Σαν έτοιμος από καιρό, σα
θαρραλέος αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει... ( Κ.
Καβάφης)
Έτσι λοιπόν, σιωπηρά,
σχεδόν αμίλητα, μας έφυγε τις προάλλες ο Βασίλης Μπακογιώργος, ένας φίλος από
την εφηβεία της Λευκάδας, όπου η ζωή μας μπλέχτηκε άρρηκτα.
Τον γνώριζα από παιδί που
ήταν παπαδάκι στην Παναγία των Ξένων και φορούσε τη στολή του ιερόπαιδου και
κρατούσε τα ιερά λάβαρα στις λιτανείες, ταγμένος θαρρείς να υπηρετήσει την
εκκλησία. Όποτε τον συναντούσαμε με τον πατερούλη στην αγορά της Λευκάδας του έλεγε τόσα και τόσα για τα εκκλησιαστικά
της Λευκάδας που τότε ήταν μπερδεμένα επί του κυρού Δεσπότη Δωροθέου, αδελφού
της νονάς Ιουστίνης.
Ύστερα έφυγε για εσωτερική
μετανάστευση με την οικογένειά του στην Αθήνα και χαθήκαμε όπως χάνονται τα
παιδιά σε αυτές τις ηλικίες. ‘Αλλωστε ήταν μεγαλύτερός μου κατά πέντε χρόνια,
τεράστια ηλικακή διαφορά εκείνες και όλες τις εποχές.
Ο Βασίλης ξαναεμφανίστηκε
στη ζωή μας τα καλοκαίρια όταν ερχόταν στις ντισκοτέκ του Κωτούλα και του
Σπαγγέτου, όπου ξεβιδωνόμασταν τις νύχτες ακολουθώντας τη ντίσκο μουσική. Ήμασταν
χορευτικό ντουέτο, διότι ταίριαζαν οι ρυθμοί και τα ευέλικτα σώματά μας,
πλασμένα να υπηρετούν τις πιό απαιτητικές κινήσεις.
Κάναμε ελαφρά παρέα και
συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Εκείνος τελείωνε τη Φιλοσοφική και
συζητούσε διαρκώς για την επιστήμη του. Εγώ είχα καταθέσει τα χαρτιά μου για
την Ακαδημία και τη Νομική, αλλά δεν διάβαζα το καλοκαίρι των εξετάσεων διότι
το είχα σίγουρο ότι θα έμπαινα χωρίς εξετάσεις στην Ακαδημία.
Και ήρθε το τέλος
Αυγούστου και δεν έφτασε ο βαθμός μου 18,6 για την Ακαδημία. Κι έπρεπε σε τρείς
εβδομάδες να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις στη Νομική όταν είχα αποστασιοποιηθεί
από κάθε μελέτη εκείνο το χαώδες καλοκαίρι της ζωής μου.
Τότε αναζήτησα τον Βασίλη
σαν καθηγητή, να μου κάνει ταχυφροντιστήριο να θυμηθώ αυτά που ήξερα αλλά έτεινα
να τα ξεχάσω. Έτσι ξεκίνησε αυτή η στενή μας σχέση. Ο Βασίλης ερχόταν
καθημερινά και με εξέταζε σε άγνωστη ύλη στα λατινικά και τα αρχαία. Μετέφραζα
τα κείμενα επιτόπου, έγραφα τις γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις, το
λεξιλόγιο στα αρχαία και τα λατινικά κάτω από την εξαιρετική καθοδήγησή του. Η
αγάπη του ήταν η καταγωγή των λέξεων κι έτσι με μύησε στην ετυμολογία της πλούσιας
ελληνικής γλώσσας με το απύθμενο παρελθόν.
¨Ηρθαν οι εξετάσεις και
παρά την απουσία μελέτης ολόκληρο το καλοκαίρι, με την καθοδήγηση του Βασίλη
κατόρθωσα να γράψω για 17 στα αρχαία ελληνικά και για 19,5 στα λατινικά. ¨Ηταν
ένας πραγματικός θρίαμβος όχι δικός μου αλλά του Βασίλη που με είχε καθοδηγήσει
στη σωστή επιλογη των κειμένων και στις εις βάθος γνώσεις του εργαλειακού ιστού
της μετάφρασης και στις δύο γλώσσες.
Έκτοτε η παρέα μας έγινε
πιό κολλητή. Στο Πανεπιστήμιο πηγαίναμε σε πολλά πάρτυ και τις Απόκριες
καταλήγαμε στη Λευκάδα όπου στους χορούς ήμουν η αδιαμφισβήτητη ντάμα του, ιδίως
στο περίφημο φοξ τρότ. Με πετούσε στον αέρα και με έπιανε, ο λατρεμένος Βασίλης
των χορών του Πάνθεον και του Τουριστικού Περίπτερου.
Από μένα γνώρισε όλη την
παρέα και κατέληξε να γίνει αυτοκόλλητος με την Πεταλούδα μου και με την Αλέκα
με την οποία και κουμπάριασαν καθώς εκείνη βάφτισε τον ένα εκ των διδύμων, το
Γιαννάκη του.
Ο Βασίλης παντρεύτηκε την
υπέροχη Δήμητρα, νοικοκυρεύτηκε, έκαναν μαζί δύο υπέροχα αγόρια, το Γιάννη και
το Λάμπρο που σήμερα είναι δικηγόροι.Έγιναν δύο στοργικοί γονείς που έσκυψαν με
θρησκευτική ευλάβεια πάνω στο μεγάλωμα των διδύμων με δυσκολίες και περιπέτειες
ανάμεσα, τις οποίες ξεπερνούσαν με αγάπη και αφοσίωση.
Ο Βασίλης ποτέ δεν έπαψε
να νιώθει μέσα του έφηβος. Ντυνόταν νεανικά, κρατούσε σε δίαιτα τον εαυτό του,
διατηρούσε το λεπτό κορμί του. Ήταν ο Ντόριαν Γκρέι, όπως μου άρεσε και του άρεσε
να τον αποκαλώ τα καλοκαίρια που σμίγαμε με τα παιδιά μας στο νησί. Εκείνος θα
έμενε ξάγρυπνος μέχρι τις 2 το πρωί για να πάει ντισκοτέκ και να μας περιγράψει
με λεπτομέρειες ποιούς είδε και πόσο χόρεψε. Εμείς υποταγμένοι στην κούραση της
μέρας βρισκόμασταν στα κρεβάτια μας από τα μεσάνυχτα.
Ο Βασίλης έπαθε ένα
ατύχημα πριν από τρία καλοκαίρι και υποβλήθηκε σε χειρουργείο, αποκατάσταση και
γενικά σε μια απίστευτη ταλαιπωρία. Μετά ήρθε ο καρκίνος για τον οποίο δεν
ήθελε να γνωρίζουν οι παραέξω.
Έτσι χάθηκε από τα
καλοκαίρια της Λευκάδας και έμεινε στην Αθήνα προσπαθώντας να παλέψει την
ανίκητη νόσο. Η Δήμητρα και τα αγόρια του αγωνίσθηκαν μαζί του σθεναρά αλλά το
αδάμαστο κτήνος τους νίκησε όλους.
Εγώ από ευγένεια και
διακριτικότητα δεν του τηλεφωνούσα αν και επικοινωνούσαμε μέσω του φέισμπουκ.
Τι να του πώ άλλωστε; Πώς να τον παρηγορήσω αφού ακόμη δεν έχω παρηγορήσει
εαυτήν από το θάνατο της αδελφής μου;
Δεν ήθελε να βλέπει τους
παλιούς του φίλους, δεν άντεχε να καθρεφτίζεται στα μάτια τους ο οίκτος. Ήθελε
να παραμείνει ο αιώνιος νέος στις ψυχές μας και στη μνήμη μας. ¨Ηθελε να
φωτίζεται η όψη του για πάντα με το φώς της νεότητας στην κοινή μας ύπαρξη.
Τώρα έφυγε για την αιώνια βασιλεία. Εκεί θα βρεθεί με την Πεταλούδα και άλλους αγαπημένους κοινούς φίλους. Απαλλαγμένος από το κουρασμένο σώμα του θα πετάει στους ουρανούς προσκαλώντας τους στα τρελλά πάρτυ.Έφυγε Απόκριες για να ντυθεί πιερό και να χορέψει την Πεταλούδα. Ο παρτεναίρ μου με εγκατέλειψε...
‘Ωσπου να ξαναβρεθούμε
νέοι και ανάλαφροι για πάντα...
Η μαθήτρια και φίλη σου
Ιουστίνη