Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Την έφερε δίπλα μου στο κάθισμα η αεροσυνοδός και της εξήγησε πως μπορεί να την καλεί κάθε φορά που χρειάζεται κάτι. Η εννιάχρονη Τζέι Σί φορούσε μια καρτελίτσα στο λαιμό της καθώς ήταν ανήλικη και έχρηζε συνοδού. Είχε προορισμό το Παρίσι.
Τα μαύρα κατσαρά μαλλάκια της δεν χωρούσαν στη θέση της, τα μάζευε αλλά γλυστρούσαν στο πρόσωπό μου και σ΄εκείνο της διπλανής, ανάλογα με το τίναγμα του κεφαλιού της. Ζητούσε συγγνώμη που ενοχλούσε, ήταν ευγενική, μιλούσε ελληνικά σε μένα και γαλλικά στην έτερη κυρία της τριπλής θέσης.
Η Τζέι Σί με κατάκτησε αμέσως με τα μαύρα αεικίνητα ματάκια της, τη σοκολατένια της επιδερμίδα, το λευκό της χαμόγελο και την παιδική της αφέλεια. Γρήγορα πιάσαμε κουβέντα και μου εξήγησε πως πήγαινε στον πατέρα της στο Παρίσι για να περάσει τις διακοπές του Πάσχα μαζί του. Ο μπαμπάς θα την ξεναγούσε και στη Ντίσνεϊλάντ.
Η μαμά ζούσε στην Ελλάδα, ο μπαμπάς ζούσε στο Παρίσι και η μικρή σοκολατένια Τζέι Σί όφειλε να μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στις δυό πατρίδες, στους δυό γονείς που είχαν διαλέξει χωριστούς δρόμους.
Ηταν χαμογελαστή και είχε τόσα πολλά να πεί για τις φίλες της και για το σχολείο της. Ηταν πολύ θυμωμένη με τους συμμαθητές της γιατί συχνά την κορόιδευαν (όχι μόνο αυτήν αλλά και την Κλαούντια και την Κλαρίσσα και τα άλλα παιδιά με τα ξενικά ονόματα), τίς κορόιδευαν τ΄αγόρια για τα επίθετά τους. Οι Ελληνες ακόμη και κάποιον που τον έλεγαν Μπολέ δεν εύρισκαν το επίθετό του αστείο και αξιογέλαστο. Αλλά τα επίθετα των ξένων, ήταν γι αυτούς άξια ειρωνίας και κοροϊδίας στα διαλείμματα.
Στις φίλες της έδινε και δεύτερη ευκαιρία αν της φερόνταν άσχημα. Και τί θα πεί άσχημα Τζέι Σί; Να, αν δεν την έπαιζαν στην αυλή, αν δεν άκουγαν τί είχε να τους πεί, γιατί η μικρή κυρία είχε πολλά να αφηγηθεί στις κολλητές της. Τους έδινε και δεύτερη ευκαιρία, όπως ευκρινώς μου εξήγησε, στους ανθρώπους πρέπει να δίνεις μόνο μια δεύτερη ευκαιρία, όχι παραπάνω.
Μου ανέφερε διάφορα ονόματα απο πριγκίπησσες παραμυθιών για να διαλέξω ποιά αγαπώ. Ανάμεσά τους η Χιονάτη, η Γιασμίν, η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα. Διάλεξα την Ωραία Κοιμωμένη, αυτή μού άρεσε απο παιδί, επειδή έχει μια σχέση με την αιωνιότητα, σκέφτομαι καθώς η μικρή μου φίλη τινάζει τα μακριά δαχτυλιδένια μαλλάκια της φέροντάς τα στο πρόσωπό μου.
-Εσύ μαντεύεις ποιά πριγκίπησσα αγαπώ εγώ;, με ρωτάει ξαφνικά
-Ποιά άραγε; Την αντερωτώ αλλά δεν μπορώ να μαντέψω
-Μα αυτήν που είναι καφέ, την καφέ πριγκίπησσα διαλέγω, μου απαντάει με σημασία. Τη Γιασμίν. Εχουμε το ίδιο χρώμα...
-Κι εσύ είσαι καφέ; Τη ρωτώ τάχα ανυποψίαστη
Τότε παίρνει το χεράκι της και το βάζει δίπλα στο δικό μου.
-Ναι, είμαι καφέ , δεν είμαι λευκή σαν εσένα. Μόνο οι παλάμες μας έχουν το ίδιο χρώμα.
Εμεινα να την κοιτώ αμήχανη αυτή την εννιάρχονη κοπελλίτσα, που έχει συνειδητοποιήσει πως είναι ξένη για τους συμμαθητές της στην Ελλάδα και μάλιστα βεβαρυμένη με τη διαφορετικότητα του σοκολατένιου της δέρματος. Η μητέρα της είναι σκουρότερη, προέρχεται απο αφρικανική χώρα και κάνει καριέρα τραγουδίστριας στην Ελλάδα.
Η Τζέι Σί με μάγεψε με την εξυπνάδα της, την ομορφιά της, την άνεσή της. Με εξέπληξε με την πρόωρη σχέση της ως προς το χώρο, την ταυτότητα και το γένος της. Με ξετρέλλανε με την αθωότητά της αλλά και με το συμβιβασμό της για τη θέση της στη ζωή και στην οικογένεια των δύο ταχυτήτων. Με έκανε να την κοιτάξω ως ίση κι όχι ως ένα άγουρο κορίτσι.
Νιώθω ευτυχής που συνταξίδεψα με ένα πλάσμα τόσο λαμπερό, τόσο ώριμο, τόσο συνειδητοποιημένο για τη ζωή. Η εικόνα της με συντρόφευε σε όλες τις μέρες του Παρισιού. Το σοκολατένιο δέρμα, τα μαύρα μπουκλωτά μαλλάκια, τα ολόμαυρα υγρά μάτια της έρχονταν ξανά και ξανά στο νού μου διακόπτοντας την ανεμελιά μου.
Ενα κοριτσάκι εννιά χρόνων δίπλα μου ήταν κιόλας γυναίκα!