν με απατάει η μνήμη μου.Η Κάτια , κόρη του πρωτοξαδέλφου της μητέρας μου Μήτσου Μαραγκού, που ήταν δάσκαλος στο χωριό, ήταν το αγαπημένο ταίρι μου στις διαδρομές του Σύβρου. Με το αγορίστικο στύλ της με μυούσε στα κρυφά μονοπάτια του χωριού, που λάτρεψα για την πρασινάδα, τα νερά , τα πέτρινα σπίτια και την ευγένεια των ανθρώπων.

 

Μέρος της συγγραφικής υπογραφής μου κείται στις πέτρες και τις λαγκαδιές του πανέμορφου Σύβρου της Λευκάδας.

 

Χρόνια πολλά για τη γιορτή της Παναγιάς, για τα γενέθλια της Θεομήτορος, που θα γιορτάζονται στο μητρικό χωριό της Λευκάδας με λαμπρότητα ακόμη, ελπίζω!

 

Monday, September 3, 2012

Ενας ονειρεμένος γάμος

 
Η Λίτσα (από το Ευθαλία) Φωτεινού ήταν συμμαθήτριά μου στο Γυμνάσιο Θηλέων Λευκάδας. Το όνομά της ήταν μετά το δικό μου,(Φραγκούλη-Φωτεινού)  αλλά κάθε φορά που διάβαζε τον κατάλογο η καθηγήτρια «ξέχναγε» να με καλέσει προς εξέταση. Καλούσε πάντοτε τη Λίτσα κι εκείνη μου το κρατάει μανιάτικο μέχρι σήμερα. Βεβαίως ξεχνάει πως εμένα η καθηγήτρια με καλούσε προς εξέταση άνευ καταλόγου τις Δευτέρες και μετά τις αργίες!!!
Η Λίτσα ήταν μια εκπληκτική καλλονή, ένα κεφάλι ψηλότερη από όλα τα κορίτσια της τάξης, καλλίγραμμη, ξανθειά και γαλανομάτα. Την είδε ο Σπύρος Κατωπόδης και την άρπαξε στα ξένα να την κάνει γυναίκα του.
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ είχα μια δεκαετία  να τη δώ τη συμμαθήτρια με το υγρό γαλάζιο βλέμμα. Ωσπου ήρθα στο Μόντρεαλ, από έρωτα κι εγώ. Η Λίτσα με εντόπισε και βγήκαμε μαζί  για ένα μεσημεριανό γεύμα. Τη θυμάμαι σαν τώρα τη σκηνή.
Η Λίτσα επειδή μικροπαντρεύτηκε έχει παιδιά της παντριάς πλέον. Ετσι όταν ο γιός της ο Γιώργος αποφάσισε να ενώσει τη ζωή του με την εκλεκτή της καρδιάς του τη Μαρία, ήμασταν καλεσμένοι στο γάμο.  Εδωσαν  ένα υπέροχο πάρτυ γεμάτο κεφι, νιάτα, ζωή. Ο Γιώργος έδειξε τη χορευτική του δεινότητα στην πίστα και κράτησε το κέφι στο ζενίθ.
Η Λίτσα η συμμαθήτρια ήταν μια κούκλα ντυμένη στο κοραλί φουστάνι της. Το ίδιο και η καλλονή κόρη της η Αγγελικούλα, που φέρνει  κάτι αρχαιολελληνικό, κάτι απο Ειρήνη Παππά. Ο Σπύρος ωραίος μελαχρινός καλλονός όπως πάντα. Και η νύφη η Μαρία λεπτεπίλεπτη κι αέρινη. Ενας γάμος ονειρεμένος, που έδωσε χαρα στην αγαπημένη μου φίλη αλλά και σε όλους εμάς.
Λίτσα, Σπύρο να σας ζήσουν τα παιδιά και να δείτε γρήγορα απογόνους. Και στης Αγγελικούλας μας τις χαρές.
Τζουστινάκι
 
 Η μάννα και ο γιός
 Το ζευγάρι ερράνθη με ρύζι και άνθη

 Η Λίτσα χορεύει λεβέντικο ζεμπέικικο
 Η νυφούλα μας με τη μαμά της
 Ο λατρεμένος Τεντ που με κατάντησε ερωτική μετανάστρια
 Ο Γιώργος είναι τεράστιος στο χορό
 Η Στελλίτσα μας με τον αρραβωνιαστικό της και το γιό του
 Με την καλλονή Αγγελική
 Η οικογένεια εν παρατάξει: Σπύρος, Αγγελική, Γιώργος και Λίτσα
 Η ιερή στιγμή του γάμου
 Η νύφη χόρευε ασταμάτητα


 Ο πατήρ Βασίλειος τέλεσε το μυστήριο στο Ναό του Αγίου Νικολάου στο Λαβάλ
 Οι νεόνυμφοι εξέρχονται από το ναό
 Τζουστινάκι ανάμεσα στο Σπύρο και τη Λίτσα
Με τη συμμαθήτρια πάντα γελαστές κι αγαπημένες

Παραλιμνίως στο Κεμπέκ

 

Οι λίμνες του Κεμπέκ είναι οι ωραιότερες στιγμές της επαρχίας. Μια ηλιόλουστη μέρα κινήσαμε με τους φίλους μας Γιώργηδες και ανηφορίσαμε προς τα Λαυρεντιανά βουνά για να επισκεφθούμε το μέγαρο του ζωγράφου και αγιογράφου Γιώργου Γεωργή.

Επειδή με τον Τέντ είμαστε ατρόμητοι και four wheel drive βουτήξαμε στα δροσερά νερά της λίμνης και απολαύσαμε τρομερό κολύμπι. Οι ολοπράσινοι λόφοι ξεκούραζαν τη ματιά και το νού.

Ανηφορίζοντας προς τα επάνω σταθήκαμε στο Petit Pucet, το κλασικό πρωινάδικο, όπου γευθήκαμε τις νοστιμιές του Κεμπέκ: αυγουλάκια, καπνιστό ζαμπόν και χωριάτικο ψωμί.

Το μεσημέρι τη βγάλαμε με δροσερά φρούτα, λατρέψαμε το νιόχτιστο σπίτι του Γιώργου Γεωργή κι ευχηθήκαμε στους ευατούς μας να ξαναπάμε για να κάνουμε πάρτυ! Η ζωή είναι τόσο μικρή!!!

Justinaki
 George's mansion
 Justinaki in happy moments
 George is a great iconographer and a great asrtist
 I love his cool character
 And his supeρ clean car!

 Teddυ was under the sun and the weather also
Justinaki in leopard look
 Petit Pucet
 The marvellous Black Lake
 Ted loves the water

 George, is the designer ad architect of this magnificent house

 His super cool jeep


 Teddy n Justinaki having fun
Blue skies in Quebec
Niky Lauda respects George Georgis!