Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Ακόμη δεν έχουν καταλαγιάσει τελείως οι πυρκαγιές στην Αρκαδία, ακόμη απειλούν να αγριέψουν πάλι και να αποτεφρώσουν τις αετοφωλιές των δύσβατων οροπεδίων της πάλαι ποτέ πανέμορφης ορεινής ενδοχώρας. Ακόμη δεν έχει ησυχάσει το χώμα στους τάφους των αποτεφρωμένων θυμάτων της εθνικής τραγωδίας...
Κι όμως η πολιτική αντιπαράθεση εν όψει εκλογών έχει ανάψει για τα καλά. Τα κόμματα έβαλαν στην άκρη την προσχηματική λύπη τους, το προσωπείο της συμπάθειας προς τους πληγέντες και μπήκαν στο χοντρό προεκλογικό παιχνίδι για να κερδίσουν το μόνο ζητούμενο στο τέλος του δρόμου: την περιώνυμη εξουσία.
Η κυβέρνηση, που αποδεδειγμένα χρεώνεται εξ ολοκλήρου το πυρανάλωμα της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και της Αττικής, μπορεί να μην αντέδρασε αποτελεσματικά στο φαινόμενο της κατάσβεσης των παρατεταμένων φονικών πυρκαγιών, αλλά έδειξε πως ξέρει να διαχειρίζεται την κατάσταση σε επίπεδο υποσχέσεων την επόμενη μέρα.
Απο την επόμενη κιόλας πρωία άρχισε να μοιράζει μετρητά στους παθόντες, εκταμειεύοντας χρήματα ζωντανά και μετρητά, που υπόσχονται άμεση ανακούφιση στους πυροπαθείς. Η εικόνα των συνωστισμένων σχετικών, άσχετων, παθόντων και κατεργαραίων στις τράπεζες για το επίδομα των 3000 ευρώ έχει κάνει το γύρο του κόσμου, αποδεικνύοντας τη σπουδή της κυβέρνησης να απαλύνει τον πόνο με αργύρια έναντι όποιου κόστους.
Ταυτόχρονα ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής κράτησε χαμηλά το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης προσπαθώντας αποκλειστικά να δείξει πως έχει σαφές σχέδιο ανασυγκρότησης των αποκαϊδιών την επόμενη μέρα: εξήγγειλε έργα υποδομής, ανοικοδόμηση των απόμακρων χωριών, αναδάσωση, χρηματοδότηση των πληγέτων, αποκατάσταση των αγροτικών ζημιών, χάρισμα χρεών, ανασύσταση του κοινωνικού εσμού των καμμένων περιοχών για να συγκρατηθεί ο κόσμος στη γή του και στις ξοφλημένες περιουσίες του.
Το ΠΑΣΟΚ απο την άλλη, πέρασε σε κορώνες έντονης αντιπολίτευσης. Μέσα στην ψυχική υπερένταση των ημερών, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου εξαπέλυσε οργίλη κριτική για την ανικανότητα της πυροσβεστικής δύναμης και κατ επέκταση της κυβέρνησης να πατάξει το φαινόμενο. Αντί να συντονισθεί με το επιτελείο του για να αποκομίσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος απο τα λάθη του αντιπάλου του, αναλώθηκε σε στείρα πολεμική καίγοντας το χαρτί της συμπάθειας και της σύμπνοιας στην εθνική τραγωδία.
Το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε απροετοίμαστο χωρίς σχέδιο για την επόμενη μέρα, πετώντας μόνο βολές για τις ασύμμετρες απειλές του Βύρωνα Πολύδωρα, που τελικά δεν έβλαψαν τη Νέα Δημοκρατία περισσότερο απο το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το ΚΚΕ καρπώθηκε κάποια οφέλη απο την ολιγωρία της κυβέρνησης να χειριστεί τις πυρκαγιές αλλά και την απο την ανικανότητα του ΠΑΣΟΚ να επωφεληθεί απο αυτή την κυβερνητική ολιγωρία. Ωστόσο και η Αλέκα Παπαρήγα περιορίσθηκε σε στείρα κριτική και όχι σε ένα σχεδιασμό μέτρων για την επόμενη μέρα των αγροτών στις πληγείσες περιοχές που θα έπρεπε να είναι η κύρια ατζέντα του κόμματος των εργατών και των αγροτών.
Το ΣΥΡΙΖΑ και το ΛΑΟΣ επίσης βρέθηκαν ωφελημένα με αυξημένες πιθανότητες όχι μόνο να μπούν στο Κοινοβούλιο αλλά και να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο σε περίπτωση μη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Και τα δύο ιδεολογικά αντίθετα κόμματα δεν προτείνουν αποτελεσματικό χειρισμό της επόμενης μέρας.
Πάντως, το πιό μεγάλο αδιέξοδο στην Ελλάδα είναι πως λόγω της τραγικής επικαιρότητας κανένα μεγάλο ή μικρό κόμμα δεν δεσμεύεται προεκλογικά για τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τον Ελληνα πολίτη: την ανεργία, την κοινωνική ασφάλιση, τη συνταξιοδότηση, την παιδεία, τον πολιτισμό.
Ολοι , μικροί και μεγάλοι παίζουν με την επικαιρότητα καπηλευόμενοι στο έπακρο τη συναισθηματική φόρτιση των ημερών. Ολοι αφήνουν στο απώτερο και ασαφές μέλλον την ατζέντα των ζωτικών θεμάτων που έπρεπε να ορίζουν αυτές τις κρίσιμες εκλογές.
Οποια κυβέρνηση και αν προκύψει απο αυτές τις άκαιρες κάλπες θα είναι απλώς κυβέρνηση διχείρησης της επόμενης μέρας και όχι σχεδιασμού για μια δυναμικότερη Ελλάδα στην ευρωπαϊκή προοπτική!
«Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν». (Κωνσταντίνος Καβάφης)
Friday, August 31, 2007
Saturday, August 25, 2007
Αιδώς Αργείοι!
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούμε απο τις ειδήσεις των ξένων τηλεοπτικών σταθμών τη λυσσαλέα επίθεση των πυρκαγιών στην πατρίδα. Ανίκανοι να συνεισφέρουμε το παραμικρό αυτή την απόλυτη στιγμή της κρίσης απο το μακρινό τόπο της αποδημίας μας βλέπουμε τις πύρινες φλόγες να καταστρέφουν τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας μας εγκλωβίζοντας στο θάνατο αθώους πολίτες.
Η συγκλονιστική αποκάλυψη της απανθρακωμένης μάννας με τα τέσσερα βλαστάρια στην αγκαλιά της, κάνει τις καρδιές μας να ριγούν απο πόνο και το νού μας να βασανίζεται απο το αναπάντητο ερώτημα; Πώς έγινε τούτο το κακό; Πώς η Ελλάδα του 21ου αιώνα, αυτή που καμαρώναμε για τους άρτιους Ολυμπιακούς Αγώνες μόλις τρία χρόνια πρίν, πιάστηκε στο δόκανο της πιό απίστευτης φυσικής τραγωδίας;
Είναι θλιβερό για τους πολίτες της Ελλάδας να βιώνουν αυτό το αδιέξοδο της πύρινης λαίλαπας, που μοιάζει να μην αναχαιτίζεται ούτε με τις βολές των πυροσβεστικών αεροπλάνων, ούτε με τις επίγειες επιχειρήσεις των πυροσβεστών ούτε με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των απλών πολιτών. Ερμαιη η χώρα στις πολλαπλές εστίες της φωτιάς, με τους ανέμους να τρέχουν στα πολλά μποφόρ και τον καύσωνα να συνυπογράφει τη βιβλική καταστροφή.
Αλλά κι εμείς εδώ στον απόμακρο τόπο μας θρηνούμε όχι μόνο την παρούσα κατάσταση. Κλαίμε με αναφυλλητά για την καινούρια προσφυγιά που έρχεται, για το νέο κύμα των άστεγων, για την τραγική μοίρα μιας γενιάς που θυσιάστηκε στο αφύσικο φαινόμενο μιας παρατεταμένης πυρκαγιάς. Εμείς, οι περήφανοι Ελληνες, που νομίσαμε πως είχαμε κλείσει το κεφάλαιο της ζητιανιάς, νάμαστε πάλι νικημένοι, καταδικασμένοι να επαιτούμε βοήθεια απο τους εταίρους, απο τους σύμμαχους , απο τους φίλους για να μπαλώσουμε τα εγκαύματα του τραγικού ολοκαυτώματος.
Ομως ποιός άναψε όλες τούτες τις φωτιές; Ποιά άνομα χέρια πυροδότησαν την ανείπωτη τραγωδία; Ποιοί εγκληματικοί εγκέφαλοι έσπειραν τον όλεθρο όχι μόνο στα χωριά της Ζαχάρως, του Ταύγετου, της Εύβοιας και τη Αττικής αλλά κάρφωσαν το μαχαίρι της εθνικής ταπείνωσης για μια ακόμη φορά στα σπλάγνα μας;
Είναι τραγικό να παρακολουθούμε τις δημοσιογραφικές ομάδες της Ελλάδας να παριστάνουν τους αμείλικτους κριτές της πυροσβεστικής, της αστυνομίας, του στρατού και γενικά των φορέων που θα μπορούσαν δυνητικά και υποθετικά να ανακόψουν αποτελεσματικότερα τη φόρα των πολλαπλών μετώπων της φωτιάς.
Είναι σκέτη ειρωνία μέσα στον ολοφυρμό για τα αποτεφρωμένα θύματα της εθνικής καταστροφής να ρίχνονται βολές πολιτικών εντυπώσεων επ’ ωφελεία των κομμάτων εν όψει των εκλογών. Είναι πέραν της ηθικής, όλοι οι πολιτικοί συνδυασμοί να παίρνουν ένα κομματάκι εκδίκησης εναντίον μιας «ανάξιας κυβέρνησης». Και η κυβέρνηση να προσωποιεί τη λύπη της στο δακρυσμένο προφίλ του πρωθυπουργού, ο οποίος περιορίζεται στην έντονη θλίψη και στην απόφαση να κηρύξει την Ελλάδα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ισως να είμαι ρομαντική, ίσως αιθεροβάμων. Αλλά τα δάκρυά μου είναι καυτά μόνο για την κόλαση των συμπατριωτών μου. Δεν περισσεύουν για τη νοσηρή διαμάχη μεταξύ των μικροπολιτικών και μικροδημοσιογραφικών συμφερόντων της πεντάρας.
Η μόνη κραυγή που μου απομένει να υψώσω είναι: Αιδώς Αργείοι!
Με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούμε απο τις ειδήσεις των ξένων τηλεοπτικών σταθμών τη λυσσαλέα επίθεση των πυρκαγιών στην πατρίδα. Ανίκανοι να συνεισφέρουμε το παραμικρό αυτή την απόλυτη στιγμή της κρίσης απο το μακρινό τόπο της αποδημίας μας βλέπουμε τις πύρινες φλόγες να καταστρέφουν τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας μας εγκλωβίζοντας στο θάνατο αθώους πολίτες.
Η συγκλονιστική αποκάλυψη της απανθρακωμένης μάννας με τα τέσσερα βλαστάρια στην αγκαλιά της, κάνει τις καρδιές μας να ριγούν απο πόνο και το νού μας να βασανίζεται απο το αναπάντητο ερώτημα; Πώς έγινε τούτο το κακό; Πώς η Ελλάδα του 21ου αιώνα, αυτή που καμαρώναμε για τους άρτιους Ολυμπιακούς Αγώνες μόλις τρία χρόνια πρίν, πιάστηκε στο δόκανο της πιό απίστευτης φυσικής τραγωδίας;
Είναι θλιβερό για τους πολίτες της Ελλάδας να βιώνουν αυτό το αδιέξοδο της πύρινης λαίλαπας, που μοιάζει να μην αναχαιτίζεται ούτε με τις βολές των πυροσβεστικών αεροπλάνων, ούτε με τις επίγειες επιχειρήσεις των πυροσβεστών ούτε με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των απλών πολιτών. Ερμαιη η χώρα στις πολλαπλές εστίες της φωτιάς, με τους ανέμους να τρέχουν στα πολλά μποφόρ και τον καύσωνα να συνυπογράφει τη βιβλική καταστροφή.
Αλλά κι εμείς εδώ στον απόμακρο τόπο μας θρηνούμε όχι μόνο την παρούσα κατάσταση. Κλαίμε με αναφυλλητά για την καινούρια προσφυγιά που έρχεται, για το νέο κύμα των άστεγων, για την τραγική μοίρα μιας γενιάς που θυσιάστηκε στο αφύσικο φαινόμενο μιας παρατεταμένης πυρκαγιάς. Εμείς, οι περήφανοι Ελληνες, που νομίσαμε πως είχαμε κλείσει το κεφάλαιο της ζητιανιάς, νάμαστε πάλι νικημένοι, καταδικασμένοι να επαιτούμε βοήθεια απο τους εταίρους, απο τους σύμμαχους , απο τους φίλους για να μπαλώσουμε τα εγκαύματα του τραγικού ολοκαυτώματος.
Ομως ποιός άναψε όλες τούτες τις φωτιές; Ποιά άνομα χέρια πυροδότησαν την ανείπωτη τραγωδία; Ποιοί εγκληματικοί εγκέφαλοι έσπειραν τον όλεθρο όχι μόνο στα χωριά της Ζαχάρως, του Ταύγετου, της Εύβοιας και τη Αττικής αλλά κάρφωσαν το μαχαίρι της εθνικής ταπείνωσης για μια ακόμη φορά στα σπλάγνα μας;
Είναι τραγικό να παρακολουθούμε τις δημοσιογραφικές ομάδες της Ελλάδας να παριστάνουν τους αμείλικτους κριτές της πυροσβεστικής, της αστυνομίας, του στρατού και γενικά των φορέων που θα μπορούσαν δυνητικά και υποθετικά να ανακόψουν αποτελεσματικότερα τη φόρα των πολλαπλών μετώπων της φωτιάς.
Είναι σκέτη ειρωνία μέσα στον ολοφυρμό για τα αποτεφρωμένα θύματα της εθνικής καταστροφής να ρίχνονται βολές πολιτικών εντυπώσεων επ’ ωφελεία των κομμάτων εν όψει των εκλογών. Είναι πέραν της ηθικής, όλοι οι πολιτικοί συνδυασμοί να παίρνουν ένα κομματάκι εκδίκησης εναντίον μιας «ανάξιας κυβέρνησης». Και η κυβέρνηση να προσωποιεί τη λύπη της στο δακρυσμένο προφίλ του πρωθυπουργού, ο οποίος περιορίζεται στην έντονη θλίψη και στην απόφαση να κηρύξει την Ελλάδα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ισως να είμαι ρομαντική, ίσως αιθεροβάμων. Αλλά τα δάκρυά μου είναι καυτά μόνο για την κόλαση των συμπατριωτών μου. Δεν περισσεύουν για τη νοσηρή διαμάχη μεταξύ των μικροπολιτικών και μικροδημοσιογραφικών συμφερόντων της πεντάρας.
Η μόνη κραυγή που μου απομένει να υψώσω είναι: Αιδώς Αργείοι!
Friday, August 24, 2007
Εκλογές της ραστώνης
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Τους μάζεψε απο την παραλία ο Καραμανλής πολιτικούς και δημοσιογράφους για να κάνει εκλογές αυξημένης ταχύτητας, μιά και το επιτελείο του έβλεπε ότι το διάστημα μέχρι το Μάρτη ( που θα έκλεινε η τετραετία) θα πνιγόταν όχι μόνο μέσα στην σκανδαλολογία των ομολόγων αλλά στη δυσοσμία των δικαστικών ανακρίσεων περί αυτά.
Ετσι,όλοι και όλες εσπευσμένα, πακετάρισαν μαγιό, σόρτς, παρεό , χρώματα και ενδύθηκαν το σοβαροφανή αγώνα της προεκλογικής διαπάλης. Πνιγμένοι στα κουστουμάκια, τα ταγεράκια , τις γραβάτες και τα χτενίσματα κομμωτηρίου παρελαύνουν απο τις τηλεοπτικές οθόνες προκαλώντας θυμηδία ιδιαίτερα σε μάς τους απόδημους, που περί άλλα τυρβάζουμε.
Πρόκειται για μια εκλογική παρωδία αν κάποιος δεί την εικόνα με την ψύχραιμη ματιά του τρίτου. Ο πρωθυπουργός, που μέχρι δύό βδομάδες πριν διερρήγνυε τα ιμάτιά του πως οι εκλογές θα διεξαγόνταν κανονικά στην τετραετία, εξαπήνης έστειλε τους μηχανισμούς των κομμάτων απο το ρελαντί των διακοπών στη φούλ λειτουργία με φόβο να καούν.
Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος ζητούσε απο τον Ιούνιο εκλογές εδώ και τώρα (για να επωφεληθεί της παραφιλολογίας των δομημένων ομολόγων) ξαφνικά αντί να ικανοποιηθεί με τη δική του πρόταση για πρόωρες εκλογές τελικά μέσω των στελεχών του φωνασκεί για το εσπευσμένο της ιστορίας.
Και τα δύο μεγάλα κόμματα ηχούν γελοία στην επιχειρηματολογία για το εσπευσμένο των εκλογών. Ο μέν Κώστας Καραμανλής αποδεικνύεται πως ήθελε πάση θυσία να αποφύγει το άνοιγμα της νέας βουλευτικής περιόδου με την έκθεση Ζορμπά να καταλογίζει ευθύνες όχι επωνύμως σε υπουργούς και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, αλλά πάντως να αποδίδει απόλυτη πολιτική ευθύνη στην κυβερνώσα παράταξη.Σίγουρα, το πολιτικό κόλπο να αποφευχθεί μια κατα μέτωπον σύγκρουση στα έδρανα της Βουλής , θεωρείται πως αν δεν θα ωφελήσει, τουλάχιστον θα προκαλέσει την ελάχιστη βλάβη στην κυβερνητική παράταξη.
Ταυτόχρονα, η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, θεσμοθέτησε νομοσχέδια-εξαγγελίες της προηγούμενης εκλογικής περιόδου, παίρνοντας τον σεμνό και ταπεινό δρόμο της μικρομεσαίας τάξης,
Απο την άλλη πλευρά, ο Γιώργος Παπανδρέου, σχεδόν απροετοίμαστος για μια μεγάλη προεκλογική επίθεση παροχών προς το λαό (που θα επρεπε να αποτελεί την κύρια ατζέντα του) , χρησιμοποιεί το σκάνδαλο των ομολόγων ως κύριο κορμό της εκστρατείας του , ακυρώνοντας την εικόνα μιας αντιπολίτευσης με όραμα ΚΑΙ πρόγραμμα για δυναμικότερο κοινωνικό κράτος.
Ετσι, το σκάνδαλο των ομολόγων, που η Νέα Δημοκρατία επι της ουσίας προσπάθησε να φιμώσει με την επιστροφή των χρημάτων απο την JP Morgan, γίνεται μια έωλη αρνητική εκλογική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, με τον απόλυτο κίνδυνο να γίνει μπούμερανγκ στις καρδιές των πιό έντιμων ψηφοφόρων.
Οσο για την Αλέκα Παπαρήγα, αντί το ΚΚΕ να παραθέσει μια δυναμική και υγιή κριτική για το έργο της κυβέρνησης Καραμανλή, προσπαθεί αν κρατήσει μια φλεγματική στάση στο θέμα των ομολόγων (χωρίς ιδιαίτερη και επίπονη κριτική στην κυβέρνηση) διαλέγοντας το δρόμο του soft politics. Η επιλογή να θέσει τον Κώστα Καζάκο (τηλεοπτικό ήρωα της Βέρας στο Δεξί) επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας, προσανατολίζει σε ένα μαρκετίστικο τρόπο αντίληψης, μακράν της παραδοσιακής αριστεράς.
Ο Αλέκος Αλαβάνος του Συνασπισμού θέλει να αρθρώσει μια λαϊκή πολιτική εξαπολύνοτας σκληρά βέλη κατά της κυβερνητικής αναλγησίας για τις ασθενέστερα οικονομικά τάξεις αλλά και κατά της οικονομικής διαπλοκής των μεγάλων κομμάτων, αλλά μάλλον φωνή βοώντος εν τη ερήμω ακούγεται.
Τον έντονο διπολισμό των δύο μεγάλων κομμάτων επιχειρούν να σπάσουν τα εθνικιστικά κόμματα του Γιώργου Καρατζαφέρη και του Στέλιου Παπαθεμελή, αλλά καθώς προτάσσουν στην ατζέντα το ευαίσθητο εθνικό ζήτημα του Μακεδονικού, κινδυνεύουν να αλληλοακυρωθούν, αφού θα αντλήσουν τελικά ψηφοφόρους απο την ίδια δεξαμενή της εθνικιστικής παράταξης.
Ετσι, με τα μαγιό στο συρτάρι για περισσότερα μπάνια μετά τα μέσα Σεπτέμβρη, οι εκλογές θα διαγραφούν στα ίδια περίπου επίπεδα με τις προηγούμενες. Κανένα σκάνδαλο , καμιά αναφορά στην πολιτική και οικονομική διαφθορά δεν φαίνεται να ταράσσει τους κύκλους του ελληνικού σώματος των ψηφοφόρων, που δίνει ήδη προβάδισμα 2% στη Νέα Δημοκρατία.
Τους μάζεψε απο την παραλία ο Καραμανλής πολιτικούς και δημοσιογράφους για να κάνει εκλογές αυξημένης ταχύτητας, μιά και το επιτελείο του έβλεπε ότι το διάστημα μέχρι το Μάρτη ( που θα έκλεινε η τετραετία) θα πνιγόταν όχι μόνο μέσα στην σκανδαλολογία των ομολόγων αλλά στη δυσοσμία των δικαστικών ανακρίσεων περί αυτά.
Ετσι,όλοι και όλες εσπευσμένα, πακετάρισαν μαγιό, σόρτς, παρεό , χρώματα και ενδύθηκαν το σοβαροφανή αγώνα της προεκλογικής διαπάλης. Πνιγμένοι στα κουστουμάκια, τα ταγεράκια , τις γραβάτες και τα χτενίσματα κομμωτηρίου παρελαύνουν απο τις τηλεοπτικές οθόνες προκαλώντας θυμηδία ιδιαίτερα σε μάς τους απόδημους, που περί άλλα τυρβάζουμε.
Πρόκειται για μια εκλογική παρωδία αν κάποιος δεί την εικόνα με την ψύχραιμη ματιά του τρίτου. Ο πρωθυπουργός, που μέχρι δύό βδομάδες πριν διερρήγνυε τα ιμάτιά του πως οι εκλογές θα διεξαγόνταν κανονικά στην τετραετία, εξαπήνης έστειλε τους μηχανισμούς των κομμάτων απο το ρελαντί των διακοπών στη φούλ λειτουργία με φόβο να καούν.
Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος ζητούσε απο τον Ιούνιο εκλογές εδώ και τώρα (για να επωφεληθεί της παραφιλολογίας των δομημένων ομολόγων) ξαφνικά αντί να ικανοποιηθεί με τη δική του πρόταση για πρόωρες εκλογές τελικά μέσω των στελεχών του φωνασκεί για το εσπευσμένο της ιστορίας.
Και τα δύο μεγάλα κόμματα ηχούν γελοία στην επιχειρηματολογία για το εσπευσμένο των εκλογών. Ο μέν Κώστας Καραμανλής αποδεικνύεται πως ήθελε πάση θυσία να αποφύγει το άνοιγμα της νέας βουλευτικής περιόδου με την έκθεση Ζορμπά να καταλογίζει ευθύνες όχι επωνύμως σε υπουργούς και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, αλλά πάντως να αποδίδει απόλυτη πολιτική ευθύνη στην κυβερνώσα παράταξη.Σίγουρα, το πολιτικό κόλπο να αποφευχθεί μια κατα μέτωπον σύγκρουση στα έδρανα της Βουλής , θεωρείται πως αν δεν θα ωφελήσει, τουλάχιστον θα προκαλέσει την ελάχιστη βλάβη στην κυβερνητική παράταξη.
Ταυτόχρονα, η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, θεσμοθέτησε νομοσχέδια-εξαγγελίες της προηγούμενης εκλογικής περιόδου, παίρνοντας τον σεμνό και ταπεινό δρόμο της μικρομεσαίας τάξης,
Απο την άλλη πλευρά, ο Γιώργος Παπανδρέου, σχεδόν απροετοίμαστος για μια μεγάλη προεκλογική επίθεση παροχών προς το λαό (που θα επρεπε να αποτελεί την κύρια ατζέντα του) , χρησιμοποιεί το σκάνδαλο των ομολόγων ως κύριο κορμό της εκστρατείας του , ακυρώνοντας την εικόνα μιας αντιπολίτευσης με όραμα ΚΑΙ πρόγραμμα για δυναμικότερο κοινωνικό κράτος.
Ετσι, το σκάνδαλο των ομολόγων, που η Νέα Δημοκρατία επι της ουσίας προσπάθησε να φιμώσει με την επιστροφή των χρημάτων απο την JP Morgan, γίνεται μια έωλη αρνητική εκλογική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, με τον απόλυτο κίνδυνο να γίνει μπούμερανγκ στις καρδιές των πιό έντιμων ψηφοφόρων.
Οσο για την Αλέκα Παπαρήγα, αντί το ΚΚΕ να παραθέσει μια δυναμική και υγιή κριτική για το έργο της κυβέρνησης Καραμανλή, προσπαθεί αν κρατήσει μια φλεγματική στάση στο θέμα των ομολόγων (χωρίς ιδιαίτερη και επίπονη κριτική στην κυβέρνηση) διαλέγοντας το δρόμο του soft politics. Η επιλογή να θέσει τον Κώστα Καζάκο (τηλεοπτικό ήρωα της Βέρας στο Δεξί) επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας, προσανατολίζει σε ένα μαρκετίστικο τρόπο αντίληψης, μακράν της παραδοσιακής αριστεράς.
Ο Αλέκος Αλαβάνος του Συνασπισμού θέλει να αρθρώσει μια λαϊκή πολιτική εξαπολύνοτας σκληρά βέλη κατά της κυβερνητικής αναλγησίας για τις ασθενέστερα οικονομικά τάξεις αλλά και κατά της οικονομικής διαπλοκής των μεγάλων κομμάτων, αλλά μάλλον φωνή βοώντος εν τη ερήμω ακούγεται.
Τον έντονο διπολισμό των δύο μεγάλων κομμάτων επιχειρούν να σπάσουν τα εθνικιστικά κόμματα του Γιώργου Καρατζαφέρη και του Στέλιου Παπαθεμελή, αλλά καθώς προτάσσουν στην ατζέντα το ευαίσθητο εθνικό ζήτημα του Μακεδονικού, κινδυνεύουν να αλληλοακυρωθούν, αφού θα αντλήσουν τελικά ψηφοφόρους απο την ίδια δεξαμενή της εθνικιστικής παράταξης.
Ετσι, με τα μαγιό στο συρτάρι για περισσότερα μπάνια μετά τα μέσα Σεπτέμβρη, οι εκλογές θα διαγραφούν στα ίδια περίπου επίπεδα με τις προηγούμενες. Κανένα σκάνδαλο , καμιά αναφορά στην πολιτική και οικονομική διαφθορά δεν φαίνεται να ταράσσει τους κύκλους του ελληνικού σώματος των ψηφοφόρων, που δίνει ήδη προβάδισμα 2% στη Νέα Δημοκρατία.
Friday, August 17, 2007
Με σουρρεαλιστική προσέγγιση
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Λαϊκός Σουρρεαλισμός
Κώστας Ντε Βαλαμόντε
Ο αντιήρωας μιας παρα-λογικής αφήγησης
Εκδόσεις Fagottobooks
Ενα πρωτότυπο βιβλίο σε μια καταπληκτική έκδοση της Fagottobooks ήρθε να ταρακουνήσει τα πολιτιστικά νερά της Λευκάδας, προβάλλοντας τον ιδιότυπο σουρρεαλισμό ενός Λευκάδιου αυτοσχέδιου ποιητή , φιλόσοφου και εικαστικού καλλιτέχνη. Ο Κώστας ντε Βαλαμόντε , ιδιαίτερος , ελκυστικός και ανατρεπτικός στους μεταπολεμικούς καιρούς της Λευκάδας έγινε αντικείμενο μελέτης απο τη δόκτωρα της φιλολογίας Βιβή Κοψιδά-Βρεττού που χάρισε στη λογοτεχνία μια βαθειά και πολυδιάστατη μελέτη για το λαϊκό προσωπικό σουρρεαλισμό ενός ανδρός. Το εν λόγω βιβλίο προλογίζει ένας απο τους κύριους Ελληνες εκφραστές του υπερρεαλισμού, ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, επικυρώνοντας τούτη την συγκριτική θεώρηση της συγγραφέως.
Τη δρα Βιβή-Κοψιδά Βρεττού τη γνώριζα μακρόθεν ως φιλόλογο και διακεκριμένη γυναίκα στα Λευκαδίτικα Γράμματα μέσα απο την πολυποίκιλη και σημαντική σπουδή της σε διάφορους χώρους της διανόησης του τόπου μας. Ωστόσο, η ψυχή μου κλείδωσε στους τόνους και του ρυθμούς της δικής της , όταν δέχθηκε να γίνει συνοδοιπόρος μου στην «Πεταλούδα της Ζωής μας» και αργότερα στο μυθιστόρημά μου «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα». Εκεί ανακάλυψα μια άλλη γυναίκα , παθιασμένη κυριολεκτικά με την τοπική λογιοσύνη μας (όπως η ίδια την αποκαλεί) στις διάφορες εκφράσεις της, μια επιστήμονα που υφαίνει τις εργασίες της πάνω στη ντόπια καλλιτεχνική παραγωγή με στημόνι τη τετράγωνη μεθοδολογική της γνώση και υφάδι τη λυρική της προσέγγιση.
Αυτό το βιβλίο για τον Κώστα ντε Βαλαμόντε περιέχει το ιδανικό πάντρεμα των δύο κόσμων της δρος Βιβής Κοψιδά Βρεττού, που προσεγγίζει το αντικείμενο της έρευνάς της με τον απόλυτο σεβασμό του υποκειμένου μιας παρα-λογικής αφήγησης και τέχνης.
Κανείς δεν υποπτευόταν πως η αυτόκλητη ανακήρυξη του Κώστα Βαλαμόντε σε σουρρεαλιστή ποιητή και ζωγράφο απο τη δεκαετία του 60 θα γινόταν μερικές δεκαετίες αργότερα αντικείμενο μιας επιστημονικής ανάλυσης και επαγωγής του υπερρεαλιστικού κινήματος στη λαϊκή αντι-έκφραση ενός ανθρώπου, που οι Λευκάδιοι εκλάμβαναν ως γραφικό τύπο, προκαλούντα θυμηδία στην ομήγυρή τους.
Δεν επιδιώκω να σταθώ στα επιμέρους, αλλά στο σύνολο αυτού του έργου που έρχεται να φωτίσει μέσα απο την χρωστική αναρχία του σουρρεαλισμού την προσωπική πάλη ενός λαϊκού αντιήρωα , προικισμένου με μοναδικά χαρίσματα. Οπως σωστά υπαινίσσεται σε όλο το βιβλίο της η δρ. Βιβή Κοψιδά Βρεττού , ο Κώστας Βαλαμόντες πλασμένος με έμφυτες αρετές (δυνατή σκέψη, λυρικό λόγο, μουσική και εικαστική δεξιότητα) αλλά καταδικασμένος στην έλλειψη επιστημονικού υποβάθρου, αναζητεί διέξοδο στον ακράτητο καλπασμό του νού και της αυτσαρκαστικής του τάσης. Ετσι δημιουργεί ένα δικό του πεδίο οπτικής το οποίο ονομάζει προσωπικό σουρρεαλισμό μια και το παράλογο κυριαρχεί με μια ανώμαλη μορφολογία όχι ως υπερκέρασμα του λογικού αλλά ως αντιπρόταση στη συμβατική λογικότητα του ανθρώπινου περίγυρου.
Η δρ. Βιβή Κοψιδά-Βρεττού στο πρώτο μέρος του πονήματος της αναλύει με ζωντανή και χυμώδη γραφή το κίνημα του ντανταϊσμού και του σουρρεαλισμού στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες παραπέμποντας στον Ουγκο Μπόλ, τον Αντρέ Μρετόν, τον Ανρί Μπρεξόν, τον Γκιγιόμ Απολιναίρ και όσους μεγάλους προσπάθησαν να ακροβατήσουν στα όρια του παραλόγου, σπάζοντας τις αλυσίδες της κονφορμιστικής σκέψης και τέχνης καθώς σύμφωνα με το μανιφέστο «Σουρρεαλισμός σημαίνει: Καθαρός ψυχικός αυτοματισμός με τον οποίο επιδιώκει κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε με οποιονδήποτε τρόπο την πραγματική διαδικασία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης χωρίς κανένα έλεγχο της λογικής , ανεξάρτητη απο κάθε αισθητική ή ηθική ετκίμηση».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της η δρ. Κοψιδά-Βρεττού με το μαγικό ραβδί της επαγωγικής μεθόδου ανάγει το όλο στο ένα, παραλληλίζοντας το σουρρεαλιστικό δόγμα και τις εκφράσεις του με το ποιητικό και φιλοσοφικό έργο του δικού μας αντιήρωα Κώστα Ντε Βαλαμόντε. Τρυφερά και ποιητικά μαζί, με την αγαπητική προσέγγιση μιας αισθαντικής πένας, η καταξιωμένη φιλόλογος, παίρνει σταλαματιά –σταλαματιά τους παρά-λογικούς λόγους του υποκειμένου της και τους τοποθετεί δίπλα στις υπερ-λογικές παραβάσεις των απελευθερωμένων σουρρεαλιστών της Ευρώπης, που σαν κακομαθημένα παιδιά κλώτσησαν με μανία τη συμβατική δημιουργία. Ταυτόχρονα παρατίθενται αυτούσια τα έργα του Βαλαμόντε τόσο σε επίπεδο φιλοσοφικών τοποθετήσεων , ποιητικών εκφράσεων όσο και εικαστικών δημιουργιών.
Βέβαια, η αντίστιξη ανάμεσα στους ηγέτες του σουρρεαλιστικού κινήματος και το λαϊκό σουρρεαλιστή Βαλαμόντε είναι φανερή και δεν επιδέχεται προσωπικές ερμηνείες. Οι πρώτοι, αβόλευτοι με τη συνέργεια στα συνήθη δρώμενα, απο αλαζονία αν το θές- χτυπούν τη γροθιά στο μαχαίρι της πεπατημένης. Ο δεύτερος επιστρατεύει την παρα-λογική επένδυση της δημιουργίας του απο αδυναμία να εκφραστεί στη συμβατική ανθρώπινη γλώσσα αλλά και απο εξυπνάδα να ενταχθεί σε ένα κίνημα άγνωστο εν πολλοίς στη μικρή Λευκάδα ή ακόμη και στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Κλείνοντας θα προσπαθήσω να σταθώ στο τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου παρατίθενται προσωπικές αποτιμήσεις Λευκαδίων λογίων και καλλιτεχνών, που συχνωστίσθηκαν με τον Κώστα Ντε Βαλαμόντε και έζησαν με πάθος τις λαμπρές εποχές των διαλέξεων στον Απόλλωνα και το Πάνθεον.
Απο όλες τις προσεγγίσεις (που είναι πολλές και διαφορετικά ενδιαφέρουσες) κρατάω τις διαχρονικές τοποθετήσεις του δικηγόρου Τάκη Μαμαλούκα, ο οποίος μέσα απο τα κατα καιρούς γραφόμενά του στην εφημερίδα Λευκάς αναδεικνύει την πολυσχιδή προσωπικότητα του λαϊκού αντιήρωα όχι με ειρωνία ή καταφρόνηση αλλά με ένα είδος θαυμασμού προς τον ίδιο και με τόνο επίπληξης προς τους Λευκάδιους. Σημειώνω απο χρονογράφημά του: «Μήπως πήρατε καμιά φορά στα σοβαρά, αυτό το ηρωικό πέταγμα αυτού του αητού χωρίς φτερά, την ανάβασι στα Ιμαλάια της φαντασίας του άνευ θρανίου ποιητή, το υπεράνθρωπο τίναγμα προς το άγνωστο, με μόνη δύναμη τη δίψα της φυγής απο τα καλυβοσφύρια και τις μετζεσόλες;»
Είναι βέβαιο, πως ο Κώστας Ντε Βαλαμόντες έζησε τη μοναξιά της ιδιαιτερότητάς του στη μικρή Λευκάδα, κοινωνικοποιούμενος κατα το δοκούν και απόλυτα επιλεκτικά όταν και όπως εκείνος επιθυμούσε. Πάντώς, εύρισκε την ώρα και την πολυτέλεια να δακτυλοδεικνύει τις αδυναμίες των συμβιβασμένων μέσα απο τα δρώμενα, την εικαστική δημιουργία και τις παρα-λογικές τοποθετήσεις του.
Τελικά, τούτο το βιβλίο της δρος Βιβής Κοψιδά-Βρεττού δεν επιχειρεί την ωραιοποίηση ενός αντιήρωα, ούτε την ηρωοποίηση ενός γραφικού παρανοϊκού . Οπως η ίδια γράφει: «Η μοναχική παράσταση, μέσα στην πικρή φαντασίωση της ομαδικότητας και την τελεολογία της συνειδητής κίνησης, μια δραματική κωμωδία, σε όλη τη χειμαρρώδη διάρκειά της, αντιστρέφει τη γνώριμη γλώσσα μιας επαρχιακής πόλης και ανατρέπει των κατοίκων της τη βεβαιότητα για τις απόλυτες γραμμές ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία της αυτογνωσίας τους, αποκαλύπτοντας την ισχύ της επανάστασης στον πιό ανορθόδοξο ορθολογισμό. Για να μπορούμε να πούμε όπως ο Ιονέσκο ότι για το πνεύμα του «τιποτε δεν μπορεί να ληφθεί απόλυτα στα σοβαρά ούτε απόλυτα στ’ αστεία».
Λαϊκός Σουρρεαλισμός
Κώστας Ντε Βαλαμόντε
Ο αντιήρωας μιας παρα-λογικής αφήγησης
Εκδόσεις Fagottobooks
Ενα πρωτότυπο βιβλίο σε μια καταπληκτική έκδοση της Fagottobooks ήρθε να ταρακουνήσει τα πολιτιστικά νερά της Λευκάδας, προβάλλοντας τον ιδιότυπο σουρρεαλισμό ενός Λευκάδιου αυτοσχέδιου ποιητή , φιλόσοφου και εικαστικού καλλιτέχνη. Ο Κώστας ντε Βαλαμόντε , ιδιαίτερος , ελκυστικός και ανατρεπτικός στους μεταπολεμικούς καιρούς της Λευκάδας έγινε αντικείμενο μελέτης απο τη δόκτωρα της φιλολογίας Βιβή Κοψιδά-Βρεττού που χάρισε στη λογοτεχνία μια βαθειά και πολυδιάστατη μελέτη για το λαϊκό προσωπικό σουρρεαλισμό ενός ανδρός. Το εν λόγω βιβλίο προλογίζει ένας απο τους κύριους Ελληνες εκφραστές του υπερρεαλισμού, ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, επικυρώνοντας τούτη την συγκριτική θεώρηση της συγγραφέως.
Τη δρα Βιβή-Κοψιδά Βρεττού τη γνώριζα μακρόθεν ως φιλόλογο και διακεκριμένη γυναίκα στα Λευκαδίτικα Γράμματα μέσα απο την πολυποίκιλη και σημαντική σπουδή της σε διάφορους χώρους της διανόησης του τόπου μας. Ωστόσο, η ψυχή μου κλείδωσε στους τόνους και του ρυθμούς της δικής της , όταν δέχθηκε να γίνει συνοδοιπόρος μου στην «Πεταλούδα της Ζωής μας» και αργότερα στο μυθιστόρημά μου «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα». Εκεί ανακάλυψα μια άλλη γυναίκα , παθιασμένη κυριολεκτικά με την τοπική λογιοσύνη μας (όπως η ίδια την αποκαλεί) στις διάφορες εκφράσεις της, μια επιστήμονα που υφαίνει τις εργασίες της πάνω στη ντόπια καλλιτεχνική παραγωγή με στημόνι τη τετράγωνη μεθοδολογική της γνώση και υφάδι τη λυρική της προσέγγιση.
Αυτό το βιβλίο για τον Κώστα ντε Βαλαμόντε περιέχει το ιδανικό πάντρεμα των δύο κόσμων της δρος Βιβής Κοψιδά Βρεττού, που προσεγγίζει το αντικείμενο της έρευνάς της με τον απόλυτο σεβασμό του υποκειμένου μιας παρα-λογικής αφήγησης και τέχνης.
Κανείς δεν υποπτευόταν πως η αυτόκλητη ανακήρυξη του Κώστα Βαλαμόντε σε σουρρεαλιστή ποιητή και ζωγράφο απο τη δεκαετία του 60 θα γινόταν μερικές δεκαετίες αργότερα αντικείμενο μιας επιστημονικής ανάλυσης και επαγωγής του υπερρεαλιστικού κινήματος στη λαϊκή αντι-έκφραση ενός ανθρώπου, που οι Λευκάδιοι εκλάμβαναν ως γραφικό τύπο, προκαλούντα θυμηδία στην ομήγυρή τους.
Δεν επιδιώκω να σταθώ στα επιμέρους, αλλά στο σύνολο αυτού του έργου που έρχεται να φωτίσει μέσα απο την χρωστική αναρχία του σουρρεαλισμού την προσωπική πάλη ενός λαϊκού αντιήρωα , προικισμένου με μοναδικά χαρίσματα. Οπως σωστά υπαινίσσεται σε όλο το βιβλίο της η δρ. Βιβή Κοψιδά Βρεττού , ο Κώστας Βαλαμόντες πλασμένος με έμφυτες αρετές (δυνατή σκέψη, λυρικό λόγο, μουσική και εικαστική δεξιότητα) αλλά καταδικασμένος στην έλλειψη επιστημονικού υποβάθρου, αναζητεί διέξοδο στον ακράτητο καλπασμό του νού και της αυτσαρκαστικής του τάσης. Ετσι δημιουργεί ένα δικό του πεδίο οπτικής το οποίο ονομάζει προσωπικό σουρρεαλισμό μια και το παράλογο κυριαρχεί με μια ανώμαλη μορφολογία όχι ως υπερκέρασμα του λογικού αλλά ως αντιπρόταση στη συμβατική λογικότητα του ανθρώπινου περίγυρου.
Η δρ. Βιβή Κοψιδά-Βρεττού στο πρώτο μέρος του πονήματος της αναλύει με ζωντανή και χυμώδη γραφή το κίνημα του ντανταϊσμού και του σουρρεαλισμού στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες παραπέμποντας στον Ουγκο Μπόλ, τον Αντρέ Μρετόν, τον Ανρί Μπρεξόν, τον Γκιγιόμ Απολιναίρ και όσους μεγάλους προσπάθησαν να ακροβατήσουν στα όρια του παραλόγου, σπάζοντας τις αλυσίδες της κονφορμιστικής σκέψης και τέχνης καθώς σύμφωνα με το μανιφέστο «Σουρρεαλισμός σημαίνει: Καθαρός ψυχικός αυτοματισμός με τον οποίο επιδιώκει κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε με οποιονδήποτε τρόπο την πραγματική διαδικασία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης χωρίς κανένα έλεγχο της λογικής , ανεξάρτητη απο κάθε αισθητική ή ηθική ετκίμηση».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της η δρ. Κοψιδά-Βρεττού με το μαγικό ραβδί της επαγωγικής μεθόδου ανάγει το όλο στο ένα, παραλληλίζοντας το σουρρεαλιστικό δόγμα και τις εκφράσεις του με το ποιητικό και φιλοσοφικό έργο του δικού μας αντιήρωα Κώστα Ντε Βαλαμόντε. Τρυφερά και ποιητικά μαζί, με την αγαπητική προσέγγιση μιας αισθαντικής πένας, η καταξιωμένη φιλόλογος, παίρνει σταλαματιά –σταλαματιά τους παρά-λογικούς λόγους του υποκειμένου της και τους τοποθετεί δίπλα στις υπερ-λογικές παραβάσεις των απελευθερωμένων σουρρεαλιστών της Ευρώπης, που σαν κακομαθημένα παιδιά κλώτσησαν με μανία τη συμβατική δημιουργία. Ταυτόχρονα παρατίθενται αυτούσια τα έργα του Βαλαμόντε τόσο σε επίπεδο φιλοσοφικών τοποθετήσεων , ποιητικών εκφράσεων όσο και εικαστικών δημιουργιών.
Βέβαια, η αντίστιξη ανάμεσα στους ηγέτες του σουρρεαλιστικού κινήματος και το λαϊκό σουρρεαλιστή Βαλαμόντε είναι φανερή και δεν επιδέχεται προσωπικές ερμηνείες. Οι πρώτοι, αβόλευτοι με τη συνέργεια στα συνήθη δρώμενα, απο αλαζονία αν το θές- χτυπούν τη γροθιά στο μαχαίρι της πεπατημένης. Ο δεύτερος επιστρατεύει την παρα-λογική επένδυση της δημιουργίας του απο αδυναμία να εκφραστεί στη συμβατική ανθρώπινη γλώσσα αλλά και απο εξυπνάδα να ενταχθεί σε ένα κίνημα άγνωστο εν πολλοίς στη μικρή Λευκάδα ή ακόμη και στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Κλείνοντας θα προσπαθήσω να σταθώ στο τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου παρατίθενται προσωπικές αποτιμήσεις Λευκαδίων λογίων και καλλιτεχνών, που συχνωστίσθηκαν με τον Κώστα Ντε Βαλαμόντε και έζησαν με πάθος τις λαμπρές εποχές των διαλέξεων στον Απόλλωνα και το Πάνθεον.
Απο όλες τις προσεγγίσεις (που είναι πολλές και διαφορετικά ενδιαφέρουσες) κρατάω τις διαχρονικές τοποθετήσεις του δικηγόρου Τάκη Μαμαλούκα, ο οποίος μέσα απο τα κατα καιρούς γραφόμενά του στην εφημερίδα Λευκάς αναδεικνύει την πολυσχιδή προσωπικότητα του λαϊκού αντιήρωα όχι με ειρωνία ή καταφρόνηση αλλά με ένα είδος θαυμασμού προς τον ίδιο και με τόνο επίπληξης προς τους Λευκάδιους. Σημειώνω απο χρονογράφημά του: «Μήπως πήρατε καμιά φορά στα σοβαρά, αυτό το ηρωικό πέταγμα αυτού του αητού χωρίς φτερά, την ανάβασι στα Ιμαλάια της φαντασίας του άνευ θρανίου ποιητή, το υπεράνθρωπο τίναγμα προς το άγνωστο, με μόνη δύναμη τη δίψα της φυγής απο τα καλυβοσφύρια και τις μετζεσόλες;»
Είναι βέβαιο, πως ο Κώστας Ντε Βαλαμόντες έζησε τη μοναξιά της ιδιαιτερότητάς του στη μικρή Λευκάδα, κοινωνικοποιούμενος κατα το δοκούν και απόλυτα επιλεκτικά όταν και όπως εκείνος επιθυμούσε. Πάντώς, εύρισκε την ώρα και την πολυτέλεια να δακτυλοδεικνύει τις αδυναμίες των συμβιβασμένων μέσα απο τα δρώμενα, την εικαστική δημιουργία και τις παρα-λογικές τοποθετήσεις του.
Τελικά, τούτο το βιβλίο της δρος Βιβής Κοψιδά-Βρεττού δεν επιχειρεί την ωραιοποίηση ενός αντιήρωα, ούτε την ηρωοποίηση ενός γραφικού παρανοϊκού . Οπως η ίδια γράφει: «Η μοναχική παράσταση, μέσα στην πικρή φαντασίωση της ομαδικότητας και την τελεολογία της συνειδητής κίνησης, μια δραματική κωμωδία, σε όλη τη χειμαρρώδη διάρκειά της, αντιστρέφει τη γνώριμη γλώσσα μιας επαρχιακής πόλης και ανατρέπει των κατοίκων της τη βεβαιότητα για τις απόλυτες γραμμές ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία της αυτογνωσίας τους, αποκαλύπτοντας την ισχύ της επανάστασης στον πιό ανορθόδοξο ορθολογισμό. Για να μπορούμε να πούμε όπως ο Ιονέσκο ότι για το πνεύμα του «τιποτε δεν μπορεί να ληφθεί απόλυτα στα σοβαρά ούτε απόλυτα στ’ αστεία».
Tuesday, August 14, 2007
Thursday, August 9, 2007
Λευκάδιος Μόστρας
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Το Δημήτρη Μαμαλούκα τον γνώρισα στην Αγία Κυριακή ένα λαμπερό απόγευμα καλοκαιριού, όταν η κόρη του Μάουρα ήταν ένα μικροσκοπικό μωρό κι έκλεγε με τις τσιμπιές των άτακτων κουνουπιών. Θυμάμαι το εκφραστικό προσωπάκι της που παρά τα απότομα κλαματάκια σκόρπιζε χαρά και χαμόγελα σε όλη την παρέα εναρμονίζοντάς την με την ομορφιά του τοπίου.
Ετρεφα μεγάλη εκτίμηση για όλη την οικογένειά του και προπάντων για την τρυφερή θεία Λουκία, που πάντα με καρτερικότητα δέχθηκε ό,τι της επιφύλαξε η ζωή της. Ηταν και παραμένει για μένα μια σπουδαία γυναίκα, που έχει μια αγαπητική στάση προς όλους και μια γλυκειά κουβέντα να καταθέσει στις δύσκολες στιγμές των ανθρώπων γύρω της. Με το Δημήτρη εξάλλου μάς δένει και μια μακρινή συγγένεια αφού η μητέρα του και η θεία Λουκία κρατούν απο την οικογένεια Φραγκούλη.
Εκείνο το απόγευμα που ανταλλάσσαμε συστάσεις με θέα την απόλυτη ομορφιά της Μαδουρής του Βαλαωρίτη, ο Δημήτρης με το φυσικότερο ύφος του κόσμου μού δήλωσε επάγγελμα συγγραφέας. Τον κοίταξα καχύποπτα, καθώς δεν τολμούσα να διανοηθώ πως υπάρχει ένα τέτοιο αυτόνομο κι αυτούσιο επάγγελμα. Μόλις είχε γράψει το πρώτο του πόνημα , το οποίο μάλιστα μου επέδωσε αργότερα για να διαβάσω.
Δε μπορώ να πώ ότι με ενθουσίασε το βιβλίο του, το οποίο εστίαζε την ιστορία του σε κάποιους απόβλητους ρέμπελους της Ιταλίας. Δεν με έπεισε ούτε η ιστορία ούτε η ακραία χρήση σκηνών κι εκφράσεων ούτε η γλώσσα. Κι όμως το βιβλίο του είχε επιλεγεί ήδη να γίνει σενάριο ταινίας.
Το δεύτερο βιβλίο του δεν κατόρθωσα να το πάρω στα χέρια μου, γιατί το 2003 με βρήκε εκείνη η συμφορά της Κωσνταντίνας και δεν είχα στάλα κουράγιο ν΄αναζητήσω το Δημήτρη ή το μυθιστόρημά του. Το τρίτο του πόνημα «Η Απαγωγή του Εκδότη» το αναζήτησα στα βιβλιοπωλεία της Λευκάδας και δυστυχώς δεν το βρήκα. Ετσι, το αγόρασα απο του Ελευθερουδάκη στην Αθήνα γιατί μ’ έτρωγε η περιέργεια να δώ πώς προχωρούσε ο δηλώσας συγγραφέας.
Με συγκίνησε κατ΄αρχήν η επιλογή του εξωφύλλου, μια φυσική φωτογραφία του ακρωτηρίου Λευκάτας που αγκαλιάζει με την άγρια ομορφιά του τις μνήμες όλων μας. Με συνεπήρε η πλοκή και προπάντων η εμμονή του Δημήτρη να μεταφέρει στον καμβά της ιστορίας του τις μικρές νησίδες του Ιόνιου Πελάγους, αυτές που έμαθε πιότερο απο τις αφηγήσεις των άλλων παρά απο την προσωπική εμπειρία. Εδώ κατάλαβα ότι ο Δημήτρης ήταν ένας story-teller , ένας συγγραφέας που διέθετε το χάρισμα να παρασύρει τον αναγνώστη στην απίστευτη και έστω παρατραβηγμένη ιστορία του. Εδώ αναγνώρισα την εξέλιξη του ανθρώπου που προσανατολίσθηκε σε μια μορφή γραφής αναζητώντας το δικό του στίγμα. Φυσικά, τα βιβλιοπωλεία της Λευκάδας αγρόν ηγόρασαν, κανένα δεν τίμησε την Λευκαδολατρεία του Δημήτρη ούτε για τις εντυπώσεις.
Φέτος ήρθε το νέο του βιβλίο «Η Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», που πήρε πολλές και εκτεταμένες κριτικές σπάζοντας τον κλοιό των αγαπημένων της λογοτεχνικής παρέας. Αλλωστε, ο Δημήτρης έχει παρεισφρύσει απο καιρού σ΄αυτή την παρέα με τις συνδρομές του σε διάφορες κριτικές στήλες.
Η ιστορία ξετυλίγεται –πού αλλού – στην αγαπημένη και γνωστή του Ιταλία, όπου ένας τύπος κληρονομεί την σπάνια βιβλιοθήκη του πατέρα του προσπαθώντας να εκποιήσει τα βιβλία για το εύ ζήν η ντόλτσε βίτα . Εκεί ανακαλύπτει τυχαία πως κατέχει κομμάτια ενός θησαυρού καθώς δύο μεγάλοι συλλέκτες , ένας ανάπηρος Ιταλός μαικήνας κι ένας Ελληνικής καταγωγής ιταλός κροίσος διεκδικούν τα βιβλία που θα τους οδηγήσουν στην ανακάλυψη της χαμένης βιβλιοθήκητης του υπαρκτού μεσαιωνικού συλλέκτη Δημητρίου Μόστρα. Η ιστορία πλέκεται με δυνατές σκηνές που ξετυλίγονται γρήγορα προσφέροντας χορταστική αναμονή στον αναγνώστη.
Παράλληλα ο Δημήτρης Μαμαλούκας αναπτύσσει μια άλλη ιστορία, αυτή μιας παρέας εκδικητών που έχουν σχηματίσει μια ετερόκλητη και παρανοϊκή ομάδα για να τιμωρήσουν με θάνατο τους βιαστές και δολοφόνους αθώων κοριτσιών. Οι δύο ιστορίες δένουν στο τέλος με την κορυφαία καθαρτήρια σκηνή.
Θα πρέπει να σημειώσω κατ΄αρχήν πως τα βιβλία του Δημήτρη Μαμαλούκα σαφώς δεν εντάσσονται στην αστυνομική λογοτεχνία αλλά στην περιπετειώδη γραφή. Ξετυλίγονται με τη μορφή και τον κατιαγισμό μιας ταινίας δράσης για αυτό είναι συναρπαστικά.
Περαιτέρω, στο Δημήτριο Μόστρα, ο Μαμαλούκας δείχνει μια ωριμότερη προσέγγιση στο γράψιμο καθώς επιλέγει να αντλήσει το μύθο του απο μια πιστευτή και υπαρκτή ιστορία οδηγώντας σε σκηνές που δεν είναι απόλυτα ακραίες. Επιπλέον, εδώ αποδεικνύει ότι αρχιτεκτονεί το έργο του και μάλιστα απόλυτα μεθοδευμένα.
Επειδή πολλά έχουν γραφτεί για την επιλογή της παράλληλης ιστορίας των εκδικητών, θα πρέπει να πώ ότι μπορεί να αποδυναμώνει την κεντρική ιστορία της βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα, αλλά έχει τέτοια αρχιτεκτονική χρησιμότητα στο έργο που θα πρέπει να συγχωρηθεί η όποια παρέκκλιση απο την κυρία αφήγηση.
Για μένα αυτό που λείπει ακόμη στο Δημήτρη είναι η ανάπτυξη των χαρακτήρων και των σκηνών, που υστερούν σε συναισθηματική φόρτιση. Δηλαδή ως συγγραφέας βάζει όλη τη δύναμή του στην επιλογή του μύθου στην πλοκή, τις περιγραφές και το ξετύλιγμα της ιστορίας, αναβάλλοντας την υπόθεση των ανθρώπινων χαρακτήρων.
Πιστεύω πως στο επόμενο έργο του θα πρέπει δώσει μεγαλύτερη σημασία στο χτίσιμο των χαρακτήρων του και στη χρήση μιας γλώσσας ποιοτικά ανώτερης. Εχει τα υλικά, τη θέληση και το ταλέντο. Τώρα θα πρέπει να κάνει τον ιδανικό συνδυασμό για να μην περάσουν τα έργα του ως ιστορίες ευχάριστου ξεφυλλίσματος αλλά ως περιπέτειες με δυναμική υπόσταση και αντοχή στο χρόνο.
Πάντως, και σε τούτο το βιβλίο του δεν ξεχνάει την αγαπημένη Λευκάδα κι ας τον έχει ξεχάσει επανειλημμένα και ηχηρά τούτη η Λευκάδα !
Το Δημήτρη Μαμαλούκα τον γνώρισα στην Αγία Κυριακή ένα λαμπερό απόγευμα καλοκαιριού, όταν η κόρη του Μάουρα ήταν ένα μικροσκοπικό μωρό κι έκλεγε με τις τσιμπιές των άτακτων κουνουπιών. Θυμάμαι το εκφραστικό προσωπάκι της που παρά τα απότομα κλαματάκια σκόρπιζε χαρά και χαμόγελα σε όλη την παρέα εναρμονίζοντάς την με την ομορφιά του τοπίου.
Ετρεφα μεγάλη εκτίμηση για όλη την οικογένειά του και προπάντων για την τρυφερή θεία Λουκία, που πάντα με καρτερικότητα δέχθηκε ό,τι της επιφύλαξε η ζωή της. Ηταν και παραμένει για μένα μια σπουδαία γυναίκα, που έχει μια αγαπητική στάση προς όλους και μια γλυκειά κουβέντα να καταθέσει στις δύσκολες στιγμές των ανθρώπων γύρω της. Με το Δημήτρη εξάλλου μάς δένει και μια μακρινή συγγένεια αφού η μητέρα του και η θεία Λουκία κρατούν απο την οικογένεια Φραγκούλη.
Εκείνο το απόγευμα που ανταλλάσσαμε συστάσεις με θέα την απόλυτη ομορφιά της Μαδουρής του Βαλαωρίτη, ο Δημήτρης με το φυσικότερο ύφος του κόσμου μού δήλωσε επάγγελμα συγγραφέας. Τον κοίταξα καχύποπτα, καθώς δεν τολμούσα να διανοηθώ πως υπάρχει ένα τέτοιο αυτόνομο κι αυτούσιο επάγγελμα. Μόλις είχε γράψει το πρώτο του πόνημα , το οποίο μάλιστα μου επέδωσε αργότερα για να διαβάσω.
Δε μπορώ να πώ ότι με ενθουσίασε το βιβλίο του, το οποίο εστίαζε την ιστορία του σε κάποιους απόβλητους ρέμπελους της Ιταλίας. Δεν με έπεισε ούτε η ιστορία ούτε η ακραία χρήση σκηνών κι εκφράσεων ούτε η γλώσσα. Κι όμως το βιβλίο του είχε επιλεγεί ήδη να γίνει σενάριο ταινίας.
Το δεύτερο βιβλίο του δεν κατόρθωσα να το πάρω στα χέρια μου, γιατί το 2003 με βρήκε εκείνη η συμφορά της Κωσνταντίνας και δεν είχα στάλα κουράγιο ν΄αναζητήσω το Δημήτρη ή το μυθιστόρημά του. Το τρίτο του πόνημα «Η Απαγωγή του Εκδότη» το αναζήτησα στα βιβλιοπωλεία της Λευκάδας και δυστυχώς δεν το βρήκα. Ετσι, το αγόρασα απο του Ελευθερουδάκη στην Αθήνα γιατί μ’ έτρωγε η περιέργεια να δώ πώς προχωρούσε ο δηλώσας συγγραφέας.
Με συγκίνησε κατ΄αρχήν η επιλογή του εξωφύλλου, μια φυσική φωτογραφία του ακρωτηρίου Λευκάτας που αγκαλιάζει με την άγρια ομορφιά του τις μνήμες όλων μας. Με συνεπήρε η πλοκή και προπάντων η εμμονή του Δημήτρη να μεταφέρει στον καμβά της ιστορίας του τις μικρές νησίδες του Ιόνιου Πελάγους, αυτές που έμαθε πιότερο απο τις αφηγήσεις των άλλων παρά απο την προσωπική εμπειρία. Εδώ κατάλαβα ότι ο Δημήτρης ήταν ένας story-teller , ένας συγγραφέας που διέθετε το χάρισμα να παρασύρει τον αναγνώστη στην απίστευτη και έστω παρατραβηγμένη ιστορία του. Εδώ αναγνώρισα την εξέλιξη του ανθρώπου που προσανατολίσθηκε σε μια μορφή γραφής αναζητώντας το δικό του στίγμα. Φυσικά, τα βιβλιοπωλεία της Λευκάδας αγρόν ηγόρασαν, κανένα δεν τίμησε την Λευκαδολατρεία του Δημήτρη ούτε για τις εντυπώσεις.
Φέτος ήρθε το νέο του βιβλίο «Η Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», που πήρε πολλές και εκτεταμένες κριτικές σπάζοντας τον κλοιό των αγαπημένων της λογοτεχνικής παρέας. Αλλωστε, ο Δημήτρης έχει παρεισφρύσει απο καιρού σ΄αυτή την παρέα με τις συνδρομές του σε διάφορες κριτικές στήλες.
Η ιστορία ξετυλίγεται –πού αλλού – στην αγαπημένη και γνωστή του Ιταλία, όπου ένας τύπος κληρονομεί την σπάνια βιβλιοθήκη του πατέρα του προσπαθώντας να εκποιήσει τα βιβλία για το εύ ζήν η ντόλτσε βίτα . Εκεί ανακαλύπτει τυχαία πως κατέχει κομμάτια ενός θησαυρού καθώς δύο μεγάλοι συλλέκτες , ένας ανάπηρος Ιταλός μαικήνας κι ένας Ελληνικής καταγωγής ιταλός κροίσος διεκδικούν τα βιβλία που θα τους οδηγήσουν στην ανακάλυψη της χαμένης βιβλιοθήκητης του υπαρκτού μεσαιωνικού συλλέκτη Δημητρίου Μόστρα. Η ιστορία πλέκεται με δυνατές σκηνές που ξετυλίγονται γρήγορα προσφέροντας χορταστική αναμονή στον αναγνώστη.
Παράλληλα ο Δημήτρης Μαμαλούκας αναπτύσσει μια άλλη ιστορία, αυτή μιας παρέας εκδικητών που έχουν σχηματίσει μια ετερόκλητη και παρανοϊκή ομάδα για να τιμωρήσουν με θάνατο τους βιαστές και δολοφόνους αθώων κοριτσιών. Οι δύο ιστορίες δένουν στο τέλος με την κορυφαία καθαρτήρια σκηνή.
Θα πρέπει να σημειώσω κατ΄αρχήν πως τα βιβλία του Δημήτρη Μαμαλούκα σαφώς δεν εντάσσονται στην αστυνομική λογοτεχνία αλλά στην περιπετειώδη γραφή. Ξετυλίγονται με τη μορφή και τον κατιαγισμό μιας ταινίας δράσης για αυτό είναι συναρπαστικά.
Περαιτέρω, στο Δημήτριο Μόστρα, ο Μαμαλούκας δείχνει μια ωριμότερη προσέγγιση στο γράψιμο καθώς επιλέγει να αντλήσει το μύθο του απο μια πιστευτή και υπαρκτή ιστορία οδηγώντας σε σκηνές που δεν είναι απόλυτα ακραίες. Επιπλέον, εδώ αποδεικνύει ότι αρχιτεκτονεί το έργο του και μάλιστα απόλυτα μεθοδευμένα.
Επειδή πολλά έχουν γραφτεί για την επιλογή της παράλληλης ιστορίας των εκδικητών, θα πρέπει να πώ ότι μπορεί να αποδυναμώνει την κεντρική ιστορία της βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα, αλλά έχει τέτοια αρχιτεκτονική χρησιμότητα στο έργο που θα πρέπει να συγχωρηθεί η όποια παρέκκλιση απο την κυρία αφήγηση.
Για μένα αυτό που λείπει ακόμη στο Δημήτρη είναι η ανάπτυξη των χαρακτήρων και των σκηνών, που υστερούν σε συναισθηματική φόρτιση. Δηλαδή ως συγγραφέας βάζει όλη τη δύναμή του στην επιλογή του μύθου στην πλοκή, τις περιγραφές και το ξετύλιγμα της ιστορίας, αναβάλλοντας την υπόθεση των ανθρώπινων χαρακτήρων.
Πιστεύω πως στο επόμενο έργο του θα πρέπει δώσει μεγαλύτερη σημασία στο χτίσιμο των χαρακτήρων του και στη χρήση μιας γλώσσας ποιοτικά ανώτερης. Εχει τα υλικά, τη θέληση και το ταλέντο. Τώρα θα πρέπει να κάνει τον ιδανικό συνδυασμό για να μην περάσουν τα έργα του ως ιστορίες ευχάριστου ξεφυλλίσματος αλλά ως περιπέτειες με δυναμική υπόσταση και αντοχή στο χρόνο.
Πάντως, και σε τούτο το βιβλίο του δεν ξεχνάει την αγαπημένη Λευκάδα κι ας τον έχει ξεχάσει επανειλημμένα και ηχηρά τούτη η Λευκάδα !
Tuesday, August 7, 2007
Στη Γή της Επαγγελίας
Κυνηγώντας το Ονειρο
Της Ρούλας Κοτσέτα
Ενα βιβλίο-ντοκουμέντο για την ιστορία των Ομογενών που αγκυροβόλησαν τα όνειρα τους στη Νέα Υόρκη κυκλοφορεί απο τις Εκδόσεις Αλεκτρύων. Πρόκειται για μια καταγραφή της ιστορίας των ελληνικών κοινοτήτων και των συλλόγων της Νέας Υόρκης απο το 1890-1995 που συγκεντρώνεται για πρώτη φορά σε μια έκδοση με τον τίτλο «Κυνηγώντας το όνειρο».
Η δημοσιογράφος Ρούλα Κοτσέτα που έζησε για 10 χρόνια στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, έκανε έρευνα πολλών μηνών για την συγκέντρωση αυτών των στοιχείων, που αποτελούν μια πηγή έρευνας για εκείνους που θα θελήσουν να ανατρέξουν...στο χθές.
Μέσα σε 273 σελίδες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό ξεδιπλώνεται μια ιστορία χρόνων....που προκαλεί ρίγη συγκίνησης.
Ενα βιβλίο...που σε κάποια απο τις σελίδες του...μπορεί να κρύβει ενα κομμάτι κι απο την δική σας ιστορία.
H παρουσίαση του βιβλίου έγινε στις 29 Μαίου στην Αθήνα. Ακολουθεί παρουσίαση στη Νέα Υόρκη στις 4 Νοεμβρίου 2007, στη Φιλαδέλφεια 11 Νοεμβρίου 2007 και στην Ουάσιγκτον (ακόμα δεν έχει κλείσει η ημερομηνία μέσα στο Νοέμβρη).
H έκδοση είναι στα Ελληνικά και στα Αγγλικά
Στα βιβλιοπωλεία Ελευθερουδάκης, Παπασωτηρίου (site: www.books.gr)
Της Ρούλας Κοτσέτα
Ενα βιβλίο-ντοκουμέντο για την ιστορία των Ομογενών που αγκυροβόλησαν τα όνειρα τους στη Νέα Υόρκη κυκλοφορεί απο τις Εκδόσεις Αλεκτρύων. Πρόκειται για μια καταγραφή της ιστορίας των ελληνικών κοινοτήτων και των συλλόγων της Νέας Υόρκης απο το 1890-1995 που συγκεντρώνεται για πρώτη φορά σε μια έκδοση με τον τίτλο «Κυνηγώντας το όνειρο».
Η δημοσιογράφος Ρούλα Κοτσέτα που έζησε για 10 χρόνια στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, έκανε έρευνα πολλών μηνών για την συγκέντρωση αυτών των στοιχείων, που αποτελούν μια πηγή έρευνας για εκείνους που θα θελήσουν να ανατρέξουν...στο χθές.
Μέσα σε 273 σελίδες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό ξεδιπλώνεται μια ιστορία χρόνων....που προκαλεί ρίγη συγκίνησης.
Ενα βιβλίο...που σε κάποια απο τις σελίδες του...μπορεί να κρύβει ενα κομμάτι κι απο την δική σας ιστορία.
H παρουσίαση του βιβλίου έγινε στις 29 Μαίου στην Αθήνα. Ακολουθεί παρουσίαση στη Νέα Υόρκη στις 4 Νοεμβρίου 2007, στη Φιλαδέλφεια 11 Νοεμβρίου 2007 και στην Ουάσιγκτον (ακόμα δεν έχει κλείσει η ημερομηνία μέσα στο Νοέμβρη).
H έκδοση είναι στα Ελληνικά και στα Αγγλικά
Στα βιβλιοπωλεία Ελευθερουδάκης, Παπασωτηρίου (site: www.books.gr)
Thursday, August 2, 2007
Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω!
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Αυτό το καλοκαίρι δεν ήρθε σαν όλα τ’ άλλα. Ο καιρός επέμενε να είναι βροχερός και κρύος, της λίμνης τα νερά πάγωναν το κορμί μου, ο Μεσιέ Ντενί δεν είχε ρίξει το ποδήλατο της θάλασσας ακόμη μέσα. Ο πιό πιστός κάτοικος του χωριού μας εγκατέλειψε το τοπίο για βόλτες μακρινές κι εξωτικές στην Ευρώπη. Κι εγώ λιαζόμουν μόνο στο ξύλινο μπαλκόνι με τις ξαφνικές μπόρες να διακόπτουν βίαια αυτή την απόλυτη σχέση με τον ήλιο.
Ακόμη και η περίφημη ουρά στο Billboquet, το καλύτερο παγωτατζίδικο της πόλης, δεν ήταν πιά μακριά και γυριστή μέχρι τον άλλο δρόμο. Η όρεξη δεν τράβαγε παγωτό και γεύσεις καλοκαιρινές.
Μόνο τα λουλούδια και το πράσινο θέριεβαν με τις καταιγίδες και τις χαμηλές θερμοκρασίες που άγγιζαν του 3 βαθμούς τα βράδυα, απλώνοντας πάχνη στις παρυφές του λοφίσκου.
Κι όλο διάβαζα για τους καύσωνες στην Ελλάδα κι όλο ένιωθα τυχερή γι αυτό το δικό μου δροσερό καλοκαίρι. Ηταν και η αναρχία που προκαλούσαν οι πυρκαγιές στον τόπο μας, ήταν κι αυτές οι άναρθρες κραυγές των πολιτικών, που αντί να συναινέσουν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, συνέχιζαν να φαλτσάρουν στα τηλεπαράθυρα προκαλώντας ηχορρύπανση στ΄αυτιά μου.
Πάντως, εγώ σε πείσμα αυτής της κατάρρευσης και της αντιαισθητικής εικόνας, ετοιμαζόμουν να συναντήσω κι αυτό το καλοκαίρι στην πατρίδα. Ηδη είχα γεμίσει τις βαλίτσες με τα μικρά δωράκια για τους φίλους μου. Η γκαρνταρόμπα ήταν έτοιμη απο καιρό με τις πολύχρωμες φουντωτές φούστες του 60 να πρωταγωνιστούν σε ένα πανδαιμόνιο καλοκαιρινών χρωμάτων.
Κι ενώ κρατούσα το εισιτήριο ανα χείρας- να βρεθώ εκεί Δεκαπενταύγουστο, της Παναγιάς για να γιορτάσω τη μάννα μου- μια μικρή κακιά μάγισσα άγγιξε με το κακό ραβδί της το αυτάκι μου. Ο ωτορυνολαρυγγολόγος μού ανακοίνωσε έτσι απλά χωρίς περιστροφές πως το αριστερό αυτί μου είχε μια μικρή μόλυνση, πως έπρεπε να κάνω αντιβίωση και πως η ευαισθησία του τυμπάνου δεν επιτρέπει να ταξιδέψω στο μακρινό μου τόπο επι ένα δίμηνο.
Τότε ακριβώς κατάλαβα πόσο αθεράπευτα μακριά βρίσκομαι απο το δικό μου τόπο. Εγκλωβισμένη απο μια ιατρική απόφαση στερούμαι το αυτονόητο δικαίωμά μου να πετάξω για να συναντήσω το καλοκαίρι της πατρίδας μου. Τα μάτια μου βούρκωσαν όχι απο πόνο αλλά απο θυμό για την κακιά μάγισσα που ζήλεψε την τύχη μου να διασχίζω τους ωκεανούς με την ευκολία ενός αποδημητικού πουλιού. Εκλαψα γιατί αίφνης ένιωσα δέσμια ενός συγκεκριμένου γεωγραφκού σημείου, εγώ που έβγαλα απο παιδί φτερά για να πετάω.
Ξαφνικά το Μόντρεαλ ,που κατα τα άλλα λατρεύω, μού φαίνεται πνιγηρό, βαρετό, αβάσταχτα ισορροπημένο, ανεπιθύμητα συντεταγμένο. Μού φαίνεται μια πόλη χωρίς ζωηράδα τώρα μάλιστα που οι περισσότεροι απουσιάζουν σε διακοπές. Μου φαντάζει επίπεδο, βορειομαερικάνικο, απλωμένο άχαρα στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου.
Εγώ που το υμνώ για την ομορφιά του, τώρα το υποβλέπω το Μόντρεαλ της ησυχίας μου, το απάνεμο λιμάνι της ηρεμίας μου. Νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να προσγειωθώ στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», να σπρωχτώ για μια θέση στην ουρά των ταξί, να κουβεντιάσω μετά απο το 10ωρο ταξίδι με τον ταξιτζή σε υψηλούς τόνους για τα πολιτικά που «βρωμάνε κορίτσι μου, μην ψάχνεις».
Θέλω να νιώσω τον ιδρώτα του καύσωνα να λούει το κορμί μου, να αισθανθώ την αγένεια των ανθρώπων να με ξυπνάει απο το λήθαργο της ευρυθμίας μου, θέλω να κορνάρω βιαστικά στο διπλανό μου, να με προσπεράσει ο ταρίφας μουτζώνοντάς με επειδή είμαι γυναίκα-οδηγός.
Θέλω να διαπιστώσω με τις αισθήσεις μου πως ο τόπος όπου γεννήθηκα έχει αυτή τη βαρβαρότητα και το ραχάτι της Ανατολής, πως η φλεγματική δυτική κουλτούρα μου ξυπνάει απο την ανατολίτικη παραφορά μου. Θέλω να νιώσω πως ακροβατώ στους δύο κόσμους μου, περπατώντας στο τεντωμένο σκοινί των διαμετρικά αντίθετων εμπειριών μου .
Θέλω να καταλήξω στη Λευκάδα για να συναντήσω τους αγαπημένους συγγενείς, τους φίλους και τις φίλες των παιδικών μου χρόνων. Θέλω να βραχώ στα ευεργετικά νερά του Ιονίου, να πάρω απο τη λάμψη του σμαραγδένιου χρώματος της θάλασσας.
Ομως αυτό το καλοκαίρι είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στην περιποίηση του αυτιού, γιατί η κακιά μάγισσα δεν πρέπει να νικήσει. Πρέπει να τη νικήσουμε, όπως σοφά είπε ο δρ. Αθανάσιος Κατσάρκας.
Αυτό το καλοκαίρι δεν ήρθε σαν όλα τ’ άλλα. Ο καιρός επέμενε να είναι βροχερός και κρύος, της λίμνης τα νερά πάγωναν το κορμί μου, ο Μεσιέ Ντενί δεν είχε ρίξει το ποδήλατο της θάλασσας ακόμη μέσα. Ο πιό πιστός κάτοικος του χωριού μας εγκατέλειψε το τοπίο για βόλτες μακρινές κι εξωτικές στην Ευρώπη. Κι εγώ λιαζόμουν μόνο στο ξύλινο μπαλκόνι με τις ξαφνικές μπόρες να διακόπτουν βίαια αυτή την απόλυτη σχέση με τον ήλιο.
Ακόμη και η περίφημη ουρά στο Billboquet, το καλύτερο παγωτατζίδικο της πόλης, δεν ήταν πιά μακριά και γυριστή μέχρι τον άλλο δρόμο. Η όρεξη δεν τράβαγε παγωτό και γεύσεις καλοκαιρινές.
Μόνο τα λουλούδια και το πράσινο θέριεβαν με τις καταιγίδες και τις χαμηλές θερμοκρασίες που άγγιζαν του 3 βαθμούς τα βράδυα, απλώνοντας πάχνη στις παρυφές του λοφίσκου.
Κι όλο διάβαζα για τους καύσωνες στην Ελλάδα κι όλο ένιωθα τυχερή γι αυτό το δικό μου δροσερό καλοκαίρι. Ηταν και η αναρχία που προκαλούσαν οι πυρκαγιές στον τόπο μας, ήταν κι αυτές οι άναρθρες κραυγές των πολιτικών, που αντί να συναινέσουν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, συνέχιζαν να φαλτσάρουν στα τηλεπαράθυρα προκαλώντας ηχορρύπανση στ΄αυτιά μου.
Πάντως, εγώ σε πείσμα αυτής της κατάρρευσης και της αντιαισθητικής εικόνας, ετοιμαζόμουν να συναντήσω κι αυτό το καλοκαίρι στην πατρίδα. Ηδη είχα γεμίσει τις βαλίτσες με τα μικρά δωράκια για τους φίλους μου. Η γκαρνταρόμπα ήταν έτοιμη απο καιρό με τις πολύχρωμες φουντωτές φούστες του 60 να πρωταγωνιστούν σε ένα πανδαιμόνιο καλοκαιρινών χρωμάτων.
Κι ενώ κρατούσα το εισιτήριο ανα χείρας- να βρεθώ εκεί Δεκαπενταύγουστο, της Παναγιάς για να γιορτάσω τη μάννα μου- μια μικρή κακιά μάγισσα άγγιξε με το κακό ραβδί της το αυτάκι μου. Ο ωτορυνολαρυγγολόγος μού ανακοίνωσε έτσι απλά χωρίς περιστροφές πως το αριστερό αυτί μου είχε μια μικρή μόλυνση, πως έπρεπε να κάνω αντιβίωση και πως η ευαισθησία του τυμπάνου δεν επιτρέπει να ταξιδέψω στο μακρινό μου τόπο επι ένα δίμηνο.
Τότε ακριβώς κατάλαβα πόσο αθεράπευτα μακριά βρίσκομαι απο το δικό μου τόπο. Εγκλωβισμένη απο μια ιατρική απόφαση στερούμαι το αυτονόητο δικαίωμά μου να πετάξω για να συναντήσω το καλοκαίρι της πατρίδας μου. Τα μάτια μου βούρκωσαν όχι απο πόνο αλλά απο θυμό για την κακιά μάγισσα που ζήλεψε την τύχη μου να διασχίζω τους ωκεανούς με την ευκολία ενός αποδημητικού πουλιού. Εκλαψα γιατί αίφνης ένιωσα δέσμια ενός συγκεκριμένου γεωγραφκού σημείου, εγώ που έβγαλα απο παιδί φτερά για να πετάω.
Ξαφνικά το Μόντρεαλ ,που κατα τα άλλα λατρεύω, μού φαίνεται πνιγηρό, βαρετό, αβάσταχτα ισορροπημένο, ανεπιθύμητα συντεταγμένο. Μού φαίνεται μια πόλη χωρίς ζωηράδα τώρα μάλιστα που οι περισσότεροι απουσιάζουν σε διακοπές. Μου φαντάζει επίπεδο, βορειομαερικάνικο, απλωμένο άχαρα στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου.
Εγώ που το υμνώ για την ομορφιά του, τώρα το υποβλέπω το Μόντρεαλ της ησυχίας μου, το απάνεμο λιμάνι της ηρεμίας μου. Νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να προσγειωθώ στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», να σπρωχτώ για μια θέση στην ουρά των ταξί, να κουβεντιάσω μετά απο το 10ωρο ταξίδι με τον ταξιτζή σε υψηλούς τόνους για τα πολιτικά που «βρωμάνε κορίτσι μου, μην ψάχνεις».
Θέλω να νιώσω τον ιδρώτα του καύσωνα να λούει το κορμί μου, να αισθανθώ την αγένεια των ανθρώπων να με ξυπνάει απο το λήθαργο της ευρυθμίας μου, θέλω να κορνάρω βιαστικά στο διπλανό μου, να με προσπεράσει ο ταρίφας μουτζώνοντάς με επειδή είμαι γυναίκα-οδηγός.
Θέλω να διαπιστώσω με τις αισθήσεις μου πως ο τόπος όπου γεννήθηκα έχει αυτή τη βαρβαρότητα και το ραχάτι της Ανατολής, πως η φλεγματική δυτική κουλτούρα μου ξυπνάει απο την ανατολίτικη παραφορά μου. Θέλω να νιώσω πως ακροβατώ στους δύο κόσμους μου, περπατώντας στο τεντωμένο σκοινί των διαμετρικά αντίθετων εμπειριών μου .
Θέλω να καταλήξω στη Λευκάδα για να συναντήσω τους αγαπημένους συγγενείς, τους φίλους και τις φίλες των παιδικών μου χρόνων. Θέλω να βραχώ στα ευεργετικά νερά του Ιονίου, να πάρω απο τη λάμψη του σμαραγδένιου χρώματος της θάλασσας.
Ομως αυτό το καλοκαίρι είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στην περιποίηση του αυτιού, γιατί η κακιά μάγισσα δεν πρέπει να νικήσει. Πρέπει να τη νικήσουμε, όπως σοφά είπε ο δρ. Αθανάσιος Κατσάρκας.
Τα μόβ λουλούδια της αθωότητάς του
Εχω ένα φίλο επαναπατρισθέντα απο την ξενητειά της Βενεζουέλας. Τον γνώρισα σε μια απο τις περιπέτειές μου στο νότο της Αμερικής και με εντυπωσίασε τότε το πάθος του για την Ελλάδα . Το όνομά του είναι Στράτος Δουκάκης και σήμερα ζεί στην πατρίδα επιστρέφοντας διαρκώς στον τόπο του, το Μόλυβο της Λέσβου.
Ο Στράτος είναι λόγιος, είναι αγωνιστής, είναι ευαίσθητος στα θέματα της ιδιαίτερης πατρίδας του αλλά και του περιβάλλοντός της. Σήμερα απο το μπλόγκ του καταγγέλλει την προσπάθεια κάποιων συμπατριωτών του να καταστρέψουν τα σαλκίμια του Μόλυβου, τα δέντρα που με τα μόβ απαλά λουλούδια τους στολίζουν την κεντρική οδό του γραφικού χωριού, τραγουδισμένου απο ποιητές και πεζογράφους.
Στηρίζουμε το Στράτο και τους συμπατριώτες του στην προσπάθειά τους να κηρύξουν το πολύτιμο δέντρο τους ως μνημείο της φύσης . Προσυπογράφουμε για τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας μας και σημειώνουμε την ανάγκη να διαφυλαχθούν ανέγγιχτες απο την αδηφάγο όρεξη ενίων καπηλευτών τους.
Περισσότερα στο μπλόγκ του Στράτου Μηθυμναίου (http://mithymnaios.blogspot.com) και καλόν αγώνα!
Subscribe to:
Posts (Atom)