
Μιά χαραμάδα φώς
Του Βαγγέλη Κούτα
Εκδόσεις Ψυχογιός
Ενα ανθρώπινο δράμα ξετυλίγεται στο νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Κούτα « Μια χαραμάδα φώς » με πρωταγωνιστή ένα νεαρό άνδρα που γνώρισε την αγριότητα της απάνθρωπης φύσης των ορφανοτροφείων και των ιδρυμάτων περίθαλψης παιδιών χωρίς αγάπη.
Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται σ΄ένα απομονωμένο σπίτι που στέκεται απέναντι στον έρημο φάρο και τα άγρια κύματα. Τα πρώτα κεφάλαια περιγράφουν με πειστικό τρόπο την ανικανοποίητη μάννα του Χρήστου καταδικασμένη να ζεί μ’ έναν άντρα τον Αναστάση, που σχεδόν μισεί. Τούτη η γερασμένη από τα νιάτα της γυναίκα γνωρίζει τη φλόγα του σαρκικού έρωτα στο πρόσωπο του ιχθυέμπορου Λουκά, τον οποίο ερωτεύεται με τυφλό πάθος. Ο άνομος καρπός του έρωτά της είναι ο Χρήστος, που καλείται από τη γέννησή του να πληρώσει το κόστος του αναπάντητου πάθους της για τον πολυέραστο Λουκά.
Ο Χρήστος γίνεται κόκκινο πανί γιά τη μητέρα του, γίνεται το αντικείμενο του μίσους και της απογοήτευσης που έσπειρε στα σπλάγχνα της ο Λουκάς. Κι έτσι με τη βοήθεια του νόμιμου άντρα της και του ιερέα του χωριού αποφασίζεται να πάει στο ορφανοτροφείο το άγουρο παιδάκι παρά τα παρακάλια και τις αντιρρήσεις του.
Η περιγραφή της ζωής του ορφανοτροφείου όπου ο Χρήστος προσπαθεί να προσαρμοστεί ανάμεσα σε άλλα παιδιά και σε δυσλειτουργικούς υπαλλήλους , παραπέμπει στη θλιβερή ζωή του Ολιβερ Τουίστ. Κι ενώ αναρρωτιέται γιατί εκδιώχθηκε από το σπίτι του αφού δεν ήταν ορφανός, ο Χρήστος πέφτει θύμα βιασμού ενός τερατόμορφου φύλακα.
Οπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου : “Το αγόρι μαζεύτηκε σαν ασπόνδυλο και έγινε ένα μικρό κουβάρι. Ήταν η ώρα που το χρώμα της τελειωμένης μέρας βάθαινε ανάμεσα στα αιωνόβια δέντρα. Ο πόνος στην κοιλιά και ανάμεσα στα πόδια του ήταν αβάσταχτος. Το κορμί του έκανε ανεξέλεγκτους σπασμούς. Αν πεθάνω, αν δε ζήσω έπειτα απ’ αυτό; σκέφτηκε και σύρθηκε προσπαθώντας να πιαστεί από τα λιανόκλαρα. Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Ύστερα από λίγα μέτρα σταμάτησε αποκαμωμένο. Τράβηξε με κόπο το παντελόνι του για να σκεπάσει τη γύμνια του. Άκουσε θόρυβο και τινάχτηκε. Ήξερε ότι ο εφιάλτης ήταν ακόμη εκεί γύρω. Έπρεπε να σηκωθεί, να τρέξει, να γλιτώσει. Εκείνος ήταν κάπου κοντά και παρακολουθούσε. Τον ένιωθε… »
Η διεύθυνση του ορφανοτροφείου συγκαλύπτει το θύτη, εκθέτει το θύμα, προβάλλει κατάφωρα την αδικία του δυνατού έναντι του αδυνάτου.
Ο Χρήστος μεταφέρεται σε άλλο σωφρονιστικό ίδρυμα στην Αθήνα. Από δώ κι εμπρός αρχίζει η παραμόρφωση της ψυχικής του υγείας. Αδυνατώντας να συνδιαλλαγεί με την τραυματική του εμπειρία κλείνεται στον εαυτό του μισώντας κάθε μορφής ανθρώπινη επαφή. Η εμπιστοσύνη του στους συνανθρώπους του έχει χαθεί γιά πάντα.
Ο νεαρός έφηβος αρνείται να εκμυστηρευτεί την τραγωδία του ακόμη και στον ψυχολόγο του ιδρύματος, κρύβεται πίσω απ΄τη ντροπή του, αναπτύσσει μίσος γιά τη σαρκική επαφή. Ο έρωτας δεν υπάρχει ως λήμμα στο λεξικό της ψυχής του,
Παίρνει το δίπλωμα του μηχανικού, πάει στα καράβια κι εκεί ζεί τη μοναξιά της απελπισίας του. Οταν επιστρέφει στη στεριά όλο το μίσος του γιά την ανθρώπινη ύπαρξη παίρνει τη μορφή της τιμωρίας μέσα από το βιασμό των εύκολων γυναικών.
Το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Κούτα είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ που εστιάζει στην απόρριψη ενός παιδιού από την οικογένειά του καθώς αυτό δεν αγαπήθηκε ποτέ.
Περιγράφει δραματικά το βιασμό του από το ιδρυματικό περιβάλλον, που έθεσε τα θεμέλια της στρέβλωσης του ψυχισμού του. Και καταλήγει στην παραμόρφωση του χαρακτήρα του που πληρώνει την κοινωνία με το ίδιο νόμισμα, με βία στη βία.
Η γραφή είναι αλλού γλαφυρή με ωραίες αναφορές στη θάλασσα και τις ομορφιές της,κι αλλού καταιγιστική με σκηνές που παρασύρουν τον αναγνώστη δραματικά μέχρι το τέλος.
Πρόκειται γιά ένα μυθιστόρημα που ανταποκρίνεται απολύτως στη φόρμα και την αφηγηματική δομή του θρίλερ με κυρίαρχη αίσθηση την έλλειψη της αγάπης στη ζωή ενός παιδιού.