Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Παραμονές
Πρωτοχρονιάς με έπιασε η γλυκειά νοσταλγία των παιδικών χρόνων στη Λευκάδα και
είπα να τη μεταφέρω στο χαρτί για να ανανήψω απο την αμηχανία των ημερών.
Οι παιδικές μέρες
στη γενέθλια πόλη, στολισμένες με αθωότητα και με οικογενειακή θαλπωρή, οδηγούν
τη μνήμη πίσω στα χρόνια που όρισαν την ομορφιά του προσωπικού μου τοπίου.
Μόλις έκλειναν τα
σχολεία για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μας έπαιρνε ο πατέρας μου απο το
χέρι και μας πήγαινε στην Κεντρική Αγορά της Λευκάδας για να διαλέξουμε το
παιχνίδι που θα θέλαμε να μας φέρει ο Αη Βασίλης. Τότε υπήρχαν μόνο τα
παιχνιδαδικα του Κορομηλαίου και το χαρτοβιβλιοπωλείο Δελλαπόρτα που έφερνε
διάφορα πιο μοδάτα παιχνίδια.
Εμείς οι τρείς,
στεκόμασταν επι ώρες με μεγάλη περισυλλογή μπροστά απο τα παιχνίδια του
Κορομηλαίου κυρίως και προσπαθούσαμε να αποφασίσουμε ποιό μας άρεσε αλλά και θα
μπορούσε να χωρέσει στο σάκο του Αη Βασίλη. Ο αδερφός μας διάλεγε απαρρεγκλήτως
ένα αυτοκίνητο (ανατρεπόμενο φορτηγό ή εκσκαφέα ή τρακτέρ κατα προτίμηση) κι
εμείς αναλόγως με τα κέφια διαλέγαμε κούκλες, σερβίτσια τσαγιού ή και επιπλάκια
για το κουκλόσπιτό μας.
Ολες τις μέρες
αναρρωτιόμουν αν ο Αη Βασίλης θα περνούσε απο του Κορομηλαίου να βάλει τα δώρα
μας στη σακκούλα του. Με έτρωγε κυριολεκτικά η αγωνία μέχρι να έρθουν τα
χαράματα της Πρωτοχρονιάς να βρούμε έξω απο τα δωμάτιά μας τα τυλιγμένα σε
ωραία φανταχτερά χαρτιά κουτιά τους. Μπορώ να πώ ότι ζάλιζα τον αδελφό μου με
τις ερωτήσεις καθώς η μικρή μου αδελφή δεν ήταν σε θέση να με βοηθήσει με τις
απορίες μου.
Στο μεταξύ,
οργανωνόμασταν στη γειτονιά με τα παιδιά για να μάθουμε απταίστως τα κάλαντα
«Αγιος Βασίλης έρχεται απο την Καισσαρείαν...» να τα τραγουδήσουμε για να
εισπράξουμε τον οβολόν, που θα τον επενδύαμε πάντοτε σε ένα τόπι για να
παίζουμε τα μήλα τις μέρες της άνοιξης.
Παραμονή οι
Λευκαδίτες παίζανε στις πράσινες τσόχες και κατα τις πρωινές ώρες έκαναν πάρτυ
στους δρόμους αναποδογυρίζοντας ντενεκέδες και βανδαλίζοντας κάθε αντικείμενο σε
εξωτερικό χώρο. Το πρωί η πόλη ήταν λεηλατημένη απο την παραφορά της νύχτας.
Ανήμερα
Πρωτοχρονιά, βρίσκαμε κάτω απο το μαξιλάρι το μποναμά μας απο τους γονείς.
Μετα πηγαίναμε στο ξωκκλήσι του Αγίου
Βασιλείου στην παλιά πόλη κι εγώ δεν κρατιόμουν απο την έκσταση του δώρου μου.
Ηθελα επειγόντως να γυρίσουμε πίσω στο σπίτι να κλειστώ στο δωμάτιό μου με το
νεο παιχνίδι μου να το απολαύσω. Και δεν ήθελα να μοιραστώ με κανένα αυτή την
προσωπική χαρά μου.
Ομως οι συνθήκες
άλλα κέλευαν. Με το που τέλειωνε η λειτουργία περίμενε έξω η Φιλαρμονική της
Λευκάδας να παίξει το «Πάει ο Παλιός ο Χρόνος». Τότε η φούρια μου εξέπνεε,
καθώς μου άρεσε να ακούω τα πρωτοχρονιάτικα τραγούδια μέσα απο τα πνευστά και
τα κρουστά της Φιλαρμονικής μας.
Μετα τρέχαμε
κυριολεκτικά στο σπίτι να ανοίξουμε την κεντρική είσοδο και να σπάσπουμε το
ρόδι για Καλή Χρονιά και Ευημερία. Και ώσπου να τελειώσει αυτή η ιεροτελεστία,
νάτην πάλι η Φιλαρμονική περνούσε απο τις γειτονιές να παίξει τα τραγούδια του
Νέου Ετους. Παιδιά απο διάφορες γειτονιές ακολουθούσαν τους ήχους της μουσικής
και γινόταν ένα μεγάλο πανηγύρι στους δρόμους της πόλης.
Εγώ είχα ιερό
καθήκον να κάνω ποδαρικό στην κυρά-Λόπη που καθόταν ακριβώς απέναντι και ήταν η
πιό αρχόντισσα γυναίκα της γειτονιάς. Ενώ δεν μας επέτρεπαν να πάμε ανήμερα σε
άλλα σπίτια οι γονείς, υπήρχε συμφωνία να κάνω ποδαρικό στο σπιτικό των
Λογοθεταίων. Κι αυτοί με γέμιζαν με ρόδια και κουραμπιέδες και καλούδια και τον
πρώτο ξένον οβολόν του μποναμά.
Το μεσημέρι
τελικά ξεμοναχιαζόμουν με το παιχνίδι μου, όπου εύρισκα ελεύθερο χώρο κι αφού
όλοι είχαν πέσει για σιέστα. Το έπαιζα, το χάιδευα και υποσχόμουν στον εαυτό
μου πως δεν θα το άφηνα να κακοπέσει και να μπεί στην κούτα με τα χαλασμένα
μισά παιχνίδια μας.
Το απόγευμα
πηγαίναμε στο περιβόλι στα ξαδέρφια μας τα Κακαβουλάκια κι εκεί μας έδιναν
μποναμάδες οι γονείς τους κι οι δικοί μας έδιναν σ΄αυτά. Εμείς τα Φραγκουλάκια
είχαμε την τύχη να παίρνουμε διπλό μποναμά επειδή η θεία Δήμητρα ήταν δασκάλα
και μας έδινε κάτι έξτρα απο το μισθό της επιπλέον απο εκείνο το θείου
παπα-Νίκου.
Κατα τις 7 έκανα
ποδαρικό στο δεσποτικό , στο σπίτι της νονάς Ιουστίνης και του μακαριστού
μητροπολίτη Δωρόθεου. Η νονά με γέμιζε γλυκά κι ένα κρυφό μποναμά. Κι ο
νονός-έτσι τον έλεγα- μου έδινε ένα μεγάλο κολλαριστό κατοστάρικο, το οποίο
κράδαινα με έπαρση στα υπόλοιπα ξαδέρφια. Ισως ο Νιόνιος μας να έπαιρνε κι
αυτός το ανάλογο κατοστάρικο γιατί είχαμε τους ίδιους νονούς, αλλά ποτέ δεν
καταδεχόταν να ανταγωνιστεί μαζί μας στους μποναμάδες γιατί ήταν μεγαλύτερος
και σοβαρότερος απο εμάς.
Το βράδυ
κοιμόμασταν με την Κωνσταντίνα πάντοτε αγκαλιά με το δώρο του Αη Βασίλη, ώσπου
κάποιο χρόνο αργότερα ο μεγαλύτερος αδελφός μας διέλυσε την αυταπάτη
αποκαλύπτοντας πως ο πατέρας τελικά είναι αυτός που τοποθετεί τα δώρα έξω απο
τα δωμάτιά μας. Παρόλο που δεν ήθελα να πιστέψω τα λόγια του, ποτέ πιά δεν
ξανακοιμήθηκα με δώρο αγκαλιά. Κι απ την επόμενη χρονιά διάλεγα κανονικά και
φωναχτά το παιχνίδι μου ενώπιον του πατέρα δηλώνοντας σιωπηρά πως ήξερα! Κι
όμως πόσο καλύτερα θάταν να μην είχα μάθει το μυστικό που αποδόμησε την παιδική
μου αθωότητα!
Ευτυχισμένος ο
Καινούριος Χρόνος σε όλους , με υγεία, χαρά και δημιουργικότητα!