ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Friday, September 5, 2025

Ο Μαστρογιάννης και η Μαϊμού στου Ψυρρή

 


Ο Μαστρογιάννης και η Μαϊμού  στου Ψυρρή

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ήταν το ’34 όταν ο Μαστρογιάννης, με καρδιά φλογισμένη και μυαλό θολό απ’ τον έρωτα μιας παντρεμένης, χώθηκε σ’ ένα μπαούλο φυγάς και κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Δεν είχε τίποτα δικό του, μόνο μια φωτογραφία της και μια ελπίδα πως μια μέρα θα την ξανάβλεπε.

Στην πρωτεύουσα των κουτσαβάκηδων, γυρνούσε από υπόγειο σε υπόγειο, ψάχνοντας στέγη και παρέα. Οι φίλοι που τον υποδέχτηκαν, τον έριξαν γρήγορα. Τον άφησαν μόνο του στον τάφο της πλούσιας πεθαμένης στη Ραφήνα, όταν αρνήθηκε να της βγάλει τα χρυσά δόντια τον εγκατέλειψαν. Μα ο Μαστρογιάννης είχε το πείσμα του βουνίσιου· ξέφυγε και γύρισε στην Αθήνα, πιο φτωχός αλλά πιο ξύπνιος.Εκείνος, με το ένστικτο του ζώου που δεν θέλει να πεθάνει, βρήκε το δρόμο του για να ξαναρχίσει απ΄την αρχή.

Στην πόλη των υπόγειων καφενείων, των τεκέδων και των ξεχασμένων ανθρώπων, βρήκε άλλες παρέες. Τον έβαλαν να κάνει μικροδουλειές, να κουβαλάει, να στήνει, να εξαφανίζεται. Ώσπου μια μέρα, του φόρτωσαν μια μαϊμού. «Θα γυρνάς με αυτή στους δρόμους, θα παίζει ντέφι, θα μαζεύεις ψιλά και θα μας τα φέρνεις κάθε βράδυ», του είπαν. Ήταν ένα ζώο αλλόκοτο, με μάτια που έμοιαζαν ανθρώπινα και κινήσεις που θύμιζαν παιδί.

Στην αρχή τη φοβήθηκε αλλά μετά εξοικειώθηκε μαζί της και εκείνη τον εμπιστεύθηκε.

Και κάπως έτσι, άρχισε να της μαθαίνει κινήσεις που θα άρεσαν στο φιλοθεάμον κοινό. Της έδειχνε πώς βάφουν τα χείλη τους οι γυναίκες, πώς χτενίζονται, πώς χορεύουν τα κορίτσια στα πανηγύρια. Της έδωσε μια χτένα, ένα ντέφι, κι εκείνη τον μιμούνταν με ακρίβεια που τρόμαζε. Εκείνη κουνιόταν και λυγιόταν κι εκείνος άπλωνε το ντέφι και μάζευε τα κέρματα. Ο Μαστρογιάννης έγινε γνωστός στις γειτονιές του Ψυρρή. «Ο μαϊμουδιάρης με το ντέφι», τον φώναζαν.

Μια μέρα, καθώς περιδιάβαινε τους δρόμους, τον είδε ένας χωριανός απ’ την Εγκλουβή. Τον φώναξε με το όνομά του.  Ο Μαστρογιάννης πάγωσε. Αν μάθαινε η μάνα του πως γύριζε με μαϊμού, θα τον έθαβε ζωντανό. Έκανε πως δεν τον ήξερε και, μέσα στον πανικό του, εγκατέλειψε τη μαϊμού και χάθηκε στα στενά.

Μα η ντροπή δεν κρατάει για πάντα. Γύρισε πίσω, αλλά η μαϊμού πουθενά. Έψαξε αυλές, σοκάκια, μανάβικα. Ίδρωσε απ’ την αγωνία. Και τότε, την είδε: καθισμένη σ’ ένα τελάρο με μήλα, να τρώει ακατάπαυστα και αχόρταγα. Μόλις τον είδε, πήγε να πηδήξει, μα ο Μαστρογιάννης την έπιασε σφιχτά.

Την πήρε αγκαλιά και της ψιθύρισε: «Μη με ξαναφήσεις, ε; Εσύ είσαι η μόνη που δεν με πούλησες».

Λίγα τέρμινα αργότερα, η Αθήνα είχε αρχίσει να μαλακώνει για τον Μαστρογιάννη. Η μαϊμού δεν ήταν πια απλώς σύντροφος του δρόμου· είχε γίνει θεατρίνα αληθινή. Με το ντέφι της, τις μιμήσεις της, τις γκριμάτσες που έφερναν γέλιο και δάκρυ, έβγαζαν λεφτά που ούτε ονειρευόταν ο Μαστρογιάννης όταν είχε φτάσει μες στο μπαούλο. Οι γειτονιές τον φώναζαν «ο καλλιτέχνης με τη μαϊμού», και για πρώτη φορά ένιωθε πως ίσως… ίσως να είχε βρει κάτι σαν πατρίδα.

Μα η Αθήνα δεν συγχωρεί την αφέλεια. Οι παλιοί του φίλοι, εκείνοι που τον είχαν ρίξει στη Ραφήνα, τον παρακολουθούσαν. Είδαν τα κέρματα να πληθαίνουν, τα βλέμματα να στρέφονται, και ζήλεψαν. Ένα βράδυ, του την πήραν. Του την πήραν σαν να ήταν αντικείμενο, σαν να μην είχε ψυχή. «Δική μας  είναι, εμείς είμαστε τα αφεντικά του δρόμου», του είπαν. «Εσύ απλώς την έμαθες τα κόλπα».

Η μαϊμού μαράζωσε μαζί τους. Δεν έτρωγε, δεν χόρευε, δεν μιλούσε με τα μάτια της όπως παλιά. Έψαχνε τον Μαστρογιάννη στις γωνιές, στα τελάρα, στα υπόγεια. Κι εκείνος, σαν φάντασμα, τριγυρνούσε χωρίς σκοπό. Δεν τόλμησε να τη διεκδικήσει. Η Αθήνα δεν είχε χώρο για συναισθηματισμούς.

Μια μέρα, τη βρήκαν νεκρή τη μαίμού. Στο ίδιο μανάβικο, στο ίδιο τελάρο με τα μήλα που τον περίμενε κι εκείνος δεν ερχόταν από τον φόβο των κουτσαβάκηδων. Είχε γείρει το κεφάλι της σαν να κοιμόταν, μα δεν ξύπνησε ποτέ.

Ο Μαστρογιάννης την έθαψε μόνος του, σ’ ένα κομμάτι γης πίσω απ’ το παλιό εργοστάσιο. Δεν είπε λέξη. Μόνο έσκαβε, κι όσο έσκαβε, έθαβε μαζί της την τελευταία του ελπίδα. Όχι για λεφτά, ούτε για δόξα. Για αποκούμπι. Για μια αγκαλιά που δεν μπορούσε να βρεί πουθενά εκεί στην Αθήνα της περιπέτειας και της απόλυτης μοναξιάς.

 

ΥΓ. Οι ιστορίες του Μαστρογιάννη Κοντογιώργη από την Εγκλουβή είναι βασισμένες στις αφηγήσεις του αλλά με πρόσθετη μυθοπλασία από την υπογράφουσα. Μας τις αφηγόταν ο ίδιος ο παραμυθάς και πρόσφατα μου τις υπενθύμισε ο γιός του ο Κώστας Κοντογιώργης-Καλκάνης.

 

 

 


Tuesday, September 2, 2025

Τυμβωρύχος και ζημιωμένος

 


Τυμβωρύχος και ζημιωμένος

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σας αφηγούμαι τις ιστορίες του Μαστρογιάννη, αδερφού της πατρικής γιαγιάς Κωνσταντίας από την Εγκλουβή, όπως μας τις αφηγόταν ο ίδιος και όπως μου τις μετέφερε πρόσφατα ο γιός του Κώστας Κοντογιώργης.

Ο Μαστρογιάννης δεν ήταν ποτέ από τους τύπους που έκαναν σχέδια. Ήταν μικρόσωμος, σβέλτος, με μάτια που γυάλιζαν σαν να είχαν δει περισσότερα απ’ όσα άντεχε η ψυχή του. Το 34, έφτασε στην Αθήνα σκαστός σε μπαούλο με τοτραίνο.  Το σακάκι του ξεσκισμένο, η όψη του ελεεινή και η καρδιά του βαριά απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος; Η όμορφη  παντρεμένη που αγάπησε αλλά τον απείλησε ο άντρας της με μαχαίρι στο ζωνάρι. Η ιστορία του συνεχίζεται στην Αθήνα, όπου έμπλεξε με διάφορους περίεργους τύπους.

Στην Αθήνα, η ζωή δεν του χαμογέλασε. Του έδειξε τα δόντια της. Έμπλεξε με τύπους που μιλούσαν ψιθυριστά και έκαναν δουλειές που δεν γράφονται σε χαρτί. Ένα βράδυ, σε ένα υπόγειο με μυρωδιά τσιγαρίλας και υγρασίας, του είπαν για μια πλούσια Αθηναία που πέθανε. Την έθαψαν μόλις στη Ραφήνα, μακριά απ’ τα φώτα της πόλης. Ήταν λέει θαμμένη με τα χρυσαφικά της.

«Εσύ, Μαστρογιάννη, είσαι μικρόσωμος. Θα χωθείς στον τάφο. Θα της βγάλεις τα χρυσαφικά. Και θα βγεις σαν κύριος.»

Έτρεμε. Δεν ήταν για πεθαμένους. Μα τα λεφτά ήταν πολλά. Και η παρέα δεν δεχόταν "όχι".

Το βράδυ, πήδηξαν τη μάντρα του νεκροταφείου σαν σκιές. Με σκοινιά τον κατέβασαν στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Η κάσα της γυναίκας ήταν απο μαόνι ολοσκάλιστη, την άνοιξε τρέμοντας. Η πεθαμένη με το πρόσωπο παγωμένο, ένας χρυσός κολιές στο στήθος  και τα δάχτυλα στολισμένα με χρυσάφι. Ο Μαστρογιάννης έκλεισε τα μάτια και άρχισε να τα βγάζει ένα-ένα.

«Τα δόντια της να βγάλεις!» του φώναξαν από πάνω.

«Δεν μπορώ...» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό».

Τα ανέβασαν με ένα καλάθι. Μα όταν τελείωσε, δεν του έριξαν το σκοινί. Είχαν θυμώσει οι κουτσαβάκηδες που δεν της είχε βγάλει τα χρυσά δόντια.

Αφησαν το Μαστρογιάννη εκεί.

Εκείνος έτρεμε αλλά άκουγε γέλια. Ξερά, σκληρά, σαν να μην ήταν άνθρωποι από πάνω, αλλά κάτι άλλο.

«Άντε, καληνύχτα, τυμβωρύχε!»του είπαν.

Η φωνή τους απομακρύνθηκε. Τα βήματα χάθηκαν. Και τότε, η σιωπή έγινε απόλυτη.

Ο Μαστρογιάννης έμεινε ακίνητος. Ο αέρας στον τάφο ήταν βαρύς, βουτηγμένος στο φρέσκο χώμα και το θάνατο. Η γυναίκα δίπλα του, με τα μάτια κλειστά, έμοιαζε να ακούει. Να περιμένει.

Τα χέρια του έτρεμαν. Έκανε να πιάσει το χείλος του τάφου, μα το χώμα γλιστρούσε. Ξαναδοκίμασε. Έσκαβε με τα νύχια, με τα δάχτυλα ματωμένα, με το σώμα του να τρέμει από φόβο και κρύο.

Κάθε φορά που ακουμπούσε το σώμα της γυναίκας για στήριγμα, ένιωθε σαν να τον τραβούσε πίσω. Σαν να μην ήθελε να φύγει.

«Δεν είμαι εγώ ο κλέφτης...» ψιθύρισε. «Εγώ απλώς... με ανάγκασαν...»

Μα η νύχτα δεν συγχωρούσε.

Έσκαβε για να δημιουργήσει ένα ανάχωμα.

Έσπρωχνε. Το χώμα έπεφτε πάνω του. Η ανάσα του γινόταν κοφτή. Τα μάτια του έβλεπαν σκιές που δεν υπήρχαν.

Και τότε, ένα φως. Όχι ουράνιο. Ήταν το πρώτο φως της αυγής, που έσκιζε τη νύχτα σαν μαχαίρι.

Με μια κραυγή που δεν ήταν ανθρώπινη, αλλά ζώου που παλεύει για τη ζωή του, ο Μαστρογιάννης σκαρφάλωσε. Τα χέρια του έπιασαν το χείλος. Το σώμα του σύρθηκε έξω. ¨Ηταν γεμάτος υγρό χώμα και μυρωδιά θανάτου. Έπεσε λιωμένος από την προσπάθεια παραδίπλα κι έκλαψε πικρά για την κατάντια του.

Για λίγο δεν κουνήθηκε.

Μετά σηκώθηκε.

Και έτρεξε.

Τα πόδια του δεν τον υπάκουαν, μα η ψυχή του τον έσπρωχνε. Πήδηξε τη μάντρα, έφτασε στον δρόμο. Και δεν γύρισε πίσω.

Έτρεχε προς την Αθήνα με το φόβο να τον κυνηγάει.

Από τότε, κάθε βράδυ, έβλεπε τη γυναίκα. Στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού του, με τα δάχτυλα γυμνά και το στόμα της μισάνοιχτο. Δεν μιλούσε. Μόνο κοιτούσε.

Και ο Μαστρογιάννης, όσο κι αν άλλαξε γειτονιές, δουλειές, ακόμα και όνομα, δεν ξέφυγε ποτέ απ’ τη Ραφήνα. Γιατί η σκιά της γυναίκας δεν ήθελε τα χρυσαφικά της πίσω. Ήθελε να του θυμίζει πως μερικά πράγματα δεν τα κλέβεις. Είναι ιερά!