Η Αυλή των Αναμνήσεων
Της Ιουστίνης
Φραγκούλη-Αργύρη
Η Λευκάδα εκείνο το
απόγευμα μύριζε υγρασία. ‘Εκανε τρομερή ζεστή. Ο ήλιος έγερνε πάνω από τις
κεραμοσκεπές, σαν να ήθελε κι αυτός να παρακολουθήσει τη συνάντηση. Αντί γιά την
αυλή του Πρώτου Δημοτικού Σχολείου, εκεί όπου κάποτε παιζόταν η ζωή σε δόσεις
αθωότητας, συγκεντρώθηκαν ξανά οι συμμαθητές της τάξης του 1965–1971 σε μια
ταβέρνα. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτηση. Εξήντα από την πρώτη μέρα
που στην αυλή του Α Δημοτικού τρέχαμε αμήχανα κι ανυποψίαστα πρωτάκια.
Οι περισότεροι συμμαθητές
μένουν στη Λευκάδα κι έχω τη χαρά να τους βλέπω κάθε καλοκαίρι. Μα προστέθηκαν
κι άλλες κι άλλοι που είχα να τους δω πολλά χρόνια. Κι εγώ, που είχα λείψει από
την προηγούμενη συνάντηση πριν μια δεκαετία, ένιωθα σαν να ξαναβρίσκω ένα
κομμάτι του εαυτού μου που είχε χαθεί κάπου ανάμεσα σε υποχρεώσεις, ταξίδια και
σιωπές.
Η Λίνα Μασμανίδου, με την
ακούραστη φύση της, είχε οργανώσει τα πάντα. Ο Πέρις Βλάχος, με την επιμονή
του, είχε εντοπίσει σχεδόν όλους. Ήταν σαν να είχαν υφάνει ένα δίχτυ μνήμης που
μας τράβηξε πίσω, εκεί που όλα ξεκίνησαν.
Στην αυλή της ταβέρνας έπεσαν
αγκαλιές. Φιλιά. Δάκρυα. Κάποιοι είχαν αλλάξει πολύ. Άλλοι σχεδόν καθόλου. Όλα
τα παιδιά όμως κουβαλούσαν μέσα τους εκείνο το κοριτσάκι που κάποτε έτρεχε με μίνι
φουστανάκια ή το αγόρι με κοντά παντελονάκια και χρωματιστά όνειρα. Οι
κουβέντες ξεκίνησαν διστακτικά, σαν να φοβόμασταν μην ξυπνήσουμε κάτι
εύθραυστο. Μα σύντομα, οι αναμνήσεις ξεχύθηκαν σαν ποτάμι. Μιλήσαμε για τη
δασκάλα μας, την κυρία Ελπίδα Ρομποτή, που μας μάθαινε όχι μόνο γράμματα αλλά και
ευγένεια. Γιά τον κύρ Τάκη τον Καζάζη που ήταν αυστηρός αλλά μας μύησε στην
ιστορία αφηγούμενος τις δικές του εμπειρίες από τον Ελληνοίταλικό πόλεμο στα
σύνορα της Αλβανίας.
Κάποιοι δεν ήρθαν. Άλλοι
δεν είναι πια μαζί μας. Μα η παρουσία τους ήταν εκεί, στις σιωπές, στα
βλέμματα, στα «θυμάσαι τότε;» που ψιθυρίζονταν με συγκίνηση.
Εγώ συνόδευα τη Μαριάννα την
Καρφάκη με την οποία ήμασταν απόξενες στο Δημοτικό αλλά δεθήκαμε στο Γυμνάσιο.
Εκείνη βαριόταν τη συνάντηση γιατί έβλεπε τους περισσότερους συμμαθητές στη
Λευκάδα, όπου ζεί. Αλλά γέμισε χαρά όταν είδε τη συγκέντρωση και η συγκίνηση
ήταν έκδηλη στο πρόσωπό της.
Μου έλειψε η Αγγελική
Σπηλιά, την οποία γνώρισα στην ΣΤ Δημοτικού όταν ήρθε από το Θύρρειο και έχει
γίνει έκτοτε αδελφή μου. Υποχρεώσεις την κράτησαν μακριά από τη συνάντηση στην
οποία θα ήθελε να παρευρίσκεται.
Η έκπληξη της βραδιάς ήταν
η παρουσία του Μάμπη Κουφοπάνου, ο οποίος είχε εξαφανιστεί επί δεκαετίες καθότι
ήταν παιδί δημοσίου υπάλλήλου και όχι ντόπιος. Σχεδόν είχε μονοπωλήσει το
ενδιαφέρον όλης της τάξης, καθώς όταν αφίχθηκε στην ΣΤ Δημοτικού το 1970-71 ήταν
ο εξυπνότερος μαθητής και ένας εξωτικός ξένος. Τον είχε προσεγγίσει ο Θύμιος με
τους λεπτούς τρόπους και την απύθμενη μαθηματική διάνοια κι έτσι κατόρθωσε να
μας τον φέρει στην παρέα. Είχε αλλάξει πολύ, ήταν ένας άνθρωπος που δέχθηκε
άγρια χτυπήματα στη ζωή του.
Ο Θοδωρής ο Μαυρομάτης που
κυρολεκτικά μου είχε «κλέψει» τη σημαία λόγω άρρενος φύλου στην ΣΤ Δημοτικού ,
ομολόγησε την αδυναμία του σε μένα κι εγώ ομολόγησα την αδυναμία μου στο Νότη
Βλάχο ο οποίος με συνόδευε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού καθημερινά στο
σπίτι μου.
Επίσης, έκπληξη προκάλεσε
η παρουσία της Σοφίας Διγενή, που δεν είχα δει επί δεκαετίες παρότι μένει στη
Λευκάδα έχοντας δικές της επιχειρήσεις. Υπήρξε ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι με
μακριά σπαστά μαλλιά. Την αναγνώρισα αμέσως κι ας είχαν περάσει τόσες πολλές
δεκαετίες. Θα την αναγνώριζα παντού από τα μακριά κυματιστά μαλλιά της, παρότι
σήμερα έχουν εδώ κι εκεί άσπρες τρίχες.
Η Σοφία η Κοψιδά (ήσυχη
τότε, δυναμική σήμερα), η Σοφία η Ζαβιτσάνου (πάντα σεμνή και ολιγόλογη),η
Μαριάννα Καρφάκη (μηχανικός της Μαριαννόπολης) η Σταυρούλα η Καββαδά (γεμάτη φώς και χρώμα),
η Νανά η Αραβανή (πάντα τσακπίνα και ζωηρή), η Λίνα η Μασμανίδη (ήσυχη δύναμη),
η Θοδώρα η Παπαδοπούλου (αθόρυβη τότε, γεμάτη χιούμορ σήμερα), η Θοδώρα η
Κοψιδά (από δημόσιος υπάλληλος αγρότισσα σήμερα), η Αθανασία Κατωπόδη (είχε πάει
μετανάστρια στο Σικάγο για μια δεκαετία αλλά επέστρεψε ) ήταν όλες εκεί μαζί
μας. Τις συναντώ τα καλοκαίρια και χαιρετιόμαστε σαν παλιές γνώριμες, ανταλλάσσοντας
πληροφορίες για τις ζωές μας.
Από τα αγόρια παρόντες
ήταν ο Θοδωρής ο Κοψιδάς (γύφτος στο παρατσούκλι), ο Γιώργος Θεμελής, που ήταν
πανευτυχείς για τη συνάντηση. Τους αναφέρω ενδεικτικά διότι υπήρξαν τα πιό
ζωηρά αγόρια της τάξης και τίποτε δεν προδιέγραφε την μεγάλη επιχιερηματικής τους
εξέλιξη σήμερα.
Παρόντες ήταν επίσης ο
Δημήτρης Φραγκούλης (αμίλητος εκείνα τα χρόνια, ομιλητικός οδοντίατρος σήμερα),
ο Θύμιος ο Σκορδάς (αθόρυβος τότε, καθηγητής Μετεωρολογίας σήμερα) , ο Θοδωρής
ο Μαυρομάτης (σε χειμερία νάρκη τότε, με έξυπνες ατάκες στην παρέα τώρα), ο
Πέρις ο Βλάχος (γλυκός και ενωτικός) ,ο Νότης ο Βλάχος (έξυπνος και σβέλτος τότε,
ήσυχος σήμερα) ο Τάσος ο Κοντομίχης (τον συναντούσα συχνά στη Χαραμόγλειο
Βιβλιοθήκη όπως τον είχα γνωρίσει απόμπαιδάκι), ο Άρης ο Σκληρός (sui generiς τότε
και τώρα), ο Ηλίας ο Μπόρσας (αθόρυβος τότε, εκκωφαντικός οδοντίατρος σήμερα),
ο Θωμάς ο Λάζαρης (σεμνός τότε, αναμειγμένος στο σύλλογο Λευκαδίων τώρα) , ο
Γιάννης ο Χαλκιόπουλος (ήσυχος τότε, γελαστός και κοινωνικότατος σήμερα).
Καθώς έπεφτε η νύχτα, η
αυλή φωτίστηκε από φώτα που άναψαν και γέλια. Κι εγώ, κοιτώντας γύρω μου,
ένιωσα πως το παρελθόν δεν είναι πίσω μας. Είναι μέσα μας. Είναι οι άνθρωποι
που μας διαμόρφωσαν. Είναι οι στιγμές που μας έκαναν αυτούς που είμαστε.
Κι εκεί, στη συνάντηση
έφερνα στο νού μου την αυλή του Πρώτου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας, που πλέον
δεν υπάρχει γιατί το κτήριο έχει κατεδαφιστεί. Θυμόμουν όλα τα παιδιά που σε
εκείνη την χωματένια αυλή γεύονταν χαρές και απογοητεύσεις, που τρώγαμε ξύλο με
το χάρακα από τους δασκάλους για το παραμικρό. Ήμασταν ξανά παιδιά. Παιδιά που
συναντήθηκαν για να θυμηθούν, να γελάσουν, να κλάψουν. Και να πουν, χωρίς
λόγια: «Εδώ ανήκουμε. Εδώ ξεκινήσαμε. Και πάντα εδώ στη Λευκάδα θα
επιστρέφουμε.»
No comments:
Post a Comment