ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Tuesday, April 14, 2020

Ας σκεφτούμε ποιοί είμαστε και πού οδεύουμε!





“Χρειαζόμασταν αυτό το ταρακούνημα, αυτό το χαστούκι ως κοινωνία για να ξαναδούμε το αξιακό μας καθεστώς από την αρχή. Ζούμε μια ιστορική στιγμή για να σκεφθούμε ποιοι είμαστε και πού οδεύουμε”, σημειώνει στο liberal.gr η συγγραφέας και δημοσιογράφος Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη που περιγράφει από τον Καναδά το πως βιώνει η ίδια την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία του ζει πολλά χρόνια στον Καναδά.

Εν μέσω πανδημίας, μας μίλησε για την Ελλάδα, τον Καναδά και για την «Κοντυλένια του νησιού» που πέρασε ωκεανό, το καινούργιο της μυθιστόρημα.



Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα



-Η «Κοντυλένια» σας είναι μια ακόμα επιστροφή στην πατρίδα, κυρία Φραγκούλη; Όλο το λογοτεχνικό σας έργο είναι σα νόστος, κάθε μυθιστόρημά σας και μια επιστροφή;

Η αλήθεια είναι ότι αν διαβάσει κανείς όλα τα μυθιστορήματά μου θα γευτεί αυτό το άρωμα της πατρίδας. Η μακροχρόνια διαμονή μου στην ξένη, τα ξένα τοπία, οι ξένες συνήθειες με κάνουν να αφουγκράζομαι την ιστορία μου που είναι φτιαγμένη και πλεγμένη στο δικό μου τόπο.Αυτή η βιωματική σχέση μου με τον τόπο, αυτή είναι που με καθοδηγεί και με στρέφει στο παρελθόν μου. Ισως να λέγεται νόστος. Όταν ήμουν στο χωριό μου ήθελα πάντα να φύγω μακριά, μα όταν έφυγα έγραφα πάντα για το χωριό μου.


-Τι έχει, αλήθεια, «Η Κοντυλένια του νησιού» που δεν είχε προηγουμένως άλλο βιβλίο σας;

Η Κοντυλένια είναι μια διαφορετική ηρωίδα γιατί προικίσθηκε με την απολυτότητα της τέλειας ομορφιάς εκείνα τα χρόνια του μεσοπολέμου. Πίστεψε πως η ομορφιά της θα γινόταν το μέσο για μια καλύτερη ζωή, όμως αυτή η ομορφιά έγινε τελικά η κατάρα της. Πρόκειται για την αρχεγονική έννοια του μοιραίου και του αναπόφευκτου. «Άλλαι βουλαί ανθρώπων, άλλα θεός κελεύει». Ίσως γι αυτό η Κοντυλένια μου να είναι η πιό διαφορετική και η πιό αγαπημένη ηρωίδα μου.

-Διέσχισε κι εκείνη, σαν εσάς ωκεανούς, έγινε θεατρική παράσταση, αγαπήθηκε πολύ στον Καναδά, να μας πείτε την ιστορία αυτού του ταξιδιού;

Όντως, η Κοντυλένια που είχε όνειρο να ταξιδέψει και που τελικά έμεινε καθηλωμένη στο νησί της, το Μεγανήσι της Λευκάδας, βρήκε την πραγμάτωση των αγαθών της στόχων μέσα από το μυθιστόρημά μου, που πέρασε ωκεανό και ήρθε κι έγινε μια λαμπρή παράσταση στο Μόντρεαλ και στο Τορόντο...

Η ταλαντούχα Νάνσυ Άθαν-Μυλωνάς, μια εξαιρετική χορογράφος και σκηνοθέτρια που διαπλάθει ελληνικές συνειδήσεις μέσα από τις ελληνικές θεατρικές παραστάσεις της θεατρικής σχολής του Τορόντο ΕΚΦΡΑΣΗ, βαφτίζοντας τα παιδιά στο νάμα της γλώσσας και του δράματος, διάβασε την Κοντυλένια και την ερωτεύτηκε. Την πήρε λοιπόν από τις άψυχες σελίδες του βιβλίου μου και την ανάστησε και της έδωσε αυτά που της άξιζαν.

Η παράσταση με πρωταγωνιστές παιδιά και νέους της δεύτερης , τρίτης και τέταρτης γενιάς Ελλήνων του Τορόντο δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τις ανάλογες θεατρικές παραστάσεις της Ελλάδας. Τα χορικά και τα χορευτικά είχαν μια μαγεία που κρατούσε τους θεατές αιχμάλωτους της δύναμης που απόπνεε η παράσταση.

-Κυρία Φραγκούλη, πώς είναι να ζείτε ανάμεσα σε δυο πατρίδες; Με δεδομένο το ότι έρχεστε και στην Ελλάδα πάρα πολύ συχνά…

Ενσωματώθηκα και λάτρεψα το Μοντρεάλ και τον Καναδά από την ώρα που εδώ γεννήθηκε και ανατράφηκε ο γιός μου. Η Αθήνα όμως και η Λευκάδα αποτελούν αξίες αδιαπραγμάτευτες της ζωής και της ύπαρξής μου.

Ζώντας ανάμεσα από δυό πατρίδες συνειδητοποιώ πως δεν μπορώ πλέον να ζήσω με τη μιά ή με την άλλη πατρίδα. Η ζωή μου έχει δύο άξονες και τους τιμώ μεταφέροντας τις όμορφες πλευρές από τη μια στην άλλη.

Η Ελλάδα έχει ιδιαίτερες ομορφιές, διαφορετικά τοπία, μοναδικές θάλασσες, καταπληκτικό καιρό. Πάσχει όμως από αταξία.

Ο Καναδάς έχει απεραντοσύνη, γαλαζοπράσινες λίμνες, τακτοποιημένες ζωές, απίστευτες χιονιές και δυνατό κρύο. Ο Καναδάς με την τάξη του μπορεί να γίνει βαρετός.

-Τι έχει αλλάξει στην πατρίδα μας την τελευταία δεκαετία;

Η τελευταία δεκαετία μας έχει αλλάξει ως φυλή. Μας έχει ταπεινώσει, μας έχει μαδήσει, μας έχει φέρει στο ύπατο σημείο. Κι όμως προσπαθήσαμε να ανασηκωθούμε και να παλέψουμε στα δύσκολα. Μας έκανε πιό δυνατούς και πιό μαχητικούς.

Από την άλλη θεωρώ ότι κατέστρεψε μια γενιά, της πήρε την αθωότητα. Έστειλε στρατιές νέων επιστημόνων αλλά και εργατών στα ξένα αδειάζοντας τη χώρα από το ανθρώπινο υλικό της. Αυτή η δεκαετία μας έμαθε, όμως, πως τίποτε δεν είναι δεδομένο και πως η ζωή είναι μια ανηφόρα.

Αυτά τα μαθήματα ζωής ελπίζω να τα αξιοποιήσουμε γιατί εμείς ως μεταπολιτευτική γενιά είχαμε μάθει να ζούμε στα πούπουλα. Τα δικά μας παιδιά διδάχθηκαν πως τα πούπουλα μια μέρα τα σκορπούν οι αέρηδες

-Πώς βιώνετε τώρα την απομόνωση του κορωνοϊού;

Να σας πω, για μένα ήταν ευλογία Θεού. Δηλαδή ήμουν σε μια φρενίτιδα εξωτερικών υποχρεώσεων καθώς ως πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Μοντρεάλ έχω μια πολυδιάστατη και χρονο-απαιτητική καθημερινότητα.Έπρεπε να ξυπνάω από τα χαράματα, 4 το πρωί για να κάνω αυτό που αγαπώ, να γράφω δηλαδή. Τώρα όλα μπήκαν μαγικά στη θέση τους. Τώρα αφιερώνω τις μέρες μου στη γραφή και την ανάγνωση, στις μακρινές βόλτες. Νιώθω σα νάμαι σε διακοπές. 

Από την άλλη πλευρά παρότι γνωρίζω ότι η απομόνωση και η διακοπή της κανονικότητας θα έχει οικονομικές συνέπειες, επιτέλους άρχισα να βλέπω γονείς και παιδιά να περπατούν στους δρόμους του Μοντρεάλ. Κρατούν τις αποστάσεις, δεν συνωστίζονται αλλά επιτέλους μετά από χρόνια αφιέρωσης στις απαιτητικές δουλειές και τις φιλόδοξες καριέρες τους, γνωρίζουν την ανθρώπινη πλευρά της ζωής. Είναι ένα κέρδος.

Αυτό το χαστούκι του κορωνοϊού το χρειαζόμασταν ως κοινωνία για να ξαναδούμε το αξιακό μας καθεστώς εξ αρχής. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε την αλαζονική πορεία προς τα εφήμερα αγαθά. Πιστεύω ότι είναι μια ιστορική στιγμή να σκεφθούμε ποιοί είμαστε και πού οδεύουμε.

Είναι μια ευλογία θεού αυτό που ζούμε τώρα!

-Είσαστε πρόσφατα στην Ελλάδα, είχατε και μια πικρή εμπειρία στο σπίτι των Αθηνών, πώς τα βλέπετε τα πράγματα; Συνήλθαμε κάπως;

Δεύτερη φορά μέσα σε μια πενταετία, λήστεψαν και κατέστρεψαν το διαμέρισμα της Αθήνας. Την πρώτη φορά μού προκλήθηκε ένα φοβικό σύνδρομο, ήθελα να πουλήσω το σπίτι και να μην ξαναγυρίσω ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν σα να με είχε προδώσει η πόλη μου.

Με ξαναλήστεψαν πριν απο τα Χριστούγεννα, μου πήραν πάλι πολύτιμα αντικείμενα και κατέστρεψαν πλακάκια, ηλεκτρισμό, έφεραν τα πάνω κάτω. Αυτή τη φορά θύμωσα πολύ, δυνατά αλλά είπα μέσα μου πως κανένας δεν θα με σπρώξει έξω από το σπίτι μου.

Θεωρώ ότι η Αθήνα δεν έχει συνέλθει, παρότι η άνθιση του Air BnB είχε μέχρι της εποχής κορωνοϊου φέρει μια ευημερία στο κέντρο. Έβλεπα νέα παιδιά με τις βαλίτσες τους να ανεβοκατεβαίνουν τους δρόμους, έβλεπα πως η πόλη είχε πάρει μια οικονομική ανάσα.

Ωστόσο, ο δήμαρχος της Αθήνας πρέπει να λύσει τα βασικά προβλήματα της πόλης του: καθαριότητα, ευταξία, καταστολή του εγκλήματος, καθάρισμα από τα ναρκωτικά, αναστύλωση των ωραίων κτηρίων που σαπίζουν με καταληψίες μέσα τους.

Η Αθήνα έχει ευλογηθεί να στολίζεται με την τιάρα της που είναι η Ακρόπολη, ας αναδείξουμε την βασιλεία της ομορφιάς της. Της το οφείλουμε.

-Συγκρίνοντας την ζωή σας στον Καναδά με την δική μας εδώ, τι πρέπει κατά τη γνώμη σας να γίνει, να αλλάξει οπωσδήποτε;

Κατά τη γνώμη μου πρέπει η Ελλάδα να μάθει στην τάξη και την υπακοή σε ένα σύστημα ευταξίας. Πρέπει να γίνουμε πολίτες του ΕΜΕΙΣ και όχι του ΕΓΩ. 

Οι Καναδοί εναρμονίζονται προς τους νόμους και αντιλαμβάνονται την ευθύνη τους προς το σύνολο. Η ατομική και η συλλογική ευθύνη είναι ακόμη έννοιες άγνωστες προς τους συμπατριώτες μας.

Δείτε πώς φέρθηκαν την εποχή του κορωνοϊού. Όλοι στις παραλίες, στις καφετέριες, στα χιονοδρομικά κέντρα να συνωστίζονται... Καμιά συμμόρφωση προς τις νέες συνθήκες που απαιτούσαν απομόνωση. Ένιωσα μια απογοήτευση.

-Αλήθεια, τι σας λείπει από την χώρα μας όταν είστε στον Καναδά;

Μου λείπει η θάλασσα της Λευκάδας, αυτή η μυρωδιά της και το χρώμα της. Μου λείπουν τα μουσεία της Αθήνας, μου λείπουν οι λογοτεχνικές συνευρέσεις σας. Και πάνω απ΄όλα μου λείπει αυτό το άναρχο, το πρόχειρο, που κάθε στιγμή θα βρεις ένα φίλο να πιείς ένα καφέ σε μια πλατεία. Κάθε στιγμή κάποιος θα είναι διαθέσιμος για σένα γιατί είμαστε έξω καρδιά ως λαός.

-Όλα τα λογοτεχνικά σας έργα διαδραματίζονται στη Λευκάδα; Πώς είναι για σας όταν μια ιστορία σας ξεκινά;

Όχι όλα τα λογοτεχνικά μου έργα, κάποια από αυτά όντως διαδραματίζονται στη Λευκάδα. Στην πραγματικότητα μόνο το «Πετάει, Πετάει το Σύννεφο» και η «Διλογία της Λευκάδας». Και βέβαια για μένα το Μεγανήσι της Κοντυλένιας ήταν άγνωστος τόπος.

Όπως γνωρίζετε τα λογοτεχνικά μου έργα ξεκινούν απο την αφήγηση μιας πραγματικής ιστορίας. Παίρνω τα στοιχεία της ιστορίας, κάνω την έρευνα, πλάθω τους χαρακτήρες , χωρίζω τα κεφάλαια και μετά αρχίζω να γράφω...

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει Ιστορία σας;

Πρέπει να έχει ένα βαθύ υπόστρωμα κάποιου νοήματος, που θα με συγκινήσει. Καμιά Ιστορία μου δεν γράφτηκε επειδή με συνεπήρε απλά μια έστω και δραματική αφήγηση. Πάντα έβλεπα μέσα στην ιστορία την αντανάκληση της στις ανθρώπινες αξίες.

-Μια ηρωίδα ή ένας ήρωάς σας για να γίνει αληθινός;

Για να γίνουν αληθινοί οι ήρωές μου πρέπει να έχουν γράψει ιστορία με την ιστορία τους, πρέπει να με κάνουν να πιστέψω πως η ζωή τους είχε ένα βαθύτερο στόχο, πως μπορούσαν να με κάνουν σοφότερη. Κανένας ήρωας ή ηρωίδα μου δεν έμειναν ανδρείκελα της ζωής τους, ζωντάνεψαν με τους λόγους τους μέσα στο μυθιστόρημα όπως κάνουν όλοι οι πραγματικοί ήρωες.

-Έχω την εντύπωση πως εμπνέεστε από αληθινές ιστορίες, από πρόσωπα που έχουν ήδη υπάρξει, αισθάνεστε κάποια δέσμευση όσον αφορά το μυθιστορηματικό υλικό;

Όταν αρύεσαι πραγματικής ιστορίας, πρέπει να σέβεσαι όσους γνώριζαν τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Μπορείς να αυθαιρετείς στη μυθοπλασία εν μέρει, αλλά δεν μπορείς να προσβάλεις μνήμες ή πρόσωπα εν ζωή. Είναι πολύ λεπτή αυτή η ισορροπία!

-Σας βοηθά η δημοσιογραφική σας ιδιότητα στην έρευνα;

Αν δεν ήμουν δημοσιογράφος θεωρώ ότι δεν θα έγραφα αληθινές ιστορίες. Αυτή η ιδιότητά μου και η νομική επιστήμη πιστεύω πως είναι η σωτήρια λέμβος της βιωματικής γραφής μου.



-Αλήθεια πως είναι να γράφετε με τις ώρες μια ιστορία στα ελληνικά σε μια νέα πατρίδα όπου μιλάτε γαλλικά, αγγλικά;

Αυτό είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο. Να βομβαρδίζεσαι, να συνομιλείς και να επικοινωνείς στα αγγλικά και στα γαλλικά και να κλείνεσαι να γράφεις ελληνικά. Είναι σα να ζεις δύο ζωές παράλληλες. Όσο περνούν τα χρόνια εδώ στην ξένη χάνω τις λέξεις μου στα ελληνικά, μπερδεύομαι αλλά έχω την ποίηση και ξαναβουτάω στον πλούτο του ελληνικού λόγου.

Για μένα το να διαβάζω τους μεγάλους Έλληνες ποιητές είναι σα να ρουφώ από το νάμμα της ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτό κατά τη διάρκεια της συγγραφής των μεγάλων έργων, διαβάζω κατά καιρούς Σικελιανό, Ελύτη, Ρίτσο, Δημουλά... Αυτός ο χείμαρος των λέξεων με ξαναγεμίζει λεξιλόγιο και δύναμη.

Συχνά στους εφιάλτες μου βλέπω πως έχασα τις λέξεις!



-Οι βιογραφίες είναι ένα ιδιαίτερο είδος; Τι πρέπει να προσέχει κανείς και πώς μπήκαν στη ζωή σας;

Η βιογραφία είναι ένα ιδιαίτερο και συγκλονιστικό είδος γραφής. Συνδυάζει τη δημοσιογραφική με τη συγγραφική ιδιότητα σε ένα έργο που πρέπει να το γράψεις με πιστότητα και σεβασμό στα γεγονότα αλλά να το ξαλεγράρεις με τη λογοτεχνική ματιά σου. Το πρώτο μου έργο ήταν «Η Μοναξιά ενός Ασυμβίβαστου», η βιογραφία του πρώην αρχιεπισκόπου Αμερικής Σπυρίδωνος γνώρισε τεράστια επιτυχία καθιερώνοντάς με ως συγγραφέα. Τότε ως πρωτάρα είχα διαβάσει δεκάδες βιογραφίες στα ελληνικά και τα αγγλικά.

Πιστεύω ότι είναι ένα γοητευτικό και δύσκολο είδος γραφής αλλά το λατρεύω.



-Να κάνουμε φινάλε με τρεις σκηνές από την «Κοντυλένια» σας;

Ναι, η πρώτη, ας είναι τότε που ο μικρός συμμαθητής της ο Αντώνης της χαρίζει μαργαρίτες του αγρού και της λέει πως θέλει να την παντρευτεί ετών δέκα. Εκείνη του απαντάει πως θα παντρευετεί άνδρα από το Μεγάλο Τόπο και ποτέ μα ποτέ δεν θα θυσιάσει τη ζωή της στο Μεγανήσι.

Η δεύτερη, ας είναι εκεί που ο μέθυσος και βίαιος πατέρας της Κοντυλένιας βρίσκεται νεκρός πάνω στον τάφο της γυναίκας του, την οποία είχε σπρώξει ο ίδιος στο θάνατο. Είναι μια κορύφωση κι ας βρίσκεται στο μέσον του έργου.

Η τρίτη, ας είναι τότε που η πανέμορφη Κοντυλένια στέκεται αντιμέτωπη με το λευκαδίτικο πορφυρό νυφικό της μάννας της κάνοντας όνειρα για τη ζωή της στο Μεγάλο Τόπο.



-Με τρείς σκηνές, τρεις εικόνες που είναι η Ελλάδα για σας;

Η Ελλάδα είναι τα απογεύματα με θέα το ηλιοβασίλεμα της πόλης μου, είναι ο Παρθενώνας από την ταράτσα της πολυκατοικίας μου, είναι η Νίσυρος που ερημώνει τους χειμώνες με το κύμα να γλείφει τα σπίτια . Η Ελλάδα είναι ο κόσμος που πηγαινοέρχεται αλαχτός και άναρχος στην Αθήνα μου. Η Ελλάδα είναι το νέο Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι όπου βλέπεις την τέχνη που διάλεξαν οι εκλεκτοί... Η Ελλάδα είναι το φώς του κόσμου. Τότε και Τώρα και Πάντα!


Sunday, April 5, 2020

Χρύσανθος Πετσίλας: ο λεβέντης, ο άρχοντας, ο Έλληνας



Τον γνωρίσαμε στα τέλης της δεκαετίας του 80, όταν δούλευε στον ΕΟΤ της Νέας Υόρκης, κρατώντας ταυτόχρονα το περίφημο καφέ και εστιατόριο O Johns επί της Madison Avenue στη Νέα Υόρκη. Ήταν μια φθινοπωρινή ηλιόλουστη ημέρα και μας τον είχε συστήσει ο Πάνος Κολιοπανος, διευθυντής μου τότε στην εφημερίδα Πρώτη.Η λεβεντιά του,το χαμόγελο του, η ευγένειά του μας έκανε αμέσως να τον λατρέψουμε.

Ο Χρύσανθος Πετσίλας ήταν εμβληματική μορφή του Ελληνισμού για τη Νέα Υόρκη τότε, καθώς υπήρξε επί χρόνια μέλος της τοπικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ ΝΥ και διαδήλωνε με πάθος την υποστήριξή του στον μακαριστό Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν αυτός που και στα δύσκολα χρόνια κράτησε τη σημαία του ΠΑΣΟΚ ψηλά, παίρνοντας πάνω του τα λάθη μιας ολάκερης παράταξης.


Ο Χρύσανθος ήταν η επιτομή του bien vivre. Φίλαθλος του Παναθηναϊκού δεν δίσταζε τα χρόνια της προσωπικής του ακμής να πετάει σε διάφορα σημεία της Ευρώπης αλλά και στην Αθήνα για ένα ντέρμπυ της αγαπημένης του ομάδας.

Ήταν όμορφος και επιβλητικός, ένας άντρας που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ από τον περίγυρό του. Ήταν κύριος, συγκροτημένος, ευγενής μα ήταν και παθιασμένος Έλληνας. Αυτός ύψωσε τα γαλανόλευκα χρώματα του Ελληνισμού τα χρόνια της Madison προσλαμβάνοντας Ελληνόπουλα για σερβιτόρους στο μαγαζί του.


Το OJohns ήταν πασίγνωστο πέρασμα για όλους τους Έλληνες πολιτικούς και βεβαίως για τα «αδέρφια» του από το ΠΑΣΟΚ. Το υπέροχο λόφτ στη Madison είχε γίνει η φιλόξενη στέγη των φίλων του, που σημάδεψαν τη ζωή του καθώς η φτερούγα του όλο μεγάλωνε κι άλλο κι άλλο για να χωρέσει όλους τους αδύναμους και δυνατούς.


Τον επιλέξαμε για κουμπάρο μας επειδή είχε αυτή τη λεβεντιά κι επειδή προερχόταν απο μια σφιχτοδεμένη οικογένεια με απόλυτες αξίες και ιδανικά. Ο πατέρας του Γιώργος Πετσίλας, σεμνός και δυνατός υπηρέτης των Ελληνικών Γραμμάτων, η μητέρα του η Διαμαντούλα νοικοκυρά και λόγια εκ φύσεως, ο μεγάλος του αδελφός Ιωάννης Πετσίλας μοναδικός δημοσιογράφος και διευθυντής γραφείων τύπου, η αδελφή του η Μαρία καθηγήτρια των Ελληνικών στη Νέα Υόρκη, ο γαμπρός του ο Γκλεν κινηματογραφιστής και Φιλέλληνας.


Πολύ αργότερα ήρθαν να προστεθούν στη ζωή του η υπέροχη γυναίκα του,  η Βέα μας με το γάργαρο γέλιο της και η πανέξυπνη κόρη του η Αντα για την οποία έτρεφε λατρεία και αφοσίωση.


Ο Χρύσανθος μας χάρισε την ευτυχία να μας στεφανώσει. Ταξίδεψε μαζί μας με το ντεσεβώ στη Λευκάδα και μας στεφάνωσε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Μαρίνας, όπου ο πατέρας μου τέλεσε το μυστήριο με ελάχιστους συγγενείς παρόντες. Ήταν ένας περίπου μυστικός γάμος με το λαμπρό κουμπάρο μας να καταπλέει απο τη Νέα Υόρκη. 

Στη βάφτιση του Αλέξανδρου στις 24 Αυγούστου 1991 ο Χρύσανθος κατέφθασε με όλη την οικογένειά του και με τους πολύτιμους φίλους του. Κι έγιναν γλέντια μεγάλα και σουβλίστηκαν αρνιά κι έμαθε ο κόσμος πως γιορτάζαμε τη βάφτιση του μοναχογιού μας με νονό τον ένα και μοναδικό μας Χρύσανθο.


Ο Αλέξανδρος λάτρευε το νονό του, έτρεφε ένα περίοπτο θαυμασμό παρότι τον έβλεπε σπάνια καθότι τον επισκεπτόμασταν στη Νέα Υόρκη δυό φορές το χρόνο. Ενιωθε για αυτόν κάτι βαθύ και ουσιαστικό. Πάντα περνούσαμε μαζί το Πάσχα κάνοντας Ανάσταση στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους. Ώσπου ήρθαν οι πύργοι κάτω και ψαλιδεύτηκαν τα φτερά όλων μας.


Ο Χρύσανθος ήταν γλετζές, ήξερε και τιμούσε όλα τα στέκια της Νέας Υόρκης. Αξέχαστα θα μείνουν τα ξενύχτια μας και τα ζεμπέικικα στην Εστία του Μανχάτταν, τα δολάρια που σκόρπιζε στις πίστες για χάρη της ζωής της ίδιας.


Ο Χρύσανθος ήταν οπαδός της επικούρειας φιλοσοφίας και σωστά έπραξε. Διότι η ζωή του επιφύλαξε χαρές , του έδωσε όμως και χαστούκια απο «άσπονδους φίλους». Πληγώθηκε χωρίς να πληγώσει, σύρθηκε δίχως να διασύρει. Η καρδιά του, η γενναιοδωρία του, η λεβεντιά του δεν τιμήθηκαν από όσους όφειλαν να τον βάλουν ψηλά για όσα έπραξε για την «Ελλάδα ρε γαμώτο».


Τα τελευταία χρόνια τα περάσαμε πολύ συχνά μαζί καθώς στις επισκέψεις μας στη Νέα Υόρκη λόγω της κατοικίας του Αλέξανδρους, βλέπαμε τον Χρύσανθο, τρώγαμε μαζί τα αγαπημένα του φαγητά και επισκεπτόμασταν τα γνωστά μας στέκια. Ήταν πάντα αισιόδοξος γεμάτος νέα για τους κοινούς φίλους, έμπλεως αγωνίας για το μέλλον της Ελλάδας.


Ω! Χρύσανθε θα σε θυμόμαστε για τις πιό όμορφες στιγμές που μοιραστήκαμε μαζί, για τα τραγούδια που μας έβαζες τις μεταμεσονύχτιες ώρες, για τους χορούς στις πίστες, για την αφοσίωσή σου στην οικογενειά σου, για την πιστή αγάπη στους φίλους σου, για τον αγώνα σου να κρατήσεις την Ελλάδα ζωνταντή στο Μανχάτταν.


Θα μας λείπεις κάθε φορά που θα επιστρέφουμε στη Νέα Υόρκη, η πόλη δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια χωρίς εσένα.


Ω! Χρύσανθε τα δάκρυά μας είναι καυτά και πώς να σε θρηνήσουμε!



Βιογραφικό



Ο Χρύσανθος γεννήθηκε το 1947 πριν απο το τέλος του εμφυλίου από τον φιλόλογο Γεώργιο Πετσίλα και τη Διαμαντούλα Πετσίλα. Φοίτησε στην Αναργύρειο Σολή των Σπετσών όπου διακρίθηκε για την αριστεία , το ήθος και το αθλητικό ιδεώδες.

Βρέθηκε στη Νέα Υόρκη στις αρχές του 1980 και άρχισε την καριέρα του εκεί ως αθλητικός ανταποκριτής σε έντυπα της Ελλάδας για να περάσει αργότερα στο γραφείο τύπου και μετά στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την εστίαση και τελικά απολύθηκε απο τον ΕΟΤ το βρώμικο 89. Επανήλθε στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού αργότερα και διετέλεσε διευθυντής του Γραφείου της Νέας Υόρκης μέχρι το 2013. Τελευταία ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο και το θέατρο κάνοντας διάφορους δεύτερους ρόλους.

Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη