Αφιερωμένο στο Κυκλαμινάκι του Βουνού ή Κατερίνα Παπαθεοδώρου με μια αγκαλιά κυκλάμινα που ανακάλυψα εκεί στο πουθενά της Πλάγια ντελ Εστε στο σπίτι ενός Ελληνα και το φωτογράφισα ως δώρο Πρωτοχρονιάς για κείνη.
Κι όμως βρέθηκε ένα κυκλάμινο αναθισμένο στην καυτή Πλάγια ντελ Εστε, στον κήπο ενός Ελληνα και το φωτογράφισα για να το χαρίσω στο δικό μου Κυκλάμινο του Βουνού!
Η καλλονή αδελφή μου, η χίπυ Κωνσταντίνα μου
Εμείς οι δυό ανυποψίαστες πως θα χωρίζαμε μια μέρα.
Η ορχήστρα παίζει σάλσα
Χοροί και μουσικές σε πλατεία της Αβάννας
Πρωτοχρονιάτικο κομμάτι μετα μουσικής
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Αντί επιμέτρου για το 2007 ή αντί προλόγου για το 2008 είπα να αφιερώσω ένα ακόμη απόσπασμα απο το υπο έκδοση βιβλίο μου με τίτλο «Ημερολόγιο Αβάνας». Είπα να κάνω ποδαρικό με ένα νέο δημιούργημα, επειδή θέλω να δηλώσω απόλυτη αισιοδοξία.
Περνώντας απο το ταμείο του πόνου και της άκαρπης νοσταλγίας, επιλέγω να επιστρατεύω μνήμες και συναισθήματα, κεφαλοποιώντας τα σε γραμμένα φιλιά, όπως γράφει ο ποιητής Γιάννης Ευσταθιάδης.
Καλή Χρονιά γεμάτη υγεία, ευτυχία και δημιουργικότητα! Καλή Χρονιά γεμάτη μπιτάτες μουσικές!
Της Αβάνας οι μουσικές
Ολες οι αναφορές στο σκληρό δίσκο της μνήμης μου για την Αβάνα σχετίζονται με τη μουσική, το χορό, τα αιώνια πάρτις, που ξεπετάγονται γιορταστικά απο τα ταπεινά ερειπωμένα σπίτια ή τις εργατικές πολυκατοικίες της μάζας καταμεσής του δρόμου, ολομεσήμερο με τον ήλιο να καίει τους ουρανούς.
Ξεκινάω την καθημερινότητά μου εδώ στην Αβάνα απο την αίθουσα του πρωινού, όπου μια τετραμελής ορχήστρα παίζει απαλή κουβάνικη μουσική. Ο βιολιστής επιτίθεται με σολαρίσματα ενίοτε, αλλά σιωπά όταν ο κιθαρίστας ανεβάζει τους τόνους εκβιάζοντας πιεστικά τις χορδές της κιθάρας του. Είμαι ευτυχής που ξυπνώ με μουσικές, που αναπνέω την ευεξία ανθρώπων ταυτισμένων με αναθρώσκοντα ρυθμό.
Ναί, η Αβάνα ζεί σε ένα ασύλληπτο μουσικό ρυθμό, που δεν διακόπτεται ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα. Οι άνθρωποι περπατούν και χορεύουν χωρίς νάναι ανάγκη να νιώσουν βυθισμένα στα τύμπανά τους τα αυτιστικά ipods της δυτικής καταναλωτικής νεύρωσης. Αρκεί μια νότα να ξεπεταχθεί απο κάπου και οι γοφοί των γυναικών κουνιούνται ενστικτώδικα στο ρυθμό, τα μάτια των ανδρών τρεμοπαίζουν . Είναι εκλπηκτική τούτη η αίσθηση της ταύτισης ενός λαού με τη μουσική.
Χώνομαι στο Μπάρ El Floridita , όπως έκανα πάντα όταν ταξίδευα εδώ με την Κωσνταντίνα. Είμαι μονάχη μου και δεν θα πάρω ούτε ντέικερι ούτε μοχίτο (εξωτικά κοκτέιλς με φρούτα και αλκοόλ), δεν θα πιώ Cuba Libra, αν και με κατατρώει η ανάγκη να κάνω κάτι σαν τον Χέμινγουαιη. Λες κι ερχόμενη εδώ θα μιμηθώ το ύφος του αμερικανού συγγραφέα, που πέρασε τις καλύτερες μέρες στην Κούβα γραφοντας τα μυθιστορήματα της μοναξιάς και της κατάθλιψής του.
Οχι, δεν είμαι παθιασμένη με τον Χεμινγουαίη, αλλά νιώθω την ανάγκη να μυριστώ την αύρα του μεγάλου άντρα, που πέρασε μέρες αίγλης αλλά και αποσύνθεσης στην προ του Κάστρο Αβάνα του διεθνούς τζέτ σέτ. Με πιάνει μια μελαγχολία. Η αδελφή μου δεν είναι εδώ να μου γεμίζει τα μυαλά με ιδέες και εικόνες για το λαμπρό παρελθόν της Αβάνας μας.
Παραγγέλνω ένα καφέ με λέτσε (γάλα) και τον πίνω αργόσυρτα και θλιμμένα , όπως ταιριάζει στην ψυχολογία της μοναχικότητάς μου. Παράξενο, αλλά απολαμβάνω τη μοναξιά σ΄αυτόν εδώ τον ευλογημένο τόπο.
Παρατηρώ τις φάτσες των τουριστών γύρω μου. Είναι όλοι μιάς κοπής, με βλέμμα βολεμένο και χαριστικό, με σκέψεις δοξαστικές για τις παλιές καλές μέρες της Αβάνας. Η ξεναγός μιλάει ακατάπαυστα για τον Χέμινγουαίη.
Πληρώνω βιαστικά το ποτό μου και απομακρύνομαι. Περπατώ ανάμεσα απο φτωχογειτονιές, όπου οι γέροι και οι γριές κάθονται έξω απο τις πόρτες τους λικνιζόμενοι στις κουνιστές μπαμπού πολυθρόνες τους. Μοιάζουν τόσο ανέμελοι, κι όμως ξέρω καλά πως αγωνιούν για το επιούσιο της μέρας. Αλλά αφήνονται στη νιρβάνα της μοιρολατρείας, καθώς τα κομμουνιστικά κουπόνια κάτι θα φέρουν στο τραπέζι τους κι απόψε.
Απο το ισόγειο ενός παλιού σπιτιού ξεπετιέται ηλεκτρικό φώς μέρα μεσημέρι. Κοιτάζω μέσα απο τα σιδερένια κάγκελα, που χρησιμεύουν για προστασία. Χώνω το κεφάλι μου ανάμεσά τους. Μια αφράτη λευκή ισπανίδα με φτηνά μπουκαλάκια πολύχρωμων βερνικιών (η ξαδερφη απο το Μαϊάμι τάχει στείλει) κάνει μανικιούρ και βάφει με ιεροτελεστία τα νύχια των χεριών μιας μαυρούλας.
-Μπορώ να δώ κι εγώ; Ρωτάω με όλη την τουριστική μου αφέλεια.
-Βέβαια, μπορείτε. Ελάτε μέσα να σας φιλέψουμε, μου λέει η μανικιουρίστρια καλωσυνάτα.
Είμαι καχύποπτη Ελληνίδα και με μια ευγενική δικαιολογία στέκομαι στα κάγκελα, παρατηρώ τη γυναικεία σκηνή, ζητώ συγγνώμη και αποχωρώ. Εχω πεισθεί πως εδώ σου λένε καλημέρα μόνο για τα πέσος.Τί κι αν η τροφαντή λευκή μέσα απο τα κάγκελα μου φάνηκε αθώα, εγώ φοβάμαι να ξανοιχτώ!
Κατηφορίζω προς την παραλία της Παλιάς Αβάνας. Σκαλώνω σε ένα υπαίθριο καφέ, όπου μια ορχήστρα παίζει μάμπο και σάλσα και όλους τους ρυθμούς της λατινοαμερικάνικης μουσικής. Σμίγω με ένα πλήθος ισπανών τουριστών, που λικνίζονται με πάθος και στροβιλίζονται στους ρυθμούς, που ξεσηκώνουν. Απο το διπλανό τραπέζι έρχεται ένας ξανθός νεαρός να μου ζητήσει να χορέψουμε. Δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά. Με εκπλήσσει που ξέρει να χορεύει μάμπο, αργεντίνικο τάνγκο και σάλσα. Πιάνουμε ψιλή κουβέντα και μαθαίνω πως είναι Βρετανός που κάνει διακοπές κάθε χρόνο στην Καραϊβική , γι αυτό είναι μαθημένος σε τούτους τους χορούς.
Κι εγώ πώς ξέρω να χορεύω; Μά, είμαι απο τη δυτική Ιόνια Λευκάδα, όπου πριν γίνω ντεμπυντάντ ώφειλα να χορεύω τάνγκο, και φόξ και σάλσα και απ όλα για να επιβιώσω στις λαμπρές χοροεσπερίδες της Φιλαρμονικής , υπό τους ήχους του σαξόφωνου του Καμινάρη ή του ακορντεόν του Μορίνα. Μέρες χαμένες για πάντα στη λησμονιά!
Η ώρα είναι 5μ.μ κιόλας. Ο ήλιος αρχίζει να γέρνει πίσω στην παραλιακή Μαλιακόν. Βιαζομαι να επιστρέψω στο ξενοδοχείο μου, όπου έχω δώσει ραντεβού με τη Χριστίνα για να περιηγηθούμε τη νυχτερινή ζωή της Αβάνας. Κάνω ένα δροσερό μπάνιο και ξαπλώνω για μια μίνι σιέστα.
Κατά τις 10 κατεβαίνω στο λόμπι. Πίνω ένα μοχίτο στο μπαράκι του ξενοδοχείου περιμένοντας τη νεαρή κοπέλα. Ενας κύριος μου γνέφει να μου το κεράσει. Οχι, ευχαριστώ, αρνούμαι ευγενικά.
Μου πιάνει κουβέντα. Είναι γάλλος και μάλιστα υψηλά ιστάμενος στο υπουργείο πολιτισμού της Γαλλίας. Βρίσκεται εδώ για δουλειές, ο τομέας του είναι οι πολιτιστικές ανταλλαγές με τη νοτιοαμερικάνικη ήπειρο. Τα γαλλικά του μυρίζουν βροχή. Είναι απο τη Μεριντιέν , μου λεέι γι αυτό αυτή η παράξενη προφορά. Το διαπιστώνω πως είναι βέρος Γάλλος, καθώς ακόμη και στην Κούβα φοράει το κλασικό Cartier ρολόι του.
Η Χριστίνα με παίρνει με το κόκκινο αυτοκινητάκι της και ανηφορίζουμε προς το Μιραμάρ όπου έχουμε κλείσει να πάμε στο
Casa de la Musica. Απόψε παίζει μια γνωστή κουβάνικη μπάντα, που αγαπάει πολύ η νεοαποκτηθείσα Ελληνίδα φίλη.
Η μουσική είναι ξεσηκωτική. Στην καρέκλα μου χορεύω νοερά με τα ζευγάρια που στροβιλίζονται στην πίστα. Εκστασιάζομαι, αλλά δεν βρίσκεται εδώ η Κωνσταντίνα για να χορέψουμε ανέμελα όπως τις παλιές μέρες. Πίνω μια άψητη μπύρα, που μου φέρνει αηδία με τη μυρωδιά της.
Στο διπλανό τραπέζι δυό νεαροί μουλάτοι μας κοιτάζουν επίμονα , εμάς τις μπονίτες με τα ξανθά μαλλιά και τη λευκή επιδερμίδα. Νιώθω μέρος μιας ταινίας που βλέπω να παίζεται διαρκώς εδώ στην Αβάνα των λάγνων βλεμμάτων. Είμαστε η εύκολη λεία για τους ντόπιους υποψήφιους εραστές, που αν μας πιάσουν κουβέντα, αμέσως θα μας ζητήσουν να τους κεράσουμε τα ποτά τους. Αυτή είναι νομοτέλεια στην κομμουνιστική Αβάνα των εφευρετικών κατοίκων της , που κυνηγούν με θρησκευτική προσήλωση το καυτό αντικείμενο του πόθου τους, λίγα ή πολλά διεθνή πέσος.
Αναπολώ τις νύχτες που περνούσαμε μαζί με την καλλονή αδελφή μου στην Αβάνα. Καθώς η ορχήστρα ανάβει την ατμόσφαιρα σκορπίζοντας ρυθμούς μπιτάτης σάλσα, αντιλαμβάνομαι πως η μουσική της Κούβας έχει περάσει με τον πιό δημιουργικό τρόπο στον 21ο αιώνα. Είναι η μόνη μουσική, που στο μιξάρισμά της με το μπίτ, δεν αλλοιώνεται αλλά ομορφαίνει περισσότερο. Θεέ μου, πόσο χαίρομαι που ανακαλύπτω τούτη την υπέροχη μουσική επιμειξία των Κουβάνων!
Αναχωρώντας απο το κλάμπ αργά μετά τα μεσάνυχτα λέω στην Χριστίνα απρόσμενα : «Δεν θα ξαναπατήσω στο Tropicana Club, γιατί αυτό το φτηνιάρικο καν-κάν με τα φτερά, τα πούπουλα και τις πούλιες στα φουστάνια των γυναικών με ενοχλεί αισθητικά εσχάτως.»
Τα καμπαρέ έχουν πεθάνει όχι μονάχα στο Παρίσι, αλλά και στην τουριστική πρωτεύουσα της Κούβας! Ζήτωσαν τα κλαμπάκια με τις μουσικές, τζάζ ή μπολερό έστω!
Μουσικές προτάσεις για τις νύχτες της Αβάνας
Απόλυτα ελεγμένες αλλά δανεικές απο το site του Monogram
Bar El Floridita
Για ντακίρι στο λίκνο του. Δοκιμάστε εκτός από το κλασικό, το Hemingwayμε το χυμό grapefruitκαι τη φράουλα.
Obispo 557
Bar Café de Paris
Αυτό που οι Κουβανοί εννοούν μπαρ. Το πνεύμα και το οινόπνευμα…
Bar La Bodegnita del Medio
Οι ιστορικοί αμφισβητούν αν ο Hemingway ήπιε mojito σε αυτό το bar. To mojtio πάντως, το φαγητό και το κέφι κυριαρχούν και θα σας αφήσουν πλήρως ικανοποιημένους…
Colle Empedrado No 206 Habana Vieza
Bar La Maison
Bar, αλλά και επιδείξεις μόδας από νέους Κουβανούς σχεδιαστές…
Calle 1be/7ma y 9na., Miramar
Bar Monserrate
Εδώ τα έπινε που και που ο Κάστρο πριν το 1954..
Τώρα μια καλή μπάντα, καλά φθηνά ποτά και Κουβανέζικη Κουζίνα
Monserrate a Obrapva
Bar Dos Hermanos
Το bar που άνοιξαν τα αδέλφια Luciano κάποτε.. Ο Lucky και ο άλλος…Το αγαπημένο του Federico Garcia Lorca το 1930
San Pedro No 304
Casa de la Musica Galliano
Αργά το βράδυ εμφανίζονται οι πιο γνωστές Κουβανέζικες μπάντες ..Νωρίς το απόγευμα για Κουβανέζικους χορούς.
Cha-Cha, Mambo, Rumba, Salsa
Club Macumba
Ακριβό στην είσοδο και στα ποτά αλλά το καλύτερο μακράν club της πόλης με πολλούς ντόπιους Κουβανούς κα Κουβανές και λιγότερους τουρίστες.
Calle 222 e/37 y Autopista, Repartola Coronella
Club Diablo Tu-Tun, Miramar
Για εισαγωγή στα Κουβανέζικα ήθη και έθιμα με το μαλακό.. Ας ληφθεί υπ’ όψιν ότι πηγαίνοντας στην Αμαλιάδα από την Αθήνα δεν κουβαλάς μαζί σου καρπούζι(ας μην
χάνουμε το χιούμορ μας)..
LA Zorra y el Cuervo Jazz Club
Το καλύτερο jazz club της Κούβας. 10 pesos είσοδος με ποτό.
Calle 23e/NyO Velado
Irakere Jazz Club
Για τους φίλους της Jazz.
Calle A e/3ra.y 5ta Miramar
El Gato Tuerto
Δίπλα στο Nacional για boleros και ολίγο χορό.
Colle O 17 y Calle 19 Velado
Dos Gardenias
Για boleros και μια βουτιά στο χρόνο. Must για γνωρίζοντες ολίγα περί μουσικής καθώς και για την κατηγορία των —ηντα.
Αν. 7 y Calle 26 Mindanao
Camparet Parisien
Ωραία κοστούμια, εντυπωσιακοί χορευτές και χορεύτριες, πολύ καλοί τραγουδιστές και μουσικοί.
Hotel National Calle 21 y O
Camparet Tropicana
Το παλαιότερο στην Κούβα.
Calle72e/41 y45
Turquino
Club και εστιατόριο με θέα που κόβει την ανάσα.
25ος Όροφος HotelTripHabanaLible, Calle23 Vedado
«Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν». (Κωνσταντίνος Καβάφης)
Saturday, December 29, 2007
Thursday, December 20, 2007
Η Κάθυ που μισούσε τις Γιορτές
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία του 2007
Αφιερωμένη με αγάπη
Στο Μελινάκι που με εγκατέλειψε
Στην Εαρινή που δίνει τη μάχη της με γενναιότητα
Στο Δημοσθένη που είναι στα ξένα
Στo zero που έχει θέμα με τη μοναξιά
Στους γονείς μου εκεί στη μακρινή Λευκάδα
Σε όλους εμάς, που ξέρουμε πως η μοναξιά νικιέται μόνο απο την αληθινότητα των ανθρώπων, απο τη γνησιότητα των αισθημάτων.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους, γιατί θέλει αρετή και τόλμη να συμμετέχεις στη γιορτή των άλλων!
Η Κάθυ που μισούσε τις Γιορτές
Εξω το χιόνι είχε πέσει απο τη νύχτα πυκνό ακινητοποιώντας τις συγκοινωνίες. Η βοή του δρόμου πνιγόταν κάτω απο το παχύ λευκό επίστρωμα της φύσης. Τα δέντρα, οι κήποι, τα πεζοδρόμια είχαν καλυφθεί απο το πέπλο του χειμώνα. Η τύχη τόθελε παραμονή Χριστουγέννων να πάρει το τοπίο την αίγλη των καρτ-ποστάλ.Τα έλατα της πόλης με φορτωμένα τα κλαριά τους απ το χιόνι έδιναν την αίσθηση της εξοχής, καθώς οι στέγες των σπιτιών είχαν ασπρίσει χάνοντας το σχήμα τους μπροστά στον όγκο.
Η Κάθυ κοίταξε έξω απο το παράθυρό της με αφηρημάδα. Δεν της δημιουργούσε καμιά ευφορία τούτη η λευκή χιονιά. Αντίθετα της μαύριζε την ψυχή καθώς θα είχε να παλέψει με τα καιρικά φαινόμενα μέχρι να φτάσει στο εμπορικό κέντρο όπου δούλευε , ένα χιλιόμετρο απ’ το διαμέρισμά της. Θα μπορούσε- αν είχε την ηρεμία της ψυχής- να τηλεφωνήσει σήμερα στο κατάστημα ρούχων και να ακυρώσει την παρουσία της λόγω χιονόπτωσης.Η δικαιολογία θα ήταν εύσχημη. Θα μπορούσε να πιάσει το πινέλο της να ζωγραφίσει αυτή την απόλυτη εικόνα που απλωνόταν έξω απο το παράθυρό της καταμεσής του Μόντρεαλ.
Ομως η Κάθυ μισούσε αυτή τη συγκεκριμένη εικόνα, μισούσε κάθε νιφάδα του χιονιού που ισοπέδωνε τα χρώματα της πόλης. Ενιωθε πραγματική απέχθεια για το κρύο , για τα χιόνια, για το χειμωνιάτικο τοπίο που θαρρείς βύθιζε σε απραξία ένα ολόκληρο οικοσύστημα και ακινητοποιούσε ένα πληθυσμό τριών εκατομμυρίων ανθρώπων. Επιπλέον, είχε καλλιεργήσει και μια τεράστια απόρριψη για τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές, που ερχόνταν απο τον Οκτώβριο με φιοριτούρες , λαμπιόνια και ζαχαρωτά. Το Μόντρεαλ φάνταζε απίστευτα ψέυτικο μέσα στους βαρείς στολισμούς του, με τα πολύχρωμα φώτα έξω απο τις μονοκατοικίες των αστών. Φάνταζε σχεδόν αστείο με τους Αγιοβασίληδες στα εμπορικά κέντρα να μοιράζουν ψεύτικα χαμόγελα και φρούδες υποσχέσεις στα παιδιά.
«Ενα κακοστημένο τσίρκο!» σκεφτόταν με περιφρόνηση κάθε φορά που πάταγε το πόδι της στο εμπορικό κέντρο. «Τόσο ψεύτικα όλα, κι όμως ο κόσμος βαυκαλίζεται με την αυταπάτη πως τα δώρα και τα στολίσματα θα φέρουν την ευτυχία φέτος!»
Η Κάθυ προοδευτικά με τα χρόνια είχε γίνει εχθρική με τα Χριστούγεννα. Ποτέ δεν είχε χαρεί τις Γιορτές τούτες σαν παιδάκι γιατί ο πατέρας της ήταν ψήστης σε εστιατόριο και ξενυχτούσε τις παραμονές. Η μάννα της ερχόταν ψόφια απο την κούραση του εργοστάσιου. Δεν είχε κουράγιο να φτιάχνει δέντρα κι αηδίες. Μετα βίας και μετά απο παρακαλετά είχε αγοράσει ένα πλαστικό δεντράκι που στόλιζε η Κάθυ με τον αδελφό της για να νιώσουν κάπως μέσα στο κλίμα. Ανήμερα Χριστούγεννα φτιάχνανε γκιουβέτσι, όταν όλοι οι άλλοι ψήναν γαλοπούλα. Οσο για μελομακάρονα και κουραμπιέδες, γνώρισε τη γεύση και τη μυρωδιά τους απο το φούρνο της γειτόνισσας.
Ετσι άρχισε να μισεί τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές. Γιατί δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά. Γιατί έμεναν σε διαμέρισμα και δεν είχαν έλατο να στολίσουν στην αυλή. Γιατί ο Santa Claus δεν ήταν δικός τους Αγιος να έρθει παραμονή Χριστούγεννα ν΄αφήσει δώρα κάτω απο το δεντράκι. Ούτε και χώραγαν άλλωστε.
Την τελευταία δεκαετία η οικογένειά της είχε διαλυθεί. Ο πατέρας είχε πεθάνει απο καρδιακό και η μάννα της τράβηξε για την Ελλάδα, να κουρνιάσει πλάι στ΄αδέρφια της. Δεν την χώρεσε ποτέ τούτος ο τόπος, μονολογούσε όλα τα χρόνια που θυμάται την ύπαρξή της η Κάθυ.Κι ο αδελφός της παντρεύτηκε κάπου στο Βανκούβερ. Μόνη της η Κάθυ πάλευε να ζωγραφίζει, να πουλάει τους πίνακές της τα καλοκαίρια στις υπαίθριες αγορές του Μόντρεαλ.
Φόρεσε το παλτό της, έδεσε το λαιμό με το πλεχτό κασκόλ της, έβαλε τις αδιάβροχες μπότες, τα χοντρά γάντια της και βγήκε στο δρόμο. Τα πόδια της βυθιζόνταν στην απαλότητα του χιονιού αλλά εκείνη περπατούσε με μανία πληγώνοντας τη λευκή επιφάνεια, εκδικούμενη θαρρείς αυτή την απόλυτη τελειότητα της φύσης. Ηθελε να βρεθεί σύντομα στο κατάστημα , να δουλέψει, να συναλλαγεί με κόσμο που ήταν στην ίδια μοίρα με κείνη. Επέλεγε στις Γιορτές να κάνει όλες τις υπερωρίες για να μη μένει μόνη στο σπίτι της, να μην έρχεται φατσα με την απόλυτη ξενοσύνη της απο την κουλτούρα του περιβάλλοντος χώρου.
Στο κατάστημα ήταν μόνο άλλη μια υπάλληλος. Αυτές οι δυό είχαν νικήσει το χιόνι. Ξαφνικά άκουσε το όνομά της;
-Κάθυ! Κάθυ!. Γύρισε και είδε την καλοβολεμένη συμμαθήτρια, κομψή και όμορφη με τσάντες γεμάτες ψώνια, με κουτιά πασπαλισμένα με χρυσόσκονη να εισβάλει στο μαγαζί.
-Χρύσα εσύ;Καιρούς και χρόνια έχω να σε δώ! Πώς απ΄τα μέρη μας με τέτοιο χιόνι; Μένεις κάπου στο δυτικό νησί, δεν είναι;
-Είπα να πάρω το τζίπ και να φύγω όσο πιό μακριά γίνεται. Τα παιδιά ήταν σε υστερία. Με ζάλισαν απο τη μέρα που τελείωσε το σχολείο. Τάφησα στη μάννα μου και τόσκασα. Τί ευτυχής σύμπτωση να σε βρώ εδώ.
-Δηλαδή δεν έχεις ψωνίσει ακόμη τα Χριστουγεννιάτικα δώρα σου παραμονή; Δεν σε πιστεύω εσένα την απόλυτα προγραμματισμένη.
-Ναί, έχεις δίκιο. Είχα ψωνίσει, αλλά ήθελα να βγω απο το σπίτι, να δραπετεύσω, να σταματήσω για λίγες ώρες να είμαι η μάννα, η νοικοκυρά, η δούλα κι η κυρά. Ηρθα για να βρεθώ λίγο μόνη μου, μακριά απο τη βουή της οικογενειακής ευτυχίας!
-Θα μπορούσα και να σε λυπηθώ που είσαι νέα, ωραία κι ευτυχής!
Γέλασαν και οι δυό με το σαρκασμό της Κάθυς. Η Χρύσα τη ρώτησε για τα δικά της κι έμαθε πως ζούσε πιά μόνη της σε ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη. Με το τέλος της αφήγησης άνοιξε τα χέρια και έβαλε στην αγκαλιά της τη παλιά συμμαθήτρια απο το ταπεινό Πάρκ Εξτένσιον.
-Απόψε δεν θα φύγω χωρίς εσένα για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σου το δηλώνω πως θα περιμένω να κλείσει το μαγαζί , να σε πάρω εκεί στα δυτικά νε δείς τι τραβάνε οι ευτυχισμένες μαμάδες.
Η Κάθυ χαμογέλασε αμυδρά. Δηλαδή στ αλήθεια θα ζούσε και η ίδια παραμονή Χριστουγέννων το κλίμα της Αγιας Νύχτας; Δηλαδή απόψε- μετα απο μια δεκαετία-θα μοιραζόταν με μια οικογένεια τη Μεγάλη Γιορτή; Δεν θα τραβούσε μετά το μαγαζί ολοταχώς στο σπίτι να σκεπαστεί με την καρό μάλλινη κουβέρτα μέχρι τα αυτιά για να μη βλέπει και να μην ακούει τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια; Δεν ηξερε αν μπορούσε ν’ αντέξει τέτοια ευτυχία!
Η Χρύσα απομακρύνθηκε για να τελειώσει τα ψώνια της με την υπόσχεση πως θα ξαναγύριζε να την πάρει μετά το κλείσιμο του Κέντρου στις 5 η ώρα.
Η Κάθυ ξαφνικά τρόμαξε απο τη χαρά της αλλά και απο τη γενναιοδωρία της παλιάς της φίλης. Ομως δεν άφησε να την προδώσει πάλι η δυσπιστία της. Αρχιζε κιόλας να της μυρίζει ευχάριστα το εμπορικό κέντρο με τα δεκάδες αρωματικά κεριά, που μέχρι πριν απο λίγο σκόρπιζαν το εφιαλτικό τους άρωμα στη μικρή μοναχική γυναίκα του Μόντρεαλ!
Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία του 2007
Αφιερωμένη με αγάπη
Στο Μελινάκι που με εγκατέλειψε
Στην Εαρινή που δίνει τη μάχη της με γενναιότητα
Στο Δημοσθένη που είναι στα ξένα
Στo zero που έχει θέμα με τη μοναξιά
Στους γονείς μου εκεί στη μακρινή Λευκάδα
Σε όλους εμάς, που ξέρουμε πως η μοναξιά νικιέται μόνο απο την αληθινότητα των ανθρώπων, απο τη γνησιότητα των αισθημάτων.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους, γιατί θέλει αρετή και τόλμη να συμμετέχεις στη γιορτή των άλλων!
Η Κάθυ που μισούσε τις Γιορτές
Εξω το χιόνι είχε πέσει απο τη νύχτα πυκνό ακινητοποιώντας τις συγκοινωνίες. Η βοή του δρόμου πνιγόταν κάτω απο το παχύ λευκό επίστρωμα της φύσης. Τα δέντρα, οι κήποι, τα πεζοδρόμια είχαν καλυφθεί απο το πέπλο του χειμώνα. Η τύχη τόθελε παραμονή Χριστουγέννων να πάρει το τοπίο την αίγλη των καρτ-ποστάλ.Τα έλατα της πόλης με φορτωμένα τα κλαριά τους απ το χιόνι έδιναν την αίσθηση της εξοχής, καθώς οι στέγες των σπιτιών είχαν ασπρίσει χάνοντας το σχήμα τους μπροστά στον όγκο.
Η Κάθυ κοίταξε έξω απο το παράθυρό της με αφηρημάδα. Δεν της δημιουργούσε καμιά ευφορία τούτη η λευκή χιονιά. Αντίθετα της μαύριζε την ψυχή καθώς θα είχε να παλέψει με τα καιρικά φαινόμενα μέχρι να φτάσει στο εμπορικό κέντρο όπου δούλευε , ένα χιλιόμετρο απ’ το διαμέρισμά της. Θα μπορούσε- αν είχε την ηρεμία της ψυχής- να τηλεφωνήσει σήμερα στο κατάστημα ρούχων και να ακυρώσει την παρουσία της λόγω χιονόπτωσης.Η δικαιολογία θα ήταν εύσχημη. Θα μπορούσε να πιάσει το πινέλο της να ζωγραφίσει αυτή την απόλυτη εικόνα που απλωνόταν έξω απο το παράθυρό της καταμεσής του Μόντρεαλ.
Ομως η Κάθυ μισούσε αυτή τη συγκεκριμένη εικόνα, μισούσε κάθε νιφάδα του χιονιού που ισοπέδωνε τα χρώματα της πόλης. Ενιωθε πραγματική απέχθεια για το κρύο , για τα χιόνια, για το χειμωνιάτικο τοπίο που θαρρείς βύθιζε σε απραξία ένα ολόκληρο οικοσύστημα και ακινητοποιούσε ένα πληθυσμό τριών εκατομμυρίων ανθρώπων. Επιπλέον, είχε καλλιεργήσει και μια τεράστια απόρριψη για τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές, που ερχόνταν απο τον Οκτώβριο με φιοριτούρες , λαμπιόνια και ζαχαρωτά. Το Μόντρεαλ φάνταζε απίστευτα ψέυτικο μέσα στους βαρείς στολισμούς του, με τα πολύχρωμα φώτα έξω απο τις μονοκατοικίες των αστών. Φάνταζε σχεδόν αστείο με τους Αγιοβασίληδες στα εμπορικά κέντρα να μοιράζουν ψεύτικα χαμόγελα και φρούδες υποσχέσεις στα παιδιά.
«Ενα κακοστημένο τσίρκο!» σκεφτόταν με περιφρόνηση κάθε φορά που πάταγε το πόδι της στο εμπορικό κέντρο. «Τόσο ψεύτικα όλα, κι όμως ο κόσμος βαυκαλίζεται με την αυταπάτη πως τα δώρα και τα στολίσματα θα φέρουν την ευτυχία φέτος!»
Η Κάθυ προοδευτικά με τα χρόνια είχε γίνει εχθρική με τα Χριστούγεννα. Ποτέ δεν είχε χαρεί τις Γιορτές τούτες σαν παιδάκι γιατί ο πατέρας της ήταν ψήστης σε εστιατόριο και ξενυχτούσε τις παραμονές. Η μάννα της ερχόταν ψόφια απο την κούραση του εργοστάσιου. Δεν είχε κουράγιο να φτιάχνει δέντρα κι αηδίες. Μετα βίας και μετά απο παρακαλετά είχε αγοράσει ένα πλαστικό δεντράκι που στόλιζε η Κάθυ με τον αδελφό της για να νιώσουν κάπως μέσα στο κλίμα. Ανήμερα Χριστούγεννα φτιάχνανε γκιουβέτσι, όταν όλοι οι άλλοι ψήναν γαλοπούλα. Οσο για μελομακάρονα και κουραμπιέδες, γνώρισε τη γεύση και τη μυρωδιά τους απο το φούρνο της γειτόνισσας.
Ετσι άρχισε να μισεί τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές. Γιατί δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά. Γιατί έμεναν σε διαμέρισμα και δεν είχαν έλατο να στολίσουν στην αυλή. Γιατί ο Santa Claus δεν ήταν δικός τους Αγιος να έρθει παραμονή Χριστούγεννα ν΄αφήσει δώρα κάτω απο το δεντράκι. Ούτε και χώραγαν άλλωστε.
Την τελευταία δεκαετία η οικογένειά της είχε διαλυθεί. Ο πατέρας είχε πεθάνει απο καρδιακό και η μάννα της τράβηξε για την Ελλάδα, να κουρνιάσει πλάι στ΄αδέρφια της. Δεν την χώρεσε ποτέ τούτος ο τόπος, μονολογούσε όλα τα χρόνια που θυμάται την ύπαρξή της η Κάθυ.Κι ο αδελφός της παντρεύτηκε κάπου στο Βανκούβερ. Μόνη της η Κάθυ πάλευε να ζωγραφίζει, να πουλάει τους πίνακές της τα καλοκαίρια στις υπαίθριες αγορές του Μόντρεαλ.
Φόρεσε το παλτό της, έδεσε το λαιμό με το πλεχτό κασκόλ της, έβαλε τις αδιάβροχες μπότες, τα χοντρά γάντια της και βγήκε στο δρόμο. Τα πόδια της βυθιζόνταν στην απαλότητα του χιονιού αλλά εκείνη περπατούσε με μανία πληγώνοντας τη λευκή επιφάνεια, εκδικούμενη θαρρείς αυτή την απόλυτη τελειότητα της φύσης. Ηθελε να βρεθεί σύντομα στο κατάστημα , να δουλέψει, να συναλλαγεί με κόσμο που ήταν στην ίδια μοίρα με κείνη. Επέλεγε στις Γιορτές να κάνει όλες τις υπερωρίες για να μη μένει μόνη στο σπίτι της, να μην έρχεται φατσα με την απόλυτη ξενοσύνη της απο την κουλτούρα του περιβάλλοντος χώρου.
Στο κατάστημα ήταν μόνο άλλη μια υπάλληλος. Αυτές οι δυό είχαν νικήσει το χιόνι. Ξαφνικά άκουσε το όνομά της;
-Κάθυ! Κάθυ!. Γύρισε και είδε την καλοβολεμένη συμμαθήτρια, κομψή και όμορφη με τσάντες γεμάτες ψώνια, με κουτιά πασπαλισμένα με χρυσόσκονη να εισβάλει στο μαγαζί.
-Χρύσα εσύ;Καιρούς και χρόνια έχω να σε δώ! Πώς απ΄τα μέρη μας με τέτοιο χιόνι; Μένεις κάπου στο δυτικό νησί, δεν είναι;
-Είπα να πάρω το τζίπ και να φύγω όσο πιό μακριά γίνεται. Τα παιδιά ήταν σε υστερία. Με ζάλισαν απο τη μέρα που τελείωσε το σχολείο. Τάφησα στη μάννα μου και τόσκασα. Τί ευτυχής σύμπτωση να σε βρώ εδώ.
-Δηλαδή δεν έχεις ψωνίσει ακόμη τα Χριστουγεννιάτικα δώρα σου παραμονή; Δεν σε πιστεύω εσένα την απόλυτα προγραμματισμένη.
-Ναί, έχεις δίκιο. Είχα ψωνίσει, αλλά ήθελα να βγω απο το σπίτι, να δραπετεύσω, να σταματήσω για λίγες ώρες να είμαι η μάννα, η νοικοκυρά, η δούλα κι η κυρά. Ηρθα για να βρεθώ λίγο μόνη μου, μακριά απο τη βουή της οικογενειακής ευτυχίας!
-Θα μπορούσα και να σε λυπηθώ που είσαι νέα, ωραία κι ευτυχής!
Γέλασαν και οι δυό με το σαρκασμό της Κάθυς. Η Χρύσα τη ρώτησε για τα δικά της κι έμαθε πως ζούσε πιά μόνη της σε ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη. Με το τέλος της αφήγησης άνοιξε τα χέρια και έβαλε στην αγκαλιά της τη παλιά συμμαθήτρια απο το ταπεινό Πάρκ Εξτένσιον.
-Απόψε δεν θα φύγω χωρίς εσένα για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σου το δηλώνω πως θα περιμένω να κλείσει το μαγαζί , να σε πάρω εκεί στα δυτικά νε δείς τι τραβάνε οι ευτυχισμένες μαμάδες.
Η Κάθυ χαμογέλασε αμυδρά. Δηλαδή στ αλήθεια θα ζούσε και η ίδια παραμονή Χριστουγέννων το κλίμα της Αγιας Νύχτας; Δηλαδή απόψε- μετα απο μια δεκαετία-θα μοιραζόταν με μια οικογένεια τη Μεγάλη Γιορτή; Δεν θα τραβούσε μετά το μαγαζί ολοταχώς στο σπίτι να σκεπαστεί με την καρό μάλλινη κουβέρτα μέχρι τα αυτιά για να μη βλέπει και να μην ακούει τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια; Δεν ηξερε αν μπορούσε ν’ αντέξει τέτοια ευτυχία!
Η Χρύσα απομακρύνθηκε για να τελειώσει τα ψώνια της με την υπόσχεση πως θα ξαναγύριζε να την πάρει μετά το κλείσιμο του Κέντρου στις 5 η ώρα.
Η Κάθυ ξαφνικά τρόμαξε απο τη χαρά της αλλά και απο τη γενναιοδωρία της παλιάς της φίλης. Ομως δεν άφησε να την προδώσει πάλι η δυσπιστία της. Αρχιζε κιόλας να της μυρίζει ευχάριστα το εμπορικό κέντρο με τα δεκάδες αρωματικά κεριά, που μέχρι πριν απο λίγο σκόρπιζαν το εφιαλτικό τους άρωμα στη μικρή μοναχική γυναίκα του Μόντρεαλ!
Monday, December 17, 2007
Το Χριστουγεννιάτικο πάρτυ για την Αλεφ (και λίγο για το Μόχα!)
Αυτό το πόστ είναι το Χριστουγεννιάτικο πάρτυ μου για την Αλεφ με το βελούδινο κόκκινο της χαράς.
Επειδή αγαπάει τα χιόνια. Επειδή είναι ρομαντική. Επειδή γράφει τα αγαπητικότερα κομμάτια για τη λογοτεχνία του κόσμου. Επειδή μας μαζεύει όλους και όλες κάτω απο τη στοργική φτερούγα της. Επειδή είναι η ΘΕΑ του λογοτεχνικού διαδικτύου. Επειδή είναι ακάματη γυναίκα των γραμμάτων. Επειδή ανοίγει το λογοτεχνικό οίκο Αγκυρα σε καινούρια ταλέντα (όπως το λατρεμένο Μόχα) . Επειδή τη διαλέγω για φίλη μου.
Χθές έπεσε χιόνι απαλό, μαλακό σαν το βαμβάκι. Ολη τη μέρα η πόλη μου βυθιζόταν ολοένα κάτω απο το λευκό πάπλωμα της φύσης. Κι εμείς το γιορτάσαμε στο βουνό.Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες μέσα και έξω απο το σπίτι μας μπροστά απο τη λίμνη. Εμβληματικές οι πεταλούδες στα παράθυρα μέσα απο τα χιόνια. Γιατί η Κωνσταντίνα μου θα απουσιάζει κι αυτά τα Χριστούγεννα!
Καλές Γιορτές
Ιουστίνη
Επειδή αγαπάει τα χιόνια. Επειδή είναι ρομαντική. Επειδή γράφει τα αγαπητικότερα κομμάτια για τη λογοτεχνία του κόσμου. Επειδή μας μαζεύει όλους και όλες κάτω απο τη στοργική φτερούγα της. Επειδή είναι η ΘΕΑ του λογοτεχνικού διαδικτύου. Επειδή είναι ακάματη γυναίκα των γραμμάτων. Επειδή ανοίγει το λογοτεχνικό οίκο Αγκυρα σε καινούρια ταλέντα (όπως το λατρεμένο Μόχα) . Επειδή τη διαλέγω για φίλη μου.
Χθές έπεσε χιόνι απαλό, μαλακό σαν το βαμβάκι. Ολη τη μέρα η πόλη μου βυθιζόταν ολοένα κάτω απο το λευκό πάπλωμα της φύσης. Κι εμείς το γιορτάσαμε στο βουνό.Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες μέσα και έξω απο το σπίτι μας μπροστά απο τη λίμνη. Εμβληματικές οι πεταλούδες στα παράθυρα μέσα απο τα χιόνια. Γιατί η Κωνσταντίνα μου θα απουσιάζει κι αυτά τα Χριστούγεννα!
Καλές Γιορτές
Ιουστίνη
Friday, December 14, 2007
Ημερολόγιο Αβάννας
Αυτό το πόστ είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον πρώτο αναγνώστη του μπλόγκ μου καθηγητή Στέλιο Φραγκόπουλο, επειδή παρέλειψα να κάνω πάρτυ στη γιορτή του.
Το κείμενο είναι προδημοσίευση απο το υπό έκδοση βιβλίο μου με τίτλο "Ημερολόγιο Αβάννας".
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Το ίδιο απόγευμα
Πήρα το λεωφορειάκι του ξενοδοχείου μαζί με άλλους ευγενείς κι αθόρυβους τουρίστες που μας κατέβασε στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Σεν Μιγκουέλ. Είπα να πλανηθώ έτσι χωρίς πρόγραμμα για να χορτάσει το μάτι μου αυτή την απίστευτη αρχιτεκτονική της Αβάνας, που μοιάζει μ’ ένα ατέλειωτο εργόχειρο, Kι ανάμεσα στα στολίδια να λείπουν χάντρες, ανάμεσα στα υπέροχα σπίτια να βρίσκονται σκόρπια τα άλλα, αχρωμάτιστα, εγκατελελειμένα , ελεεινά.
Το ιστορικό κέντρο έχει ανακαινισθεί και διαρκώς ανακαινίζεται με την επιχορήγηση της Unicef υπο το συντονισμό του φωτισμένου ιστορικού Εουσέβιο Ρεάλ...Στο πλαίσιο αυτό έχει κτισθεί το ορθόδοξο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου μέσα στο πάρκο . Είναι μια πραγματική μινιατούρα, που παραπέμπει σε μέρες Ορθόδοξες κάπου μακριά στη μικρή γαλανή πατρίδα.
Προχωράω στο δρόμο, όπου οι Κουβάνοι και οι Κουβάνες ντυμένοι στην τρίχα και βαρειά αρωματισμένοι προσπαθούν να ψαρέψουν τουρίστες για την πραμάτεια τους. Αλλοι με προσκαλούν στις τιέντες τους να αγοράσω κανένα σουβενίρ, άλλοι μου λένε δήθεν μυστικά να μου προσφέρουν φτηνά πούρα Αβάννας. Λέω διαρκώς όχι και νιώθω επιεικώς άβολα.
Ενας νεαρός μελαμψός Αδωνις με ακολουθάει συνεχώς. Αρχίζω να φοβάμαι πως θα μου επιτεθεί, αν και η εγκληματικότητα είναι ελεγχόμενη στους κεντρικούς δρόμους, όπου κυκλοφορούν αστυνομικοί και χαφιέδες.
Ο νεαρός με πλησιάζει, σχεδόν με στριμώχνει στο πεζοδρόμιο: Πούρα ;με ρωτάει Οχι, του κάνω νόημα. Ερωτα; Δηλαδή αγοραίο έρωτα; Τρέχω αλαφιασμένη στην κεντρική πλατεία, όπου είναι αναμειγμένοι Κουβάνοι και τουρίστες. Νιώθω περισσότερο ασφαλής. Το μάτι μου πιάνει όμορφα κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να στήνουν παγίδα έρωτα σε άντρες τουρίστες. Με πιάνει μια μελαγχολία για την κατάντια της Κούβας του αγαπημένου μου Φιντέλ Κάστρο.
Ξαφνικά πέφτω σ’ ένα τρελλό πάρτυ. Εδώ έχουν στήσει χορό σάλσα και τάνγκο και όλα, κάτω απο τους μαγικούς ήχους μιας τετραμελούς ορχήστρας. Η ορχήστρα παίζει και οι άνθρωποι στροβιλίζονται στους ρυθμούς της ξενοιασιάς,που αγοράζεται φτηνά στο κέντρο της Αβάννας.
Φωτογραφίζω με πραγματική μανία τα κτίρια της ισπανικής αποικιοκρατίας, μεγαλεπήβολα και αρχοντικά. Η αστυνομία κρατάει ένα ολάκερο κάστρο για πάρτη της. Ολες οι κρατικές υπηρεσίες στεγάζονται στα ομορφότερα και πιό ανακαινισμένα κτίρια της πόλης. Οι Κουβάνοι ζούν στα ισόγεια και τους ορόφους των στριμωγμένων σπιτιών, που είναι σχεδόν ερέιπια. Στα ξεφτισμένα νεοκλασικά μπαλκόνια φιγουράρουν τα απλωμένα ρούχα της λερής μπουγάδας.
Στο ιστορικό κέντρο οι Κουβάνοι για να βγάλουν λεφτά έχουν μετατρέψει τα σπίτια τους σε μαγαζάκια με είδη σουβενίρ. Πουλάνε χοντροκομμένες δαντέλες, ξύλινα αγαλματάκια και ναϊφ ζωγραφικούς πίνακες. Στο παράθυρό τους έχουν βγάλει την πραμάτεια για τους τουρίστες. Ολη η ζωή κινείται γύρω απο τους τουρίστες, απο τα λεφτά, απο την κρυφή συναλλαγή. Το όνειρο των Κουβάνων είναι να βρεθεί ένα ξένο χέρι να τους τραβήξει μακριά απο την ονειρεμένη χώρα τους.
Κατηφορίζω προς την παραλία, όπου είναι απλωμένο το μεγάλο επίσημο παζάρι της Αβάννας. Διάφορα σκούρα χέρια με τραβάνε προς το δικό τους μαγαζί. Αγοράζω ξύλινα αγαλματάκια (όπως σε κάθε ταξίδι μου) απο μια όμορφη κοπέλα. Σταματάω σ΄ένα παππού και αγοράζω τους μικρούς πίνακές του. Με συγκινεί η διαφορετικότητα της ζωγραφικής του. Ενώ είναι ναϊφ, η γραφή του αποπνέει ένα αβίαστο εξπρεσιονισμό. Πληρώνω μόνο 3 δολάρια για τον κάθε πίνακα αυτού του γεραμσένου ταλέντου, που χάθηκε για πάντα στην ανωνυμία της υπεροπροσφοράς της κομμουνιστικής κουλτούρας.
Τελικά, με τραβάει το πίσω μέρος του παζαριού, όπου είναι εκετεθειμένοι πίνακες γνωστών Κουβάνων ζωγράφων. Ανάμεσα στους γραφικούς τοπικούς , ανακαλύπτω τρομερά ταλέντα. Οι πίνακες μεγάλων διαστάσεων, λάδι και τέμπερα πουλιούνται μέχρι 100 δολάρια έκαστος. Δεν κάνω ούτε το παραμικρό παζάρι, η τέχνη εδώ κοστίζει εξευτελιστικά φτηνά. Αγοράζω τέσσερα κομμάτια , δύο για το σπίτι του Μόντρεαλ κι άλλους δύο για το διαμέρισμα της Αθήνας.
Νιώθω μια παράξενη ευφορία καθώς κρατώ υπό μάλης τα έργα τέχνης που θα μεταφέρω στον βολεμένο κόσμο της δύσης. Νιώθω σα να έχω διαπράξει μια μεγάλη κλοπή, αλλά πάλι για την Κούβα 100 δολάρια είναι έξι μηνιάτικα, υπολογίζω και παρηγοριέμαι.
Αναζητώ την πλατεία με το λεωφορείο που θα με γυρίσει στο ξενοδοχείο μου. Εχω μισή ώρα καιρό. Κάθομαι σ’ ένα συνηθισμένο καφενείο περιτριγυρισμένη απο Κουβάνους. Ακριβώς δίπλα μου παρατηρώ ένα πλήθος ανθρώπων να περιμένουν στην ουρά έξω απο ένα μαγαζί. Η μουσική στο καφενείο είναι ηχηρή, οι κουβάνοι δε χωράνε στις καρέκλες τους, χορεύουν στο ρυθμό των μοντέρνων ήχων της μπιτάτης σάλσα.Εναρμονίζομαι ενστικτώδικα μαζί τους.
Σηκώνομαι να πάρω το λεωφορείο. Το μαγαζί δίπλα μου ήταν τελικά ένα μπακάλικο που έφερε απόψε εκτάκτως γάλα και ρύζι. Επεσε σύρμα και μαζεύτηκε η γειτονιά. Γι αυτό περίμεναν στην ουρά οι κουβάνοι, για να προλάβουν να ψωνίσουν.
Μπαίνω στο λεωφορείο. Εξω έχει απλωθεί το λυκόφως και τα πρώτα φώτα ανάβουν στην καρδιά της Αβάννας. Παίρνουμε την παραλιακή λεωφόρο. Απο το μώλο κρέμονται οι μελαψοί κάτοικοι της πόλης. Αλλοι έχουν βγεί ζευγάρια για τη βραδινή τους βόλτα κι άλλοι ψαρεύουν με το καλαμίδι!
Το κείμενο είναι προδημοσίευση απο το υπό έκδοση βιβλίο μου με τίτλο "Ημερολόγιο Αβάννας".
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Το ίδιο απόγευμα
Πήρα το λεωφορειάκι του ξενοδοχείου μαζί με άλλους ευγενείς κι αθόρυβους τουρίστες που μας κατέβασε στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Σεν Μιγκουέλ. Είπα να πλανηθώ έτσι χωρίς πρόγραμμα για να χορτάσει το μάτι μου αυτή την απίστευτη αρχιτεκτονική της Αβάνας, που μοιάζει μ’ ένα ατέλειωτο εργόχειρο, Kι ανάμεσα στα στολίδια να λείπουν χάντρες, ανάμεσα στα υπέροχα σπίτια να βρίσκονται σκόρπια τα άλλα, αχρωμάτιστα, εγκατελελειμένα , ελεεινά.
Το ιστορικό κέντρο έχει ανακαινισθεί και διαρκώς ανακαινίζεται με την επιχορήγηση της Unicef υπο το συντονισμό του φωτισμένου ιστορικού Εουσέβιο Ρεάλ...Στο πλαίσιο αυτό έχει κτισθεί το ορθόδοξο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου μέσα στο πάρκο . Είναι μια πραγματική μινιατούρα, που παραπέμπει σε μέρες Ορθόδοξες κάπου μακριά στη μικρή γαλανή πατρίδα.
Προχωράω στο δρόμο, όπου οι Κουβάνοι και οι Κουβάνες ντυμένοι στην τρίχα και βαρειά αρωματισμένοι προσπαθούν να ψαρέψουν τουρίστες για την πραμάτεια τους. Αλλοι με προσκαλούν στις τιέντες τους να αγοράσω κανένα σουβενίρ, άλλοι μου λένε δήθεν μυστικά να μου προσφέρουν φτηνά πούρα Αβάννας. Λέω διαρκώς όχι και νιώθω επιεικώς άβολα.
Ενας νεαρός μελαμψός Αδωνις με ακολουθάει συνεχώς. Αρχίζω να φοβάμαι πως θα μου επιτεθεί, αν και η εγκληματικότητα είναι ελεγχόμενη στους κεντρικούς δρόμους, όπου κυκλοφορούν αστυνομικοί και χαφιέδες.
Ο νεαρός με πλησιάζει, σχεδόν με στριμώχνει στο πεζοδρόμιο: Πούρα ;με ρωτάει Οχι, του κάνω νόημα. Ερωτα; Δηλαδή αγοραίο έρωτα; Τρέχω αλαφιασμένη στην κεντρική πλατεία, όπου είναι αναμειγμένοι Κουβάνοι και τουρίστες. Νιώθω περισσότερο ασφαλής. Το μάτι μου πιάνει όμορφα κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να στήνουν παγίδα έρωτα σε άντρες τουρίστες. Με πιάνει μια μελαγχολία για την κατάντια της Κούβας του αγαπημένου μου Φιντέλ Κάστρο.
Ξαφνικά πέφτω σ’ ένα τρελλό πάρτυ. Εδώ έχουν στήσει χορό σάλσα και τάνγκο και όλα, κάτω απο τους μαγικούς ήχους μιας τετραμελούς ορχήστρας. Η ορχήστρα παίζει και οι άνθρωποι στροβιλίζονται στους ρυθμούς της ξενοιασιάς,που αγοράζεται φτηνά στο κέντρο της Αβάννας.
Φωτογραφίζω με πραγματική μανία τα κτίρια της ισπανικής αποικιοκρατίας, μεγαλεπήβολα και αρχοντικά. Η αστυνομία κρατάει ένα ολάκερο κάστρο για πάρτη της. Ολες οι κρατικές υπηρεσίες στεγάζονται στα ομορφότερα και πιό ανακαινισμένα κτίρια της πόλης. Οι Κουβάνοι ζούν στα ισόγεια και τους ορόφους των στριμωγμένων σπιτιών, που είναι σχεδόν ερέιπια. Στα ξεφτισμένα νεοκλασικά μπαλκόνια φιγουράρουν τα απλωμένα ρούχα της λερής μπουγάδας.
Στο ιστορικό κέντρο οι Κουβάνοι για να βγάλουν λεφτά έχουν μετατρέψει τα σπίτια τους σε μαγαζάκια με είδη σουβενίρ. Πουλάνε χοντροκομμένες δαντέλες, ξύλινα αγαλματάκια και ναϊφ ζωγραφικούς πίνακες. Στο παράθυρό τους έχουν βγάλει την πραμάτεια για τους τουρίστες. Ολη η ζωή κινείται γύρω απο τους τουρίστες, απο τα λεφτά, απο την κρυφή συναλλαγή. Το όνειρο των Κουβάνων είναι να βρεθεί ένα ξένο χέρι να τους τραβήξει μακριά απο την ονειρεμένη χώρα τους.
Κατηφορίζω προς την παραλία, όπου είναι απλωμένο το μεγάλο επίσημο παζάρι της Αβάννας. Διάφορα σκούρα χέρια με τραβάνε προς το δικό τους μαγαζί. Αγοράζω ξύλινα αγαλματάκια (όπως σε κάθε ταξίδι μου) απο μια όμορφη κοπέλα. Σταματάω σ΄ένα παππού και αγοράζω τους μικρούς πίνακές του. Με συγκινεί η διαφορετικότητα της ζωγραφικής του. Ενώ είναι ναϊφ, η γραφή του αποπνέει ένα αβίαστο εξπρεσιονισμό. Πληρώνω μόνο 3 δολάρια για τον κάθε πίνακα αυτού του γεραμσένου ταλέντου, που χάθηκε για πάντα στην ανωνυμία της υπεροπροσφοράς της κομμουνιστικής κουλτούρας.
Τελικά, με τραβάει το πίσω μέρος του παζαριού, όπου είναι εκετεθειμένοι πίνακες γνωστών Κουβάνων ζωγράφων. Ανάμεσα στους γραφικούς τοπικούς , ανακαλύπτω τρομερά ταλέντα. Οι πίνακες μεγάλων διαστάσεων, λάδι και τέμπερα πουλιούνται μέχρι 100 δολάρια έκαστος. Δεν κάνω ούτε το παραμικρό παζάρι, η τέχνη εδώ κοστίζει εξευτελιστικά φτηνά. Αγοράζω τέσσερα κομμάτια , δύο για το σπίτι του Μόντρεαλ κι άλλους δύο για το διαμέρισμα της Αθήνας.
Νιώθω μια παράξενη ευφορία καθώς κρατώ υπό μάλης τα έργα τέχνης που θα μεταφέρω στον βολεμένο κόσμο της δύσης. Νιώθω σα να έχω διαπράξει μια μεγάλη κλοπή, αλλά πάλι για την Κούβα 100 δολάρια είναι έξι μηνιάτικα, υπολογίζω και παρηγοριέμαι.
Αναζητώ την πλατεία με το λεωφορείο που θα με γυρίσει στο ξενοδοχείο μου. Εχω μισή ώρα καιρό. Κάθομαι σ’ ένα συνηθισμένο καφενείο περιτριγυρισμένη απο Κουβάνους. Ακριβώς δίπλα μου παρατηρώ ένα πλήθος ανθρώπων να περιμένουν στην ουρά έξω απο ένα μαγαζί. Η μουσική στο καφενείο είναι ηχηρή, οι κουβάνοι δε χωράνε στις καρέκλες τους, χορεύουν στο ρυθμό των μοντέρνων ήχων της μπιτάτης σάλσα.Εναρμονίζομαι ενστικτώδικα μαζί τους.
Σηκώνομαι να πάρω το λεωφορείο. Το μαγαζί δίπλα μου ήταν τελικά ένα μπακάλικο που έφερε απόψε εκτάκτως γάλα και ρύζι. Επεσε σύρμα και μαζεύτηκε η γειτονιά. Γι αυτό περίμεναν στην ουρά οι κουβάνοι, για να προλάβουν να ψωνίσουν.
Μπαίνω στο λεωφορείο. Εξω έχει απλωθεί το λυκόφως και τα πρώτα φώτα ανάβουν στην καρδιά της Αβάννας. Παίρνουμε την παραλιακή λεωφόρο. Απο το μώλο κρέμονται οι μελαψοί κάτοικοι της πόλης. Αλλοι έχουν βγεί ζευγάρια για τη βραδινή τους βόλτα κι άλλοι ψαρεύουν με το καλαμίδι!
Thursday, December 6, 2007
Το πάρτυ για το Νίκο Λαγκαδινό
Wednesday, December 5, 2007
Η αυθαιρεσία και ατιμωρησία του ΕΚΕΒΙ
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Δεν θέλω να πιικρίζω μέρες πούρχονται αλλά ως πολιτικά σκεπτόμενο όν και ως λογοτέχνις έχω ορισμένες ενστάσεις να καταθέσω σε σχέση με τα βραβεία Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Ελληνικού Βιβλίου).
Τα βραβεία αναγνωστών προκύπτουν απο την προτίμηση του κοινού, είναι τα περίφημα people’s awards και δεν έχουν να κάνουν με ποιότητα, ύφος, ιστορία, συγγραφέα, εκδοτικό οίκο, αλλά με την δημοφιλία των βιβλίων στους αποδέκτες τους, που είναι αποκλειστικά και μόνο το κοινό.
Μαθαίνω πως σ’ αυτή τη γραμμή κινούνταν οι υποψηφιότητες του ΕΚΕΒΙ μέχρι πέρισι, πως δηλαδή η λίστα των υποψηφίων βιβλίων συντασσόταν με βασικό κριτήριο το ευπώλητο των 10 βιβλίων της λίστας .Φέτος, παρακάμφθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία της προτίμησης των αναγνωστών και μεσολάβησε μια κριτική επιτροπή με κριτικούς του γνωστού κυκλώματος, οι οποίοι έδωσαν τη δική τους λίστα με βάση τις προσωπικές και διαπλεκόμενες προτιμήσεις τους.
Δεν έχω τίποτε με την ευγενή τάξη των κριτικών, οι οποίοι προσπαθούν να κατευθύνουν την αγορά του βιβλίου μέσω των κειμένων τους απο τις εφημερίδες και τα περιοδικά στα οποία εργάζονται. Τη δουλειά τους κάνουν και μάλιστα κάτω απο τη μύτη του εκάστοτε εργοδότη τους, που φαίνεται πως ήκιστα ενδιαφέρεται για την διαπλοκή στο χώρο των λογοτεχνικών εκδόσεων. Ωστόσο, σήμερα οργίζομαι εναντίον του Εθνικού Κέντρου Ελληνικού Βιβλίου, το οποίο πάλι προσπάθησε να «καπελώσει» την υπόθεση διορίζοντας επιτροπούλες και τα τοιαύτα εις βάρος της δημοφιλίας των βιβλίων.
Δεν ξέρω για τους άλλους εκδοτικούς οίκους, αν δηλαδή επιλέχθηκαν τα πιό ευπώλητα βιβλία τους. Θα μιλήσω όμως για τα Ελληνικά Γράμματα, όπου σαφώς το best seller στην λογοτεχνία (ελληνική και ξένη) υπήρξε το Ψηλά Τακούνια Για Πάντα τη συγκεκριμένη περίοδο , αφού βρίσκεται ήδη στην 5η έκδοση (παρά τη δυσλειτουργία του οίκου λόγω της αλλαγής ιδιοκτησίας). Ωστόσο,αντ’ αυτού μπήκε στη λίστα του βραβείου των Αναγνωστών το βιβλίο του συμπαθούς Αρη Μαραγκόπουλου, το οποίο υπολείπεται τα μάλα σε αριθμούς πωλήσεων.
Διάβασα σε κάποιο ιστολόγιο το γράμμα διαμαρτυρίας του Θανάση Ψυχογιού, ο οποίος αναρρωτιέται πώς αλλάζουν οι θεσμοί έτσι δια μαγείας εν μια νυκτί. Πώς παραβιάζονται τα αυτονόητα χωρίς να μιλάει κανείς. Πώς γίνονται τα εγκλήματα χωρίς καμία τιμωρία. Και μιλάμε για το Εθνικό Κέντρο Ελληνικού Βιβλίου, που στηρίζεται απο τα χρήματα ημών των φορολογουμένων. Δεν μιλάμε για ιδιωτικούς φορείς και περιοδικά, που παίζουν με γνώμονα τα συμφεροντάκια τους.
Δεν είμαι η συγγραφέας που περιμένει καταξίωση απο το ένα ή άλλο βραβείο. Είμαι τυχερή να δίνω τη μάχη της επικοινωνίας του βιβλίου μου σε ένα διεθνές περιβάλλον κι έτσι δεν περιμένω καμία επιβράβευση απο τα πηγαδάκια της Αθήνας.
Ωστόσο, το ΕΚΕΒΙ ώφειλε να σεβαστεί το βραβείο των Αναγνωστών που το ίδιο θεσμοθέτησε, οφείλει γενικά να σέβεται το γεγονός πως ανήκει στο υπουργείο Πολιτισμού και χρηματοδοτείται απο τον εθνικό προϋπολογισμό του κράτους. Δεν είναι μαγαζί κανενός και δεν δικαιούται να παίζει με την λογική μας.
Αυτά τα ολίγα και βέβαια εγώ και η παρέα μου απο τη Λευκάδα ψηφίσαμε το βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα, επειδή εμείς στον παράγοντα της δημοφιλίας μετράμε προπάντων την εντοπιότητα.
Δεν θέλω να πιικρίζω μέρες πούρχονται αλλά ως πολιτικά σκεπτόμενο όν και ως λογοτέχνις έχω ορισμένες ενστάσεις να καταθέσω σε σχέση με τα βραβεία Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Ελληνικού Βιβλίου).
Τα βραβεία αναγνωστών προκύπτουν απο την προτίμηση του κοινού, είναι τα περίφημα people’s awards και δεν έχουν να κάνουν με ποιότητα, ύφος, ιστορία, συγγραφέα, εκδοτικό οίκο, αλλά με την δημοφιλία των βιβλίων στους αποδέκτες τους, που είναι αποκλειστικά και μόνο το κοινό.
Μαθαίνω πως σ’ αυτή τη γραμμή κινούνταν οι υποψηφιότητες του ΕΚΕΒΙ μέχρι πέρισι, πως δηλαδή η λίστα των υποψηφίων βιβλίων συντασσόταν με βασικό κριτήριο το ευπώλητο των 10 βιβλίων της λίστας .Φέτος, παρακάμφθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία της προτίμησης των αναγνωστών και μεσολάβησε μια κριτική επιτροπή με κριτικούς του γνωστού κυκλώματος, οι οποίοι έδωσαν τη δική τους λίστα με βάση τις προσωπικές και διαπλεκόμενες προτιμήσεις τους.
Δεν έχω τίποτε με την ευγενή τάξη των κριτικών, οι οποίοι προσπαθούν να κατευθύνουν την αγορά του βιβλίου μέσω των κειμένων τους απο τις εφημερίδες και τα περιοδικά στα οποία εργάζονται. Τη δουλειά τους κάνουν και μάλιστα κάτω απο τη μύτη του εκάστοτε εργοδότη τους, που φαίνεται πως ήκιστα ενδιαφέρεται για την διαπλοκή στο χώρο των λογοτεχνικών εκδόσεων. Ωστόσο, σήμερα οργίζομαι εναντίον του Εθνικού Κέντρου Ελληνικού Βιβλίου, το οποίο πάλι προσπάθησε να «καπελώσει» την υπόθεση διορίζοντας επιτροπούλες και τα τοιαύτα εις βάρος της δημοφιλίας των βιβλίων.
Δεν ξέρω για τους άλλους εκδοτικούς οίκους, αν δηλαδή επιλέχθηκαν τα πιό ευπώλητα βιβλία τους. Θα μιλήσω όμως για τα Ελληνικά Γράμματα, όπου σαφώς το best seller στην λογοτεχνία (ελληνική και ξένη) υπήρξε το Ψηλά Τακούνια Για Πάντα τη συγκεκριμένη περίοδο , αφού βρίσκεται ήδη στην 5η έκδοση (παρά τη δυσλειτουργία του οίκου λόγω της αλλαγής ιδιοκτησίας). Ωστόσο,αντ’ αυτού μπήκε στη λίστα του βραβείου των Αναγνωστών το βιβλίο του συμπαθούς Αρη Μαραγκόπουλου, το οποίο υπολείπεται τα μάλα σε αριθμούς πωλήσεων.
Διάβασα σε κάποιο ιστολόγιο το γράμμα διαμαρτυρίας του Θανάση Ψυχογιού, ο οποίος αναρρωτιέται πώς αλλάζουν οι θεσμοί έτσι δια μαγείας εν μια νυκτί. Πώς παραβιάζονται τα αυτονόητα χωρίς να μιλάει κανείς. Πώς γίνονται τα εγκλήματα χωρίς καμία τιμωρία. Και μιλάμε για το Εθνικό Κέντρο Ελληνικού Βιβλίου, που στηρίζεται απο τα χρήματα ημών των φορολογουμένων. Δεν μιλάμε για ιδιωτικούς φορείς και περιοδικά, που παίζουν με γνώμονα τα συμφεροντάκια τους.
Δεν είμαι η συγγραφέας που περιμένει καταξίωση απο το ένα ή άλλο βραβείο. Είμαι τυχερή να δίνω τη μάχη της επικοινωνίας του βιβλίου μου σε ένα διεθνές περιβάλλον κι έτσι δεν περιμένω καμία επιβράβευση απο τα πηγαδάκια της Αθήνας.
Ωστόσο, το ΕΚΕΒΙ ώφειλε να σεβαστεί το βραβείο των Αναγνωστών που το ίδιο θεσμοθέτησε, οφείλει γενικά να σέβεται το γεγονός πως ανήκει στο υπουργείο Πολιτισμού και χρηματοδοτείται απο τον εθνικό προϋπολογισμό του κράτους. Δεν είναι μαγαζί κανενός και δεν δικαιούται να παίζει με την λογική μας.
Αυτά τα ολίγα και βέβαια εγώ και η παρέα μου απο τη Λευκάδα ψηφίσαμε το βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα, επειδή εμείς στον παράγοντα της δημοφιλίας μετράμε προπάντων την εντοπιότητα.
Tuesday, December 4, 2007
Στη φιλία που δε χάνεται ποτέ
Επειδή απο τότε που ξενητεύτηκα ξαναβούτηξα στις παλιές φιλίες μου και τις κρατώ ανέγγιχτες ως κόρη οφθαλμού
Επειδή επενδύω μόνο σε ανθρώπινες σχέσεις απο την ημέρα της φυγής στον Καναδά
Επειδή Τα Ψηλά Τακούνια Για Πάντα είναι αφιερωμένα εξαιρετικά στις φίλες των νεανικών μου χρόνων
Επειδή εμπλουτίζω διαρκώς τη ζωή μου με καινούριες φιλίες αγάπης και όχι καταναγκασμού ή συμφέροντος
Επειδή μου λείπουν αφόρητα οι φίλοι μου εδώ στο χιονισμένο Μόντρεαλ
Αποφάσισα να αναδημοσιεύσω το τρυφερό κομμάτι του φίλου μου Στράτου Δουκάκη, που μ’ αγγίζει, με πονάει , με καίει...
Ιουστίνη
Η ΧΑΜΕΝΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ...
«Στις παρέες που σκορπίσανε, στις φιλίες που χαθήκανε…»
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ
4/12/2007
Πέστε μου, πόσες φορές δεν μας έχει συμβεί. Σε μια συμπτωματική –και ως συνήθως σύντομη– συνάντηση ή μια τηλεφωνική επικοινωνία με φίλους, η τελευταία φράση μας να είναι τούτη η γνωστή: «κοίτα, να μη χαθούμε, να τα πούμε από κοντά, έτσι;». Νομίζω αρκετές φορές. Κι αυτή μας η επιθυμία «να τα πούμε», δεν εκπληρώνεται ποτέ κι εκείνο το «από κοντά» μένει κάπως απόμακρο, όπως και η υπόσχεση «να μη χαθούμε» μεταβάλλεται σε ανάμνηση, ώσπου τελικά... χανόμαστε. Μια και καλή!
Γιατί άραγε χανόμαστε; Γιατί αφήνουμε την καθημερινότητα να μας καταπίνει; Στις μίζερες και μελαγχολικές εποχές που σήμερα ζούμε, όπου τα χαμόγελα και η αισιοδοξία φαίνεται πως σκορπίστηκαν σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουμε φορτώσει τους ώμους μας με όλο και μεγαλύτερες υποχρεώσεις. Με πρόσωπα σκυθρωπά συνωστιζόμαστε στην αφετηρία του καθημερινού μαραθώνιου για επιβίωση. Χανόμαστε στις λεωφόρους της πεζότητας και των έντονων ρυθμών, κυνηγώντας το χρόνο που ποτέ δεν μας φτάνει. Κάνοντας ό,τι κοροϊδεύαμε. Όσα αμφισβητούσαμε. Πώς έγινε και ισοπεδώθηκαν έτσι όλα;
Αλλάζουν με τον καιρό τα πράγματα, αλλάζουν τα ενδιαφέροντα και οι σχέσεις αποκτούν άλλη έννοια. Αλλάζει ο κόσμος... Πάντα άλλαζε. Οι άνθρωποι, γινόμαστε αλλιώτικοι. Έχει εξαφανιστεί από μέσα μας η απλότητα, η ζεστασιά, η συμπαράσταση, η φιλοξενία, η ψυχική επικοινωνία, το ζεστό άγγιγμα, όλα αυτά που, κάποτε, έσμιγαν τους ανθρώπους. Τότε, με άλλα σταθμά ζυγιζόταν η ζωή και με άλλα μέτρα μετριόταν ο κόσμος. Οι νοσταλγικές αναμνήσεις όπως και τα αγνά ανθρώπινα αισθήματα καταλαγιάζουν μέσα μας σιωπηλούς σπαραγμούς και δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Παγώνουν ακίνητες οι στιγμές του παρελθόντος. Κι όταν εσύ, καλέ μου φίλε, ανακαλύπτεις την τραγικότητα της κατάστασης, –ίσως την πιο τραγική, ωστόσο αληθινή– συνειδητοποιείς τη ματαιότητα.
Συμβιβάζεσαι και δέχεσαι ότι ακόμη και τα πιο αγαπημένα μας πρόσωπα, μας επιφυλάσσουν, συχνά, μια απογοήτευση.
Ο χώρος, είν’ αλήθεια, στένεψε, μίκρυνε, ήρθε στα μέτρα των συμφερόντων μας, αφού –καθώς φαίνεται– αυτά τώρα συνιστούν τον μοναδικό γνώμονα, αυτά απαρτίζουν την ηθική μας... Μετατρέψαμε το χώρο μας σ’ ένα τοπίο γεμάτο υποκρισία και απόκρυφες λαχτάρες. Αγωνίες αβάσταχτες, για όσα ανείπωτα φωλιάζουν βουβά μέσα μας. Έχουμε ανάγκη να ονειρευόμαστε αλλά και να είμαστε δεμένοι πάντοτε με τα πράγματα γύρω μας. Με τα ασήμαντα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ποιότητα της ανθρώπινης μοίρας. Μένουμε εγκλωβισμένοι, αλίμονο, μέσα στο εφήμερο γιατί απομακρυνθήκαμε εντελώς από το χώρο του ονείρου. Τώρα το εφήμερο βασιλεύει και όλα έχουν ημερομηνία λήξης. Οι άνθρωποι θα έπρεπε, νομίζω, στο πέρασμα των χρόνων, να παραμένουν ίδιοι και αμετάβλητοι. Δεν πιστεύω ότι αξίζει να αλλοιώνει κανείς τον εαυτό του, όποιος και αν είναι ο στόχος του. Όλα εκείνα τα ανθρώπινα πάθη που φωλιάζουν στα απόκρυφα βάθη της ψυχής μας, οι βουβές πίκρες και οι αβάσταχτοι στεναγμοί, οι έμμονες απογοητεύσεις, τα χαστούκια της ζωής, οι αμίλητες χαρές και οι άφωνες λύπες θα έπρεπε, αν γίνεται (που δεν γίνεται), να μην αφήνουν σημάδια μέσα μας.
Μας λείπουν, πράγματι, οι άνθρωποι, μας λείπουν τα λόγια που δεν είπαμε, οι συνομιλίες που δεν πρόφτασαν να τελειώσουν... Όσα ανομολόγητα μας πονούν. Δυνατά αισθήματα που, παρ’ όλα αυτά, παραμένουν ζωντανά αλλά κι απόμακρα, χάνονται στην αμίλητη λησμονιά, στις θολές συννεφιές ενός αγνώριστου περιβάλλοντος. Όλα ίδια και όλα τόσο διαφορετικά. Όνειρα και διαψεύσεις αλλά και απρόσμενες απογοητεύσεις από πρόσωπα που κάποτε ήταν «φίλοι» μας! Μας λείπει αυτό που ήταν κάποτε.
Όταν οι φιλίες ξοφλάνε, όταν πια δεν έχεις τι να μιλήσεις και τι να πεις μ’ έναν φίλο, η φιλία τραυματίζεται, η ανθρωπιά και η αγάπη χάνονται, παραμένουν απόμακρες. Έχουν τη γοητεία, θαρρείς, των ερειπίων: σε κάνουν να νοσταλγείς ή να αναπλάθεις το αλλοτινό τους κάλλος. Και στο τέλος σε κάνουν να νιώθεις χειρότερα από πριν. Αυτή είναι η αδυσώπητη πραγματικότητα της μοίρας, κι εμείς, αλίμονο, τη δεχόμαστε...
Επειδή επενδύω μόνο σε ανθρώπινες σχέσεις απο την ημέρα της φυγής στον Καναδά
Επειδή Τα Ψηλά Τακούνια Για Πάντα είναι αφιερωμένα εξαιρετικά στις φίλες των νεανικών μου χρόνων
Επειδή εμπλουτίζω διαρκώς τη ζωή μου με καινούριες φιλίες αγάπης και όχι καταναγκασμού ή συμφέροντος
Επειδή μου λείπουν αφόρητα οι φίλοι μου εδώ στο χιονισμένο Μόντρεαλ
Αποφάσισα να αναδημοσιεύσω το τρυφερό κομμάτι του φίλου μου Στράτου Δουκάκη, που μ’ αγγίζει, με πονάει , με καίει...
Ιουστίνη
Η ΧΑΜΕΝΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ...
«Στις παρέες που σκορπίσανε, στις φιλίες που χαθήκανε…»
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ
4/12/2007
Πέστε μου, πόσες φορές δεν μας έχει συμβεί. Σε μια συμπτωματική –και ως συνήθως σύντομη– συνάντηση ή μια τηλεφωνική επικοινωνία με φίλους, η τελευταία φράση μας να είναι τούτη η γνωστή: «κοίτα, να μη χαθούμε, να τα πούμε από κοντά, έτσι;». Νομίζω αρκετές φορές. Κι αυτή μας η επιθυμία «να τα πούμε», δεν εκπληρώνεται ποτέ κι εκείνο το «από κοντά» μένει κάπως απόμακρο, όπως και η υπόσχεση «να μη χαθούμε» μεταβάλλεται σε ανάμνηση, ώσπου τελικά... χανόμαστε. Μια και καλή!
Γιατί άραγε χανόμαστε; Γιατί αφήνουμε την καθημερινότητα να μας καταπίνει; Στις μίζερες και μελαγχολικές εποχές που σήμερα ζούμε, όπου τα χαμόγελα και η αισιοδοξία φαίνεται πως σκορπίστηκαν σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουμε φορτώσει τους ώμους μας με όλο και μεγαλύτερες υποχρεώσεις. Με πρόσωπα σκυθρωπά συνωστιζόμαστε στην αφετηρία του καθημερινού μαραθώνιου για επιβίωση. Χανόμαστε στις λεωφόρους της πεζότητας και των έντονων ρυθμών, κυνηγώντας το χρόνο που ποτέ δεν μας φτάνει. Κάνοντας ό,τι κοροϊδεύαμε. Όσα αμφισβητούσαμε. Πώς έγινε και ισοπεδώθηκαν έτσι όλα;
Αλλάζουν με τον καιρό τα πράγματα, αλλάζουν τα ενδιαφέροντα και οι σχέσεις αποκτούν άλλη έννοια. Αλλάζει ο κόσμος... Πάντα άλλαζε. Οι άνθρωποι, γινόμαστε αλλιώτικοι. Έχει εξαφανιστεί από μέσα μας η απλότητα, η ζεστασιά, η συμπαράσταση, η φιλοξενία, η ψυχική επικοινωνία, το ζεστό άγγιγμα, όλα αυτά που, κάποτε, έσμιγαν τους ανθρώπους. Τότε, με άλλα σταθμά ζυγιζόταν η ζωή και με άλλα μέτρα μετριόταν ο κόσμος. Οι νοσταλγικές αναμνήσεις όπως και τα αγνά ανθρώπινα αισθήματα καταλαγιάζουν μέσα μας σιωπηλούς σπαραγμούς και δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Παγώνουν ακίνητες οι στιγμές του παρελθόντος. Κι όταν εσύ, καλέ μου φίλε, ανακαλύπτεις την τραγικότητα της κατάστασης, –ίσως την πιο τραγική, ωστόσο αληθινή– συνειδητοποιείς τη ματαιότητα.
Συμβιβάζεσαι και δέχεσαι ότι ακόμη και τα πιο αγαπημένα μας πρόσωπα, μας επιφυλάσσουν, συχνά, μια απογοήτευση.
Ο χώρος, είν’ αλήθεια, στένεψε, μίκρυνε, ήρθε στα μέτρα των συμφερόντων μας, αφού –καθώς φαίνεται– αυτά τώρα συνιστούν τον μοναδικό γνώμονα, αυτά απαρτίζουν την ηθική μας... Μετατρέψαμε το χώρο μας σ’ ένα τοπίο γεμάτο υποκρισία και απόκρυφες λαχτάρες. Αγωνίες αβάσταχτες, για όσα ανείπωτα φωλιάζουν βουβά μέσα μας. Έχουμε ανάγκη να ονειρευόμαστε αλλά και να είμαστε δεμένοι πάντοτε με τα πράγματα γύρω μας. Με τα ασήμαντα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ποιότητα της ανθρώπινης μοίρας. Μένουμε εγκλωβισμένοι, αλίμονο, μέσα στο εφήμερο γιατί απομακρυνθήκαμε εντελώς από το χώρο του ονείρου. Τώρα το εφήμερο βασιλεύει και όλα έχουν ημερομηνία λήξης. Οι άνθρωποι θα έπρεπε, νομίζω, στο πέρασμα των χρόνων, να παραμένουν ίδιοι και αμετάβλητοι. Δεν πιστεύω ότι αξίζει να αλλοιώνει κανείς τον εαυτό του, όποιος και αν είναι ο στόχος του. Όλα εκείνα τα ανθρώπινα πάθη που φωλιάζουν στα απόκρυφα βάθη της ψυχής μας, οι βουβές πίκρες και οι αβάσταχτοι στεναγμοί, οι έμμονες απογοητεύσεις, τα χαστούκια της ζωής, οι αμίλητες χαρές και οι άφωνες λύπες θα έπρεπε, αν γίνεται (που δεν γίνεται), να μην αφήνουν σημάδια μέσα μας.
Μας λείπουν, πράγματι, οι άνθρωποι, μας λείπουν τα λόγια που δεν είπαμε, οι συνομιλίες που δεν πρόφτασαν να τελειώσουν... Όσα ανομολόγητα μας πονούν. Δυνατά αισθήματα που, παρ’ όλα αυτά, παραμένουν ζωντανά αλλά κι απόμακρα, χάνονται στην αμίλητη λησμονιά, στις θολές συννεφιές ενός αγνώριστου περιβάλλοντος. Όλα ίδια και όλα τόσο διαφορετικά. Όνειρα και διαψεύσεις αλλά και απρόσμενες απογοητεύσεις από πρόσωπα που κάποτε ήταν «φίλοι» μας! Μας λείπει αυτό που ήταν κάποτε.
Όταν οι φιλίες ξοφλάνε, όταν πια δεν έχεις τι να μιλήσεις και τι να πεις μ’ έναν φίλο, η φιλία τραυματίζεται, η ανθρωπιά και η αγάπη χάνονται, παραμένουν απόμακρες. Έχουν τη γοητεία, θαρρείς, των ερειπίων: σε κάνουν να νοσταλγείς ή να αναπλάθεις το αλλοτινό τους κάλλος. Και στο τέλος σε κάνουν να νιώθεις χειρότερα από πριν. Αυτή είναι η αδυσώπητη πραγματικότητα της μοίρας, κι εμείς, αλίμονο, τη δεχόμαστε...
Saturday, December 1, 2007
Η τραγωδία του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Είδα τις προάλλες στην ΕΡΤ και μάλιστα στην εκπομπή της κας Φλέσσα με τίτλο «Στα Ακρα» την κυρία Στάϊκου,( υπεύθυνη τέχνης και δημοσίων σχέσεων του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς) κυριολεκτικά να κομπάζει για την υπέροχη και πανάκριβη συλλογή έργων τέχνης που φιλοξενούνται στο κεντρικό μέγαρο της τράπεζας. Την είδα να καμαρώνει για τον πλούτο που συσσωρεύεται καθημερινά στην τράπεζά της (και τις άλλες ελληνικές τράπεζες) απο τα χρήματα των μικρομεσαίων Ελλήνων εργαζομένων. Την είδα να μιλάει απαξιωτικά για τους Ελληνες πελάτες (που δεν έχουν καλή σχέση με τις αποπληρωμές των πιστωτικών τους καρτών) γι αυτό οι τραπεζικοί οργανισμοί τους φορολογούν με το μεγαλύτερο spread ολάκερου του δυτικού κόσμου.
Και τότε άναψε μέσα μου ο απόλυτος θυμός για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο βίωσα στο πετσί μου κατα το πρόσφατο ταξίδι μου στην Ελλάδα.
Είχα, λοιπόν, ένα υπόλοιπο στεγαστικού δανείου στην Εμπορική Τράπεζα της οδού Αλεξάνδρας. Ο σύζυγός μου και μέντορας περι τα οικονομικά – πάντα, λέει, πρέπει να συναλλασσόμαστε με τράπεζες και να είμαστε δανειοδοτημένοι κατα την βορειοαμερικάνικη νοοτροπία- πήγε στο κοντινό υποκατάστημα της Εθνικής και ζήτησε να μάθει τί χρειάζεται κανείς για να μεταφέρει το στεγαστικό του εκεί. Η Εθνική Τράπεζα, άλλωστε, έδινε ευνοϊκότερους όρους για την μετατροπή του δανείου σε ελβετικό χρήμα. Ο σύζυγός μου ρώτησε πόσο γρήγορα ολοκληρώνεται η διαδικασία και πόσο εύκολη θα ήταν η μεταφορά του δανείου, καθώς εξήγησε πως είμαστε κάτοικοι εξωτερικού και δεν διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο εν Ελλάδι. Του έδωσαν μια λίστα απο χαρτιά διαβεβαιώνοντάς τον πως με μια υπογραφή της δανειολήπτριας- τουτέστιν εμού- θα τελειώναμε σε μια εβδομάδα το πολύ.
Επισκέφθηκα άμεσα το υποκατάστημα της Εμπορικής στην Αλεξάνδρας και τους ανακοίνωσα πως σκόπευα να μεταφέρω το στεγαστικό μου στην Εθνική γιατί μου πρόσφεραν ευνοϊκότερους όρους. Η υπεύθυνη του δανείου μου κα Μπικοράρου προσπάθησε να με πείσει να μείνω στην Τράπεζά της, εισηγούμενη μια πρόταση με χαμηλότερο κλειστό επιτόκιο σε ευρώ. Το ελβετικό δεν μπορούν να το υποστηρίξουν τεχνικά μου εξήγησε κι έτσι της ξεκαθάρισα πως η απόφασή μου να αλλάξω τράπεζα ήταν ειλημμένη.
Στο μεταξύ άρχισα να προετοιμάζω τη χαρτούρα, άδεια οικοδομής της πολυκατοικίας, σχέδιο διαμερίσματος, απόδειξη απο το υποθηκοφυλακείο για την πρώτη υποθήκη, εκκαθαριστικά της εφορίας για όλη μου σχεδόν τη ζωή, Ε 1,Ε2 Ε3, Ε4 και όλα τα Εψιλον της Εφορίας... Η γραφειοκρατία γινόταν μια απίστευτη θηλειά κι ακόμη δεν είχα μάθει τα χειρότερα.
Κι ενώ ήμουν στη μέση της διαδικασίας μου τηλεφωνεί η κυρία Μπικοράρου να μου ανακοινώσει πως η Εμπορική Τράπεζα μπορεί να μου προσφέρει τη μετατροπή του δανείου σε ελβετικό με 3% κλειστό για τρία χρόνια. Χωρίς δεύτερη σκέψη της είπα να προχωρήσει τη διαδικασία για να γλιτώσω απο τον εφιάλτη της χαρτούρας.
Περνάει μια εβδομάδα και δεν είχα ειδοποίηση να πάω να υπογράψω τη νέα σύμβαση. Τη δεύτερη εβδομάδα αποφάσισα να της τηλεφωνήσω εγώ για να ολοκληρώσουμε της διαδικασία μια και οι μέρες μου λιγόστευαν στην Ελλάδα. Η κυρία Μπικοράρου άφαντη και αντ’ αυτής μια άλλη υπάλληλος μου έλεγε πως δεν είχε λάβει απάντηση απο τα κεντρικά. (Στο μεταξύ, είχε ακινητοποιηθεί η διαδικασία στην Εθνική Τράπεζα).
Μετά απο 10 μέρες με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής της Τράπεζας κος Αλέξανδρος Καρύδης για να μου αναγγείλει πως τελικά δεν μπορούσε η Εμπορική να υποστηρίξει τεχνικά το δάνειο σε ελβετικά φράγκα και πως αυτός μου προσέφερε το κανονικό κλειστό επιτόκιο σε ευρώ. Αστραψα και βρόντηξα. Τον ρώτησα γιατί μου έκανε η υπάλληλός του κα Μπικοράρου την επιθετική πρόταση για 3% σε ελβετικό και μου απάντησε πως η κυρία Μπικοράρου είναι πλέον σε σύνταξη. Επιπλέον, προσπάθησε σχεδόν δια της φραστικής βίας να μου επιβάλει τη δική του πρόταση.
Αμέσως έδωσα εντολή στην Εθνική να προχωρήσει την διαδικασία. Κι εκεί τι ανακάλυψα; Πως για να γίνει η πράξη προσημείωσης για τη δεύτερη υποθήκη έπρεπε να συρθώ στο δικαστήριο αυτοπροσώπως –παρακαλώ- και να περιμένω την ατέλειωτη ουρά του υποθηκοφυλακείου.
Στο υποθηκοφυλακείο η κατάσταση ήταν σχεδόν τραγική. Εκατοντάδες πολίτες και δικηγόροι φίγδην μίγδην σε μια θλιβερή αίθουσα με σπασμένες πλαστικές καρέκλες περίμεναν στην ουρά για να υποβάλλουν τα χαρτιά τους σε τρία γκισσέ. Μάλιστα! τρείς μόνο υπάλληλοι ήταν ταγμένοι να υπηρετήσουν τις μεταγραφές μιας ολάκερης Αθήνας. Για να κάνω την ιστορία τραγικότερη, προσπάθησα να επισπεύσω τη διαδικασία έκδοσης της πράξης προσημείωσης ανεβαίνοντας στους επάνω ορόφους του ευαγούς ιδρύματος. Κι εκεί χτύπησα σε πόρτες με αδειανά γραφεία. Κανείς μα κανείς υπάλληλος δεν ήταν στο πόστο του, όταν οι γκισέδες της υποβολής αιτήσεων ήταν μόνο τρείς και οι πολίτες πνιγόνταν απο την αναμονή και την καθυστέρηση.
Παρόλα αυτά μερικές μέρες αργότερα είχε μεταγραφεί η δεύτερη υποθήκη επι του ακινήτου μου. Με την επιταγή αποπληρωμής απο την Εθνική πήγα στην Εμπορική, όπου έκλεισα την υπόθεση του δανείου. Φυσικά, η άρση της προσημείωσης της πρώτης υποθήκης θα πάρει περί το ένα δίμηνο για να ολοκληρωθεί. Μια ζωή σχεδόν.
Ζώντας αυτές τις σκηνές πραγματικά λυπήθηκα τους συνέλληνες, τους πατριώτες μου, που οφείλουν να αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση την τραγωδία της γραφειοκρατίας, τη γελοιότητα του τραπεζικού συστήματος, την αναρχία των δημοσίων υπηρεσιών, την προσβολή της προσωπικότητάς τους απο το δημόσιο σύστημα.
Πού είναι η αναδόμηση του κράτους κύριε Παυλόπουλε; Πού είναι η ευθυγράμμιση με το μοντέλο εξυπηρέτησης της δύσης στα αυτονόητα; Πού είναι ο σεβασμός προς τον πολίτη για την ομαλοποίηση της καθημερινότητάς του;
Οσο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εκμεταλλεύεται ασύστολα τους Ελληνες πολίτες προσφέροντάς τους ως αντάλλαγμα την έλλειψη σεβασμού και την ευθυγράμμιση προς την απόλυτη γραφειοκρατία του δημόσιου τομέα.
Θλίβομαι και λυπάμαι!
ΥΓ. Ξέχασα να σας πώ ότι σύμφωνα με τη νέα μου σύμβαση, που μου προσφέρει κλειστό επιτόκιο 3,80% για δύο χρόνια, αν αποπληρώσω το δάνειο πριν απο την προβλεπόμενη χρονική προθεσμία, θα πρέπει να καταβάλλω ως ποινή την διαφορά που θα έχω κερδίσει σε σχέση με το ευρωπαϊκό επιτόκιο αυτά τα δύο χρόνια. Ακόμη κι αν αυτό συμβεί σε μια δεκαετία απο σήμερα. Ο όρος είναι απόλυτα καταχρηστικός και παράνομος, αλλά πού είναι η υπηρεσία του Πολίτη να καταργήσει αυτές τις παρανομίες; Πού βρίσκεται όταν οι τράπεζες παρανομούν και πνίγουν τους πελάτες τους με καταχρηστικούς όρους; Σίγουρα αυτά δεν συμβαίνουν σε άλλες ευνομούμενες δυτικές χώρες, καθώς η αυθαιρεσία τιμωρείται αυτοδίκαια!
Είδα τις προάλλες στην ΕΡΤ και μάλιστα στην εκπομπή της κας Φλέσσα με τίτλο «Στα Ακρα» την κυρία Στάϊκου,( υπεύθυνη τέχνης και δημοσίων σχέσεων του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς) κυριολεκτικά να κομπάζει για την υπέροχη και πανάκριβη συλλογή έργων τέχνης που φιλοξενούνται στο κεντρικό μέγαρο της τράπεζας. Την είδα να καμαρώνει για τον πλούτο που συσσωρεύεται καθημερινά στην τράπεζά της (και τις άλλες ελληνικές τράπεζες) απο τα χρήματα των μικρομεσαίων Ελλήνων εργαζομένων. Την είδα να μιλάει απαξιωτικά για τους Ελληνες πελάτες (που δεν έχουν καλή σχέση με τις αποπληρωμές των πιστωτικών τους καρτών) γι αυτό οι τραπεζικοί οργανισμοί τους φορολογούν με το μεγαλύτερο spread ολάκερου του δυτικού κόσμου.
Και τότε άναψε μέσα μου ο απόλυτος θυμός για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο βίωσα στο πετσί μου κατα το πρόσφατο ταξίδι μου στην Ελλάδα.
Είχα, λοιπόν, ένα υπόλοιπο στεγαστικού δανείου στην Εμπορική Τράπεζα της οδού Αλεξάνδρας. Ο σύζυγός μου και μέντορας περι τα οικονομικά – πάντα, λέει, πρέπει να συναλλασσόμαστε με τράπεζες και να είμαστε δανειοδοτημένοι κατα την βορειοαμερικάνικη νοοτροπία- πήγε στο κοντινό υποκατάστημα της Εθνικής και ζήτησε να μάθει τί χρειάζεται κανείς για να μεταφέρει το στεγαστικό του εκεί. Η Εθνική Τράπεζα, άλλωστε, έδινε ευνοϊκότερους όρους για την μετατροπή του δανείου σε ελβετικό χρήμα. Ο σύζυγός μου ρώτησε πόσο γρήγορα ολοκληρώνεται η διαδικασία και πόσο εύκολη θα ήταν η μεταφορά του δανείου, καθώς εξήγησε πως είμαστε κάτοικοι εξωτερικού και δεν διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο εν Ελλάδι. Του έδωσαν μια λίστα απο χαρτιά διαβεβαιώνοντάς τον πως με μια υπογραφή της δανειολήπτριας- τουτέστιν εμού- θα τελειώναμε σε μια εβδομάδα το πολύ.
Επισκέφθηκα άμεσα το υποκατάστημα της Εμπορικής στην Αλεξάνδρας και τους ανακοίνωσα πως σκόπευα να μεταφέρω το στεγαστικό μου στην Εθνική γιατί μου πρόσφεραν ευνοϊκότερους όρους. Η υπεύθυνη του δανείου μου κα Μπικοράρου προσπάθησε να με πείσει να μείνω στην Τράπεζά της, εισηγούμενη μια πρόταση με χαμηλότερο κλειστό επιτόκιο σε ευρώ. Το ελβετικό δεν μπορούν να το υποστηρίξουν τεχνικά μου εξήγησε κι έτσι της ξεκαθάρισα πως η απόφασή μου να αλλάξω τράπεζα ήταν ειλημμένη.
Στο μεταξύ άρχισα να προετοιμάζω τη χαρτούρα, άδεια οικοδομής της πολυκατοικίας, σχέδιο διαμερίσματος, απόδειξη απο το υποθηκοφυλακείο για την πρώτη υποθήκη, εκκαθαριστικά της εφορίας για όλη μου σχεδόν τη ζωή, Ε 1,Ε2 Ε3, Ε4 και όλα τα Εψιλον της Εφορίας... Η γραφειοκρατία γινόταν μια απίστευτη θηλειά κι ακόμη δεν είχα μάθει τα χειρότερα.
Κι ενώ ήμουν στη μέση της διαδικασίας μου τηλεφωνεί η κυρία Μπικοράρου να μου ανακοινώσει πως η Εμπορική Τράπεζα μπορεί να μου προσφέρει τη μετατροπή του δανείου σε ελβετικό με 3% κλειστό για τρία χρόνια. Χωρίς δεύτερη σκέψη της είπα να προχωρήσει τη διαδικασία για να γλιτώσω απο τον εφιάλτη της χαρτούρας.
Περνάει μια εβδομάδα και δεν είχα ειδοποίηση να πάω να υπογράψω τη νέα σύμβαση. Τη δεύτερη εβδομάδα αποφάσισα να της τηλεφωνήσω εγώ για να ολοκληρώσουμε της διαδικασία μια και οι μέρες μου λιγόστευαν στην Ελλάδα. Η κυρία Μπικοράρου άφαντη και αντ’ αυτής μια άλλη υπάλληλος μου έλεγε πως δεν είχε λάβει απάντηση απο τα κεντρικά. (Στο μεταξύ, είχε ακινητοποιηθεί η διαδικασία στην Εθνική Τράπεζα).
Μετά απο 10 μέρες με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής της Τράπεζας κος Αλέξανδρος Καρύδης για να μου αναγγείλει πως τελικά δεν μπορούσε η Εμπορική να υποστηρίξει τεχνικά το δάνειο σε ελβετικά φράγκα και πως αυτός μου προσέφερε το κανονικό κλειστό επιτόκιο σε ευρώ. Αστραψα και βρόντηξα. Τον ρώτησα γιατί μου έκανε η υπάλληλός του κα Μπικοράρου την επιθετική πρόταση για 3% σε ελβετικό και μου απάντησε πως η κυρία Μπικοράρου είναι πλέον σε σύνταξη. Επιπλέον, προσπάθησε σχεδόν δια της φραστικής βίας να μου επιβάλει τη δική του πρόταση.
Αμέσως έδωσα εντολή στην Εθνική να προχωρήσει την διαδικασία. Κι εκεί τι ανακάλυψα; Πως για να γίνει η πράξη προσημείωσης για τη δεύτερη υποθήκη έπρεπε να συρθώ στο δικαστήριο αυτοπροσώπως –παρακαλώ- και να περιμένω την ατέλειωτη ουρά του υποθηκοφυλακείου.
Στο υποθηκοφυλακείο η κατάσταση ήταν σχεδόν τραγική. Εκατοντάδες πολίτες και δικηγόροι φίγδην μίγδην σε μια θλιβερή αίθουσα με σπασμένες πλαστικές καρέκλες περίμεναν στην ουρά για να υποβάλλουν τα χαρτιά τους σε τρία γκισσέ. Μάλιστα! τρείς μόνο υπάλληλοι ήταν ταγμένοι να υπηρετήσουν τις μεταγραφές μιας ολάκερης Αθήνας. Για να κάνω την ιστορία τραγικότερη, προσπάθησα να επισπεύσω τη διαδικασία έκδοσης της πράξης προσημείωσης ανεβαίνοντας στους επάνω ορόφους του ευαγούς ιδρύματος. Κι εκεί χτύπησα σε πόρτες με αδειανά γραφεία. Κανείς μα κανείς υπάλληλος δεν ήταν στο πόστο του, όταν οι γκισέδες της υποβολής αιτήσεων ήταν μόνο τρείς και οι πολίτες πνιγόνταν απο την αναμονή και την καθυστέρηση.
Παρόλα αυτά μερικές μέρες αργότερα είχε μεταγραφεί η δεύτερη υποθήκη επι του ακινήτου μου. Με την επιταγή αποπληρωμής απο την Εθνική πήγα στην Εμπορική, όπου έκλεισα την υπόθεση του δανείου. Φυσικά, η άρση της προσημείωσης της πρώτης υποθήκης θα πάρει περί το ένα δίμηνο για να ολοκληρωθεί. Μια ζωή σχεδόν.
Ζώντας αυτές τις σκηνές πραγματικά λυπήθηκα τους συνέλληνες, τους πατριώτες μου, που οφείλουν να αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση την τραγωδία της γραφειοκρατίας, τη γελοιότητα του τραπεζικού συστήματος, την αναρχία των δημοσίων υπηρεσιών, την προσβολή της προσωπικότητάς τους απο το δημόσιο σύστημα.
Πού είναι η αναδόμηση του κράτους κύριε Παυλόπουλε; Πού είναι η ευθυγράμμιση με το μοντέλο εξυπηρέτησης της δύσης στα αυτονόητα; Πού είναι ο σεβασμός προς τον πολίτη για την ομαλοποίηση της καθημερινότητάς του;
Οσο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εκμεταλλεύεται ασύστολα τους Ελληνες πολίτες προσφέροντάς τους ως αντάλλαγμα την έλλειψη σεβασμού και την ευθυγράμμιση προς την απόλυτη γραφειοκρατία του δημόσιου τομέα.
Θλίβομαι και λυπάμαι!
ΥΓ. Ξέχασα να σας πώ ότι σύμφωνα με τη νέα μου σύμβαση, που μου προσφέρει κλειστό επιτόκιο 3,80% για δύο χρόνια, αν αποπληρώσω το δάνειο πριν απο την προβλεπόμενη χρονική προθεσμία, θα πρέπει να καταβάλλω ως ποινή την διαφορά που θα έχω κερδίσει σε σχέση με το ευρωπαϊκό επιτόκιο αυτά τα δύο χρόνια. Ακόμη κι αν αυτό συμβεί σε μια δεκαετία απο σήμερα. Ο όρος είναι απόλυτα καταχρηστικός και παράνομος, αλλά πού είναι η υπηρεσία του Πολίτη να καταργήσει αυτές τις παρανομίες; Πού βρίσκεται όταν οι τράπεζες παρανομούν και πνίγουν τους πελάτες τους με καταχρηστικούς όρους; Σίγουρα αυτά δεν συμβαίνουν σε άλλες ευνομούμενες δυτικές χώρες, καθώς η αυθαιρεσία τιμωρείται αυτοδίκαια!
Friday, November 30, 2007
Χρόνια Πολλά με Χιόνια
Καθυστερημένο αλλά αγαπητικό είναι το πάρτυ μου για την Κατερινούλα επι τη ονομαστική της εορτή που ήταν την προηγούμενη Κυριακή. Κατάφερα για χάρη της κι επειδή της αρέσουν οι χιονιές να νικήσω την ατολμία μου . Και νάμαι με τη φωτογραφική μου μηχανή να έχω ήδη αποτυπώσει προς τιμήν της την πόλη μου.
Ολες οι σκηνές που βλέπετε είναι στην αστική γειτονιά μου -κι όχι στο βουνό. Ο χιονάνθρωπος που περιμένει τα Χριστούγεννα, οι αυλές, οι γυριστοί δρόμοι, τα χιονοσκέπαστα σπίτια, η απόλυτη ερημιά.
Χρόνια Πολλά Κατερίνα με Χιόνια και στη Ζαγορά σου!
Ολες οι σκηνές που βλέπετε είναι στην αστική γειτονιά μου -κι όχι στο βουνό. Ο χιονάνθρωπος που περιμένει τα Χριστούγεννα, οι αυλές, οι γυριστοί δρόμοι, τα χιονοσκέπαστα σπίτια, η απόλυτη ερημιά.
Χρόνια Πολλά Κατερίνα με Χιόνια και στη Ζαγορά σου!
Saturday, November 24, 2007
Τα Δώρα της Αθήνας
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Επέστρεψα στην κόχη μου μετά απο μια πολυήμερη περιπλάνηση στην Αθήνα του ήλιου, των θυμωμένων πολιτών, των καφενείων και των μπλοκαρισμένων απο αυτοκίνητα πεζοδρομίων. Νικώντας τις συνθήκες περπάτησα, ανηφόρισα , κατηφόρισα μέσα στις βοές, τα κορναρίσματα και τι σκονισμένες νερατζιές. Απόλαυσα κάθε στιγμή ακόμη και τελούσα υπό τις πνιγηρές γραφειοκρατικές θηλειές της πατρίδας( Θα αναφερθώ σ’αυτές διεξοδικά στο επόμενο κείμενό μου).
Στο αεροδρόμιο του Μόντρεαλ το αεροπλάνο προσγειώθηκε σε ένα λευκό παχύ στρώμα χιονιού, που θα μείνει απλωμένο μέχρι το βαθύ Απρίλη να μας θυμίζει πως εδώ η άνοιξη αργεί να έρθει. Στην αίθουσα των επισκεπτών με περίμενε ο άντρας μου με μια υπέροχη ανθοδέσμη, τον αρωματικό καφέ που αγαπώ , την ματαιόδοξη μεταφεμινιστική vogue των χριστουγέννων κι ένα λαμπερό χαμόγελο ικανοποίησης επειδή τελικά έφτασα στον προορισμό μου. Ο Αλεξανδρίνος μου τηλεφώνησε απο το σχολείο (είχε προπόνηση μέχρι αργά αλλά σκέφτηκε να με καλωσορίσει). Μου παραχώρησε μια βραδυά στο κρεβάτι της μαννούλας εκτοπίζοντας τον πατέρα του στον καναπέ.
Η Αθήνα αυτή τη φορά με παίδεψε αλλά μού χάρισε ταυτόχρονα μοναδικά δώρα: την παρέα με τα κορίτσια-νεότερα και συνομίληκα- συνάντηση με τους άγνωστους εν πολλοίς μπλογκογείτονες και δυό πολύτιμα βιβλία που τα τοποθέτησα κιόλας στο Πάνθεον των Αγαπημένων μου. Η βαλίτσα μου ήρθε γεμάτη απο βιβλία, αλλά αυτά τα δύο είναι κοσμήματα της νέας ελληνικής αισθητικής γι αυτό τα ξεχωρίζω απο τα υπέροχα άλλα, στα οποία θα αναφερθώ εν καιρώ.
Μιλάω για την ποιητική συλλογή «Venetia» της Αννούλας Γριμάνη (επιτρέψτε μου να την αποκαλώ έτσι την πολύτιμη Αννούλα των νεανικών συναντήσεων στη δημοσιογραφία) . Πρόκειται για μια εκπληκτική έκδοση του οίκου Καστανιώτη με μια μοναδική ποιητική γραφή. Η Αννούλα συνέλαβε τη Βενετία ως θρόισμα νερού, ως αδιέξοδη πόλη περιζωμένη απο γέφυρες, ως ρομαντικό προορισμό που τυραννιέται απο τα περιστέρια της πλατείας του Αγίου Μάρκου. Η Αννούλα έχει θέμα με τη Βενετία και το αναδεικνύει με τον ποιητικό της λόγο, αργόσυρτο και πονεμένο σαν την μελαγχολία αυτής της πόλης.
«...Τρεχούμενο νερό που κάθε τόσο κοχλάζει
Και οι ατμοί του παραδίδονται σε μια αιώνια βροχή
Κάτι, σα να ζητούν την ασυλία της
Βαδίζεις στην έρημο των υποθέσεων
Στα αδιαπραγμάτευτα
Μ’ ‘ενα κελί προηγούμενο- σκέπαστρο που δεν ήταν
Να μετράς την τάξη των άτακτων
Σε έπιασαν τα πουλιά...»
Μια καταπληκτική έκδοση-σκέτο κόσμημα είναι η «Κορώνη-Μικρό Οδοιπορικό», το πρώτο αισθητικά άψογο τόλμημα των εκδόσεων poema του συναδέλφου και ποιητή Βασίλη Ρούβαλη. Μέσα στην όμορφη κασετίνα περιλαμβάνονται ένα cd, τέσσερις γκραβούρες της μεσαιωνικής Κορώνης κι ένα υπέροχο μικρό οδοιπορικό, γραμμένο με την καρδιά του Βασίλη Ρούβαλη.
Αντιγράφω:
«...Συμφωνείς πως η γενέθλια γή δεν αποφέυγεται. Ούτε αναιρείται. Η καστρόπολη σε μαγεύει σα θηλυκό, σ΄εκμηδενίζει. Περπατάς στα καντούνια κι αδιαφορείς για το μέτρημα του χρόνου. Κινείσαι πιό γρήγορα. Ξεγελιέσαι-Ταξιδεύεις. Η ευλαβική διαδρομή γύρω απο τους προμαχώνες, τις σκιερές τοξωτές στοές, τις ραγισμένες επάλξεις και τη μακρόστενη τάφρο γεμάτη φίδια και αγριοσυκιές, αποκαλύπτει το μυθικό σημάδι ενός κουρσάρου και της καστρινής ρήγισσας....»
Οι πιό όμορφες μέρες μου ήταν οι δύο τελευταίες, οι προτελευταίες της αναχώρησης για τον προορισμό μου. Ξεκίνησα τη βόλτα στην Αθήνα με τον παλιό αγαπημένο φίλο μου απο το Μόντρεαλ και πρόσφατο εποικιστή της Αθήνας Κώστα Παλάκα. Απο την Αγίου Μελετίου αποφασίασαμε να πάμε με τα πόδια στο Σύνταγμα. Σκαλώσαμε στο καφενείο του Μουσείου για ένα καφέ λάτε, περάσαμε απο τη Μάγδα Κοτζιά του Εξάντα όπου θαυμάσαμε τις εξαιρετικές εκδόσεις της –τί μεγαλείο!, δώσαμε ραντεβού σε φοιτητικό πατάρι εν μέση οδώ Ιπποκράτους με το Ντίνο Σιώτη , που μάς χάρισε με το νεανικό ενθουσιασμό του το νέο τεύχος του περιοδικού Δέκατα. Φάγαμε φοιτητικά στο Food Company για να χορτάσει το μάτι μας νεολαία. Μάς συντρόφευσαν η Αννέτα των Ελληνικών Γραμμάτων και ο Κώστας των μουσικών παραγωγών. Βιαστικά στο πόδι σαλάτες κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
Χωριστήκαμε στο μετρό του Συντάγματος. Ο Κώστας επέστρεφε στο σπίτι του κι εγώ στην οδό Διονυσίου Αεροπαγείτου για μια τελευταία κοντινή ματιά στην Ακρόπολη. Με χάλασε η ογκώδης κατασκευή του Μουσείου της Ακρόπολης, τόσο αταίριαστη και χυδαία στο μέσον της αρτιστικής τελειότητας των Ελλήνων!
Το βράδυ μου έκλεισε με ένα πλούσιο καφέ για δύο στη Βαλαωρίτου, συνάντηση καρδιάς με την Ελένη Γκίκα, που ήρθε με το βελούδινο κόκκινο του πόνου. Ηρεμη , απλή, αγαπημένη φίλη και οικοδέσποινα των λογοτεχνικών σαλονιών της πόλης και του διαδικτύου με έκανε να νιώσω πως ήμασταν ανέκαθεν κοντινές, κάτι σαν διπλανοί κρίκοι μιας εκλεκτικής συγγένειας.
Η παραμονή της μεγάλης φυγής κύλησε μέσα σε δεκάδες συναντήσεις για το φιλί του αποχαιρετισμού. Ξεκίνησα με αγκαλίτσες της Καλλιόπης Ζυμαράκη και του εξαίρετου συζύγου της Γιώργου Ζυμαράκη, που τώρα ζωγραφίζει πάλι την υπέροχη γειτονιά μας.
Αποχαιρέτησα τον Βαγγέλη Βενιζέλο συγχαίροντάς τον για τον καλό αγώνα. Είδα τη λατρεμένη μου φίλη Ιωάννα Κολοβού, υπέγραψα κατά της ενοποίησης του ταμείου της ΕΣΗΕΑ, δώσαμε ραντεβού με τον μοναχογιό της τον Αντώνη στο Μόντρεαλ για αγγλικά αυτό το καλοκαίρι. Υστερα ήπιαμε καφέ με την Ειρήνη Δάγλα και τη Χριστίνα Σίνου σαν κοριτσόπουλα του παλιού καιρού με λόγια και κρίσεις για τους ανθρώπους. Θα έρθουν –είπαν- για μεταπτυχιακά στην Αμέρικα κι έτσι θα τις βλέπω συχνά. Πέρασα κι απο το σαλόνι του Τρύφωνα, που πάλι μου έβγαλε μοναδικές φωτογραφίες πορτρέτα ένα απομεσήμερο Κυριακής στο σπίτι του με φυσικό φώς ήλιου.
Η βραδυά έκλεισε με τις παιδικές φίλες της Λευκάδας, που κατέφθασαν στο σπίτι μου για ένα πεταχτό φιλί, πίτσα και κουβεντούλα σαν μια υπόσχεση πως θα ξαναβρεθούμε σύντομα. Κι ανάμεσα στα λόγια γλύστρησε ο Δημήτρης του πέμπτου ορόφου. Μου έφερε ένα MaryGoRound με χριστουγεννιάτικα φωτάκια και μουσικές για να μη μείνει μόνο του το σπίτι αυτά τα Χριστούγεννα , που εγώ πάλι μακρόθεν θα ανταλλάσσω δώρα με τους αγαπημένους μου κάτω απο το μοσχοβολιστό καναδέζικο έλατο!
Επέστρεψα στην κόχη μου μετά απο μια πολυήμερη περιπλάνηση στην Αθήνα του ήλιου, των θυμωμένων πολιτών, των καφενείων και των μπλοκαρισμένων απο αυτοκίνητα πεζοδρομίων. Νικώντας τις συνθήκες περπάτησα, ανηφόρισα , κατηφόρισα μέσα στις βοές, τα κορναρίσματα και τι σκονισμένες νερατζιές. Απόλαυσα κάθε στιγμή ακόμη και τελούσα υπό τις πνιγηρές γραφειοκρατικές θηλειές της πατρίδας( Θα αναφερθώ σ’αυτές διεξοδικά στο επόμενο κείμενό μου).
Στο αεροδρόμιο του Μόντρεαλ το αεροπλάνο προσγειώθηκε σε ένα λευκό παχύ στρώμα χιονιού, που θα μείνει απλωμένο μέχρι το βαθύ Απρίλη να μας θυμίζει πως εδώ η άνοιξη αργεί να έρθει. Στην αίθουσα των επισκεπτών με περίμενε ο άντρας μου με μια υπέροχη ανθοδέσμη, τον αρωματικό καφέ που αγαπώ , την ματαιόδοξη μεταφεμινιστική vogue των χριστουγέννων κι ένα λαμπερό χαμόγελο ικανοποίησης επειδή τελικά έφτασα στον προορισμό μου. Ο Αλεξανδρίνος μου τηλεφώνησε απο το σχολείο (είχε προπόνηση μέχρι αργά αλλά σκέφτηκε να με καλωσορίσει). Μου παραχώρησε μια βραδυά στο κρεβάτι της μαννούλας εκτοπίζοντας τον πατέρα του στον καναπέ.
Η Αθήνα αυτή τη φορά με παίδεψε αλλά μού χάρισε ταυτόχρονα μοναδικά δώρα: την παρέα με τα κορίτσια-νεότερα και συνομίληκα- συνάντηση με τους άγνωστους εν πολλοίς μπλογκογείτονες και δυό πολύτιμα βιβλία που τα τοποθέτησα κιόλας στο Πάνθεον των Αγαπημένων μου. Η βαλίτσα μου ήρθε γεμάτη απο βιβλία, αλλά αυτά τα δύο είναι κοσμήματα της νέας ελληνικής αισθητικής γι αυτό τα ξεχωρίζω απο τα υπέροχα άλλα, στα οποία θα αναφερθώ εν καιρώ.
Μιλάω για την ποιητική συλλογή «Venetia» της Αννούλας Γριμάνη (επιτρέψτε μου να την αποκαλώ έτσι την πολύτιμη Αννούλα των νεανικών συναντήσεων στη δημοσιογραφία) . Πρόκειται για μια εκπληκτική έκδοση του οίκου Καστανιώτη με μια μοναδική ποιητική γραφή. Η Αννούλα συνέλαβε τη Βενετία ως θρόισμα νερού, ως αδιέξοδη πόλη περιζωμένη απο γέφυρες, ως ρομαντικό προορισμό που τυραννιέται απο τα περιστέρια της πλατείας του Αγίου Μάρκου. Η Αννούλα έχει θέμα με τη Βενετία και το αναδεικνύει με τον ποιητικό της λόγο, αργόσυρτο και πονεμένο σαν την μελαγχολία αυτής της πόλης.
«...Τρεχούμενο νερό που κάθε τόσο κοχλάζει
Και οι ατμοί του παραδίδονται σε μια αιώνια βροχή
Κάτι, σα να ζητούν την ασυλία της
Βαδίζεις στην έρημο των υποθέσεων
Στα αδιαπραγμάτευτα
Μ’ ‘ενα κελί προηγούμενο- σκέπαστρο που δεν ήταν
Να μετράς την τάξη των άτακτων
Σε έπιασαν τα πουλιά...»
Μια καταπληκτική έκδοση-σκέτο κόσμημα είναι η «Κορώνη-Μικρό Οδοιπορικό», το πρώτο αισθητικά άψογο τόλμημα των εκδόσεων poema του συναδέλφου και ποιητή Βασίλη Ρούβαλη. Μέσα στην όμορφη κασετίνα περιλαμβάνονται ένα cd, τέσσερις γκραβούρες της μεσαιωνικής Κορώνης κι ένα υπέροχο μικρό οδοιπορικό, γραμμένο με την καρδιά του Βασίλη Ρούβαλη.
Αντιγράφω:
«...Συμφωνείς πως η γενέθλια γή δεν αποφέυγεται. Ούτε αναιρείται. Η καστρόπολη σε μαγεύει σα θηλυκό, σ΄εκμηδενίζει. Περπατάς στα καντούνια κι αδιαφορείς για το μέτρημα του χρόνου. Κινείσαι πιό γρήγορα. Ξεγελιέσαι-Ταξιδεύεις. Η ευλαβική διαδρομή γύρω απο τους προμαχώνες, τις σκιερές τοξωτές στοές, τις ραγισμένες επάλξεις και τη μακρόστενη τάφρο γεμάτη φίδια και αγριοσυκιές, αποκαλύπτει το μυθικό σημάδι ενός κουρσάρου και της καστρινής ρήγισσας....»
Οι πιό όμορφες μέρες μου ήταν οι δύο τελευταίες, οι προτελευταίες της αναχώρησης για τον προορισμό μου. Ξεκίνησα τη βόλτα στην Αθήνα με τον παλιό αγαπημένο φίλο μου απο το Μόντρεαλ και πρόσφατο εποικιστή της Αθήνας Κώστα Παλάκα. Απο την Αγίου Μελετίου αποφασίασαμε να πάμε με τα πόδια στο Σύνταγμα. Σκαλώσαμε στο καφενείο του Μουσείου για ένα καφέ λάτε, περάσαμε απο τη Μάγδα Κοτζιά του Εξάντα όπου θαυμάσαμε τις εξαιρετικές εκδόσεις της –τί μεγαλείο!, δώσαμε ραντεβού σε φοιτητικό πατάρι εν μέση οδώ Ιπποκράτους με το Ντίνο Σιώτη , που μάς χάρισε με το νεανικό ενθουσιασμό του το νέο τεύχος του περιοδικού Δέκατα. Φάγαμε φοιτητικά στο Food Company για να χορτάσει το μάτι μας νεολαία. Μάς συντρόφευσαν η Αννέτα των Ελληνικών Γραμμάτων και ο Κώστας των μουσικών παραγωγών. Βιαστικά στο πόδι σαλάτες κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
Χωριστήκαμε στο μετρό του Συντάγματος. Ο Κώστας επέστρεφε στο σπίτι του κι εγώ στην οδό Διονυσίου Αεροπαγείτου για μια τελευταία κοντινή ματιά στην Ακρόπολη. Με χάλασε η ογκώδης κατασκευή του Μουσείου της Ακρόπολης, τόσο αταίριαστη και χυδαία στο μέσον της αρτιστικής τελειότητας των Ελλήνων!
Το βράδυ μου έκλεισε με ένα πλούσιο καφέ για δύο στη Βαλαωρίτου, συνάντηση καρδιάς με την Ελένη Γκίκα, που ήρθε με το βελούδινο κόκκινο του πόνου. Ηρεμη , απλή, αγαπημένη φίλη και οικοδέσποινα των λογοτεχνικών σαλονιών της πόλης και του διαδικτύου με έκανε να νιώσω πως ήμασταν ανέκαθεν κοντινές, κάτι σαν διπλανοί κρίκοι μιας εκλεκτικής συγγένειας.
Η παραμονή της μεγάλης φυγής κύλησε μέσα σε δεκάδες συναντήσεις για το φιλί του αποχαιρετισμού. Ξεκίνησα με αγκαλίτσες της Καλλιόπης Ζυμαράκη και του εξαίρετου συζύγου της Γιώργου Ζυμαράκη, που τώρα ζωγραφίζει πάλι την υπέροχη γειτονιά μας.
Αποχαιρέτησα τον Βαγγέλη Βενιζέλο συγχαίροντάς τον για τον καλό αγώνα. Είδα τη λατρεμένη μου φίλη Ιωάννα Κολοβού, υπέγραψα κατά της ενοποίησης του ταμείου της ΕΣΗΕΑ, δώσαμε ραντεβού με τον μοναχογιό της τον Αντώνη στο Μόντρεαλ για αγγλικά αυτό το καλοκαίρι. Υστερα ήπιαμε καφέ με την Ειρήνη Δάγλα και τη Χριστίνα Σίνου σαν κοριτσόπουλα του παλιού καιρού με λόγια και κρίσεις για τους ανθρώπους. Θα έρθουν –είπαν- για μεταπτυχιακά στην Αμέρικα κι έτσι θα τις βλέπω συχνά. Πέρασα κι απο το σαλόνι του Τρύφωνα, που πάλι μου έβγαλε μοναδικές φωτογραφίες πορτρέτα ένα απομεσήμερο Κυριακής στο σπίτι του με φυσικό φώς ήλιου.
Η βραδυά έκλεισε με τις παιδικές φίλες της Λευκάδας, που κατέφθασαν στο σπίτι μου για ένα πεταχτό φιλί, πίτσα και κουβεντούλα σαν μια υπόσχεση πως θα ξαναβρεθούμε σύντομα. Κι ανάμεσα στα λόγια γλύστρησε ο Δημήτρης του πέμπτου ορόφου. Μου έφερε ένα MaryGoRound με χριστουγεννιάτικα φωτάκια και μουσικές για να μη μείνει μόνο του το σπίτι αυτά τα Χριστούγεννα , που εγώ πάλι μακρόθεν θα ανταλλάσσω δώρα με τους αγαπημένους μου κάτω απο το μοσχοβολιστό καναδέζικο έλατο!
Tuesday, November 20, 2007
Όταν η Γαλανόλευκη μολύνει οπτικά το περιβάλλον
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Χαστούκι στον πατριωτισμό ενός Ελληνα αποδείχθηκε η απόφαση του Μικρού Δικαστηρίου του Δήμου Πιερφόντ του Μόντρεαλ, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικής καταγωγής δημότης Θεόδωρος Αντωνόπουλος υποχρεούται να σβήσει την ελληνική σημαία απο την πόρτα του γκαράζ του.
Ο Θεόδωρος Αντωνόπουλος έχασε την τριετή δικαστική διαμάχη με τον δήμο του Πιερφόντ, που του είχε επιβάλει πρόστιμο για προσβολή της αισθητικής λόγω της αυτοσχέδιας ελληνικής σημαίας. Ο Αντωνόπουλος το 2004 μετά τη νίκη της εθνικής στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου είχε βάψει στα χρώματα της γαλανόλευκης την πόρτα του γκαράζ της μονοκατοικίας του στην περιοχή παραβιάζοντας τους κανονισμούς του δήμου, όπως τελικά έκρινε ο δικαστής Αντρέ Οτ.
«Οι πολίτες δεν μπορούν να ζωγραφίζουν ό,τι θέλουν έξω απο τα σπίτια τους. Τί θα γίνει με το κοινό αίσθημα περι αισθητικής;» Αναρρωτήθηκε ο δικαστής. Τί θα γινόταν αν ο καθένας ζωγράφιζε το σήμα της ποδοσφαρικής του ομάδας, τη σημαία της χώρας του ή και τον Μίκη Μάους έξω απο το σπίτι του; Εαν κάποιος εκφράζει τον πατρωτισμό του αυτό είναι οπτική μόλυνση και δεν συνάδει με την αρμονία της γειτονιάς» , κατέληξε ο δικαστής.
Ο Αντωνόπουλος μπορεί να είναι περήφανος για την καταγωγή του αλλά η ελληνική σημαία στο γκαράζ του παραβιάζει τους κανονισμούς του δήμου, σύμφωνα με την δικαστική απόφαση.
Ο 42χρονος ομογενής Θεόδωρος Αντωνόπουλος, ο οποίος έχει γίνει ήρωας στην ελληνική παροικία του Μόντρεαλ για την άκαμπτη στάση του απέναντι στην πολιτεία, έχει περιθώριο 30 ημερών να υποβάλει έφεση κατά της απόφασης.
Ο ίδιος δήλωσε απογοητευμένος με την δικαστική απόφαση αλλά σκέφτεται να έρθει σε διαπραγματεύσεις με το δημαρχείο προκειμένου να κρατήσει μια μικρή ελληνική σημαία στην πόρτα του γκαράζ, που δεν θα χτυπάει προκλητικά στο μάτι.
Ο Αντωνόπουλος έχει ζωγραφίσει στην πόρτα του γκαράζ μια γαλανόλευκη 2Χ4 μέτρα προς τιμήν της ευρωνίκης του 2004. Του πήρε πάνω απο δύο μήνες να ολοκληρώσει το έργο του δουλεύοντας νύχτες και σαββατοκύριακα. Δεν ζήτησε άδεια απο την πολιτεία και φαίνεται πως κάποιος γείτονας τον κατήγγειλε στο δήμο.
Ο Ελληνας ομογενής πήρε τότε πρόστιμο 138 $ απο την πολιτεία αλλά πρόσβαλλε αμέσως το δήμο με αγωγή στο μικρό δικαστήριο του ΠιέρΦόντ. Μετά απο δύο χρόνια αναβολές, η υπόθεση εκδικάσθηκε τον περασμένο Ιούνιο, όπου ο δικηγόρος του Αντωνόπουλου Τζούλιους Γκρέι, γνωστός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισχυρίσθηκε πως οι σημαίες δεν είναι απλά σήματα και υποστήριξε το δικάιωμα των πολιτών να εκφράζονται ελεύθερα.
Ο δικηγόρος υπερπάσπισης του δήμου αντιπαρέβαλε πως το κρέμασμα της ελληνικής σημαίας έξω απο το σπίτι θα ήταν σύννομο, αλλά η μόνιμα ζωγραφισμένη ελληνική σημαία στην γκαραζόπορτα είναι αντίνομη με τους κανονισμούς του δήμου.
«Επέμεινα να αγωνίζομαι επι τρία χρόνια γιατί μου είπαν να κατεβάσω τη σημαία μου» δήλωσε ο Αντωνόπουλος. « Το 1940 μας ζήτησαν να υποστείλουμε τη σημαία μας οι Ιταλοί κι εμείς τους πολεμήσαμε» ήταν η απάντηση του Ελληνα ομογενή στη δικαστική διαμάχη.
Απο την πλευρά του ο δήμος διατείνεται πως το πρόστιμο δεν είχε να κάνει με την ελληνική σημαία αυτή καθαυτή , αλλά επειδή η ζωγραφική στις έξω επιφάνειες παραβιάζει τους κανονισμούς της πόλης.
Πάντως, ο παγκοσμίου φήμης δικηγόρος Τζούλιους Γκρέι επιμένει πως η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και προτίθεται να υποβάλει την υπόθεση στο διεθνές δικαστήριο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ιστορία έχει πυροδοτήσει συζητήσεις στα μέσα ενημέρωσης του Μόντρεαλ κι έχει ενσπείρει έξαρση του πατριωτισμού στην ελληνική παροικία της πόλης.
Στ’ αλήθεια ποιό δικαίωμα έχει ένας δικαστής ή ένας δήμος να κρίνει την έκφραση του πατριωτισμού ως «οπτική μόλυνση» του χώρου; Πώς νομιμοποιείται μια ευνομούμενη πολιτεία σαν τον Καναδά να καταδικάζει τον Ελληνα επειδή ζωγράφισε με τα χέρια του, με την ψυχή του, με τον απόλυτο ενθουσιασμό της νίκης τη Γαλανόλευκη στην πόρτα του ιδιωτικού του γκαράζ;
Χαστούκι στον πατριωτισμό ενός Ελληνα αποδείχθηκε η απόφαση του Μικρού Δικαστηρίου του Δήμου Πιερφόντ του Μόντρεαλ, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικής καταγωγής δημότης Θεόδωρος Αντωνόπουλος υποχρεούται να σβήσει την ελληνική σημαία απο την πόρτα του γκαράζ του.
Ο Θεόδωρος Αντωνόπουλος έχασε την τριετή δικαστική διαμάχη με τον δήμο του Πιερφόντ, που του είχε επιβάλει πρόστιμο για προσβολή της αισθητικής λόγω της αυτοσχέδιας ελληνικής σημαίας. Ο Αντωνόπουλος το 2004 μετά τη νίκη της εθνικής στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου είχε βάψει στα χρώματα της γαλανόλευκης την πόρτα του γκαράζ της μονοκατοικίας του στην περιοχή παραβιάζοντας τους κανονισμούς του δήμου, όπως τελικά έκρινε ο δικαστής Αντρέ Οτ.
«Οι πολίτες δεν μπορούν να ζωγραφίζουν ό,τι θέλουν έξω απο τα σπίτια τους. Τί θα γίνει με το κοινό αίσθημα περι αισθητικής;» Αναρρωτήθηκε ο δικαστής. Τί θα γινόταν αν ο καθένας ζωγράφιζε το σήμα της ποδοσφαρικής του ομάδας, τη σημαία της χώρας του ή και τον Μίκη Μάους έξω απο το σπίτι του; Εαν κάποιος εκφράζει τον πατρωτισμό του αυτό είναι οπτική μόλυνση και δεν συνάδει με την αρμονία της γειτονιάς» , κατέληξε ο δικαστής.
Ο Αντωνόπουλος μπορεί να είναι περήφανος για την καταγωγή του αλλά η ελληνική σημαία στο γκαράζ του παραβιάζει τους κανονισμούς του δήμου, σύμφωνα με την δικαστική απόφαση.
Ο 42χρονος ομογενής Θεόδωρος Αντωνόπουλος, ο οποίος έχει γίνει ήρωας στην ελληνική παροικία του Μόντρεαλ για την άκαμπτη στάση του απέναντι στην πολιτεία, έχει περιθώριο 30 ημερών να υποβάλει έφεση κατά της απόφασης.
Ο ίδιος δήλωσε απογοητευμένος με την δικαστική απόφαση αλλά σκέφτεται να έρθει σε διαπραγματεύσεις με το δημαρχείο προκειμένου να κρατήσει μια μικρή ελληνική σημαία στην πόρτα του γκαράζ, που δεν θα χτυπάει προκλητικά στο μάτι.
Ο Αντωνόπουλος έχει ζωγραφίσει στην πόρτα του γκαράζ μια γαλανόλευκη 2Χ4 μέτρα προς τιμήν της ευρωνίκης του 2004. Του πήρε πάνω απο δύο μήνες να ολοκληρώσει το έργο του δουλεύοντας νύχτες και σαββατοκύριακα. Δεν ζήτησε άδεια απο την πολιτεία και φαίνεται πως κάποιος γείτονας τον κατήγγειλε στο δήμο.
Ο Ελληνας ομογενής πήρε τότε πρόστιμο 138 $ απο την πολιτεία αλλά πρόσβαλλε αμέσως το δήμο με αγωγή στο μικρό δικαστήριο του ΠιέρΦόντ. Μετά απο δύο χρόνια αναβολές, η υπόθεση εκδικάσθηκε τον περασμένο Ιούνιο, όπου ο δικηγόρος του Αντωνόπουλου Τζούλιους Γκρέι, γνωστός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισχυρίσθηκε πως οι σημαίες δεν είναι απλά σήματα και υποστήριξε το δικάιωμα των πολιτών να εκφράζονται ελεύθερα.
Ο δικηγόρος υπερπάσπισης του δήμου αντιπαρέβαλε πως το κρέμασμα της ελληνικής σημαίας έξω απο το σπίτι θα ήταν σύννομο, αλλά η μόνιμα ζωγραφισμένη ελληνική σημαία στην γκαραζόπορτα είναι αντίνομη με τους κανονισμούς του δήμου.
«Επέμεινα να αγωνίζομαι επι τρία χρόνια γιατί μου είπαν να κατεβάσω τη σημαία μου» δήλωσε ο Αντωνόπουλος. « Το 1940 μας ζήτησαν να υποστείλουμε τη σημαία μας οι Ιταλοί κι εμείς τους πολεμήσαμε» ήταν η απάντηση του Ελληνα ομογενή στη δικαστική διαμάχη.
Απο την πλευρά του ο δήμος διατείνεται πως το πρόστιμο δεν είχε να κάνει με την ελληνική σημαία αυτή καθαυτή , αλλά επειδή η ζωγραφική στις έξω επιφάνειες παραβιάζει τους κανονισμούς της πόλης.
Πάντως, ο παγκοσμίου φήμης δικηγόρος Τζούλιους Γκρέι επιμένει πως η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και προτίθεται να υποβάλει την υπόθεση στο διεθνές δικαστήριο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ιστορία έχει πυροδοτήσει συζητήσεις στα μέσα ενημέρωσης του Μόντρεαλ κι έχει ενσπείρει έξαρση του πατριωτισμού στην ελληνική παροικία της πόλης.
Στ’ αλήθεια ποιό δικαίωμα έχει ένας δικαστής ή ένας δήμος να κρίνει την έκφραση του πατριωτισμού ως «οπτική μόλυνση» του χώρου; Πώς νομιμοποιείται μια ευνομούμενη πολιτεία σαν τον Καναδά να καταδικάζει τον Ελληνα επειδή ζωγράφισε με τα χέρια του, με την ψυχή του, με τον απόλυτο ενθουσιασμό της νίκης τη Γαλανόλευκη στην πόρτα του ιδιωτικού του γκαράζ;
Saturday, November 17, 2007
Η κληρονομιά ενός κόμματος
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Το έλεγε προεκλογικά ο Γιώργος Παπανδρέου και το επαναλάμβανε συνεχώς για να το εμπεδώσουμε: απο τον παππού του κληρονόμησε ένα ρολόι και απο τον πατέρα του το όνομα και το ΠΑΣΟΚ. Ετσι αποδείχθηκε περίτρανα την περασμένη Κυριακή που οι κάλπες ανέδειξαν αρχηγό της δημοκρατικής παράταξης τον γόνο Παπανδρέου αλλά και το βαθύ οργανωμένο κόμμα.
Αυτές οι πολωμένες εκλογές στο ΠΑΣΟΚ ανέδειξαν το Γιώργο Παπανδρέου ακμαίο και δυνατό μέσα στον κομματικό μηχανισμό αλλά με τεράστια χρέη προς τους βαρόνους και τους μικροκομματικούς συσχετισμούς. Οι δύο μήνες των κρυφών συναλλαγών οδήγησαν τον επίγονο Παπανδρέου στην κομματική νίκη και ταυτόχρονα στην πλήρη υποταγή στο παλιό ΠΑΣΟΚ.
Απο την άλλη πλευρά ο Ευάγγελος Βενιζέλος χωρίς κομματικούς μηχανσιμούς και κατ΄επέκταση εταίρους , με ένα αυτοσχέδιο μηχανισμό των ολίγων κατόρθωσε να εισπράξει ένα σπουδαίο ποσοστό δημιουργώντας επιτέλους μια κομματική βάση, την οποία δεν διέθετε μέχρι χθές παρά τις υψηλές του θέσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
Απο αυτή την ανελέητη κόντρα προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα για τον απλό παρατηρητή:
Ο Γιώργος Παπανδρέου κληρονομικώ ελέω κατίσχυσε του αντιπάλου του για μια τεταρετία ακόμη.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατόρθωσε να πείσει ένα 38% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ αλλά παρέμεινε με το στίγμα του «ξένου σώματος» στο παραδοσιακό κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι δελφίνοι αναδιπλώθηκαν υπέρ του Γιώργου Παπανδρεόυ περιμένοντας τον επόμενο γύρο για τον εαυτό τους.
Πάντως, ο γόνος Παπανδρέου με σαφή κομματική εντολή καλείται επιτέλους να αποδείξει την αξία του ως πολιτικός ηγέτης του ευρέως δημοκρατικού χώρου. Καλείται να παρουσιάσει καθαρό αντιπολιτευτικό λόγο στην κυβέρνηση της δεξιάς, που βαδίζει τον ολισθηρό δρόμο της αντιλαϊκής πολιτικής.
Και πρέπει να σημειώσω τέλος, πως η παράταση της ημερομηνίας του συνεδρίου για τον Φεβρουάριο, δημιουργεί εντάσεις, πολώσεις, συμμαχίες και εσωκομματική αντιπαράθεση που απειλεί να τορπιλλίσει αυτό το αντιπολιτευτικό προφίλ του επανεκλεγμένου μετά βαϊων και κλάδων Γιώργου Παπανδρέου.
Το έλεγε προεκλογικά ο Γιώργος Παπανδρέου και το επαναλάμβανε συνεχώς για να το εμπεδώσουμε: απο τον παππού του κληρονόμησε ένα ρολόι και απο τον πατέρα του το όνομα και το ΠΑΣΟΚ. Ετσι αποδείχθηκε περίτρανα την περασμένη Κυριακή που οι κάλπες ανέδειξαν αρχηγό της δημοκρατικής παράταξης τον γόνο Παπανδρέου αλλά και το βαθύ οργανωμένο κόμμα.
Αυτές οι πολωμένες εκλογές στο ΠΑΣΟΚ ανέδειξαν το Γιώργο Παπανδρέου ακμαίο και δυνατό μέσα στον κομματικό μηχανισμό αλλά με τεράστια χρέη προς τους βαρόνους και τους μικροκομματικούς συσχετισμούς. Οι δύο μήνες των κρυφών συναλλαγών οδήγησαν τον επίγονο Παπανδρέου στην κομματική νίκη και ταυτόχρονα στην πλήρη υποταγή στο παλιό ΠΑΣΟΚ.
Απο την άλλη πλευρά ο Ευάγγελος Βενιζέλος χωρίς κομματικούς μηχανσιμούς και κατ΄επέκταση εταίρους , με ένα αυτοσχέδιο μηχανισμό των ολίγων κατόρθωσε να εισπράξει ένα σπουδαίο ποσοστό δημιουργώντας επιτέλους μια κομματική βάση, την οποία δεν διέθετε μέχρι χθές παρά τις υψηλές του θέσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
Απο αυτή την ανελέητη κόντρα προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα για τον απλό παρατηρητή:
Ο Γιώργος Παπανδρέου κληρονομικώ ελέω κατίσχυσε του αντιπάλου του για μια τεταρετία ακόμη.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατόρθωσε να πείσει ένα 38% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ αλλά παρέμεινε με το στίγμα του «ξένου σώματος» στο παραδοσιακό κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι δελφίνοι αναδιπλώθηκαν υπέρ του Γιώργου Παπανδρεόυ περιμένοντας τον επόμενο γύρο για τον εαυτό τους.
Πάντως, ο γόνος Παπανδρέου με σαφή κομματική εντολή καλείται επιτέλους να αποδείξει την αξία του ως πολιτικός ηγέτης του ευρέως δημοκρατικού χώρου. Καλείται να παρουσιάσει καθαρό αντιπολιτευτικό λόγο στην κυβέρνηση της δεξιάς, που βαδίζει τον ολισθηρό δρόμο της αντιλαϊκής πολιτικής.
Και πρέπει να σημειώσω τέλος, πως η παράταση της ημερομηνίας του συνεδρίου για τον Φεβρουάριο, δημιουργεί εντάσεις, πολώσεις, συμμαχίες και εσωκομματική αντιπαράθεση που απειλεί να τορπιλλίσει αυτό το αντιπολιτευτικό προφίλ του επανεκλεγμένου μετά βαϊων και κλάδων Γιώργου Παπανδρέου.
Monday, November 5, 2007
Λάμπει η Μπλογκογειτονιά
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Βρίσκομαι στην Αθήνα μιας παρατεταμένης άνοιξης κι ας είναι αρχές Νοέμβρη. Ο ήλιος λάμπει ζωηρός στον αττικό ουρανό, οι λιγοστές στάλες βροχής ανάμεσα στις μέρες και στις βδομάδες έρχονται για να θυμίζουν απλά πως το φθινόπωρο έπρεπε να είχε δώσει παρουσία.
Φυσικά, δεν ενοχλούμαι με την απρόσμενη καλοκαιρία, αντίθετα έχω την άνεση να περπατώ στους αγαπημένους δρόμους, να σταματάω στα υπάιθρια καφέ για μία λεμονάδα, να περιδιαβαίνω τις λατρεμένες μου γωνιές με την ελαφράδα και την ανεμελιά μιας άλλης παράταιρης εποχής.
Περπατώ κάθε πρωί παίρνοντας την Ηρώδου του Αττικού, χώνομαι στο Ζάπειο, αγναντεύω την Ακρόπολη ώσπου να φτάσω στο κέντρο όπου δίνω τα ραντεβού με φίλους και γνωστούς. Στο κάθε μου βήμα χάνομαι μέσα στις αναμνήσεις απο την κοινή εμπειρία με την αδελφή, που με εγκατέλειψε τρία χρόνια πριν για τη γειτονιά του ουρανού. Ολο μου φαίνεται πως απο κάπου θα φανεί κι όλο δεν έρχεται ποτέ ούτε σε τούτη την ευλογημένη πόλη της.
Σ’ αυτό το ταξίδι αποφάσισα να γνωρίσω τους μπλογκοκάτοικους, αυτούς που έχουν ακίνητα στη μπλογκογειτονιά και που τους πλάθω στο μυαλό μου μέσα απο τα μακρινά γραπτά τους. Ο πρώτος κύκλος άνοιξε με το λογοτεχνικό σαλόνι της Ελένης Γκίκα- Αλεφ στην Αγκυρα, όπου πήγα το προηγούμενο Σάββατο. Καφές και κουλουράκια και γλυκά κι ένα χαμόγελο αγαπητικό απο την Ελένη ήταν η υποδοχή στο μικρό χώρο, όπου βρέθηκαν κάποιοι εκείνο το ζεστό σαββατιάτικο πρωινό.
Στην παρέα ΄ηταν ο Λιμπρόφιλος, που αναγνωρίζεται δια γυμνού οφθαλμού καθώς στο μπλόγκ περιγράφει το πορτρέτο του χωρίς υπαινιγμούς. Ηταν ακριβώς όπως τον περίμενα, μεσήλιξ, σοβαρός, μετρημένος, ένας άνθρωπος του καιρού με σκεπτικιστική ματιά.
Υστερα μίλησα με τον Μπάμπη Δερμιτζάκη, ένα εκπληκτικό τύπο με χιούμορ και βαθειά γνώση για πρόσωπα και πράγματα. Με συγκίνησε ο τρόπος που μιλούσε για το γιό του, η κοινή γονική περηφάνεια μας με έπεισε πως πρόκειται για πολύ γήινο άτομο με εξάρσεις και πετάγματα μόνο στο λογοτεχνικό ουρανό.
Μοντέρνος, cool , τυπάκι, ο Δημήτρης Αθηνάκης μου φάνηκε ο πιό προχωρημένος στις απόψεις. Με ένα μάτι σχεδόν απόλυτο- δεν έχει στρογγυλοποιηθεί ακόμη λόγω της νιότης του- είχε πολλά να υπαινιχθεί κι όμως κρατιόταν. Με ενθουσιίασε το γεγονός πως ένα νεαρό παιδί ασχολείται τόσο σοβαρά και κριτικά με την ελληνική λογοτεχνία (που θα μπορούσε να την έχει αφορίσει με το ελαφρυντικό της ανωριμότητας).
Σχεδόν σίφουνας, ανατρεπτική, καταιγιστική, φρέσκια μου φάνηκε η Aura Voluptas, που ήταν μια μικρή, τραγανιστή αλήθεια στη μπλογκογειτονιά. Διαβάζοντας τις παρεμβάσεις της στα μπλόγκς είχα την αίσθηση πως ήταν εριστική, πως μπορεί και νάταν μεγαλοκοπέλα, πως όλα της έφταιγαν γιατί είχε απωθημένα. Κι όμως, η Αουρίτσα είναι μια νεαρή θεά, που δεν έχει χρόνο να ανέχεται, που ορμάει ακάθεκτα με τις απόψεις της γιατί γνωρίζει πως δικαιούται στο απόγειο της νιότης να είναι απόλυτη, άκαμπτη, επιθετική!
Εκεί σ΄αυτή την ομήγυρη γνώρισα και τη Λαμπρίνα Μαραγκού με μακρινή καταγωγή απο την ορεινή Λευκάδα, παρακαλώ. Αμέσως ένιωσα την κοινή εμπειρία να μας διακατέχει, να μας ενώνει, να μας δένει σα να γνωριζόμασταν απο παλιά. Βρήκαμε τόσα πολλά να πούμε που δεν έφτανε το βραχύ απόγευμα του Σαββάτου. Αλλωστε, η Λαμπρίνα επειγόταν γιατί παρουσίαζε το νέο της βιβλίο με τίτλο «Πάθος» κι ελαμπε το πρόσωπό της απο τη γνωστή ευτυχία των συγγραφέων την ώρα της δημοσίευσης! Η παρουσία της Λαμπρίνας με γέμισε περηφάνεια για τον τόπο μου κι αισιοδοξία για τις γυναίκες της γενιάς μου.
Με την Ανάσα-Κυκλάμινο-Κατερίνα Παπαθεοδώρου μιλούσαμε στη μπλογκογειτονιά κάθε πρωί. Εκείνη άνοιγε το μεγάλο της σπίτι κι εγώ ακουμπούσα το βλέμμα μου στα στολισμένα ανθοδοχεία της. Ημουν ήδη συνεπαρμένη με την ύπαρξή της, που γλιστρούσε με ενθουσιασμό παντού αφήνοντας τα γλυκά ίχνη της αισιοδοξίας της.
Δώσαμε ραντεβού στο κέντρο της Αθήνας. Κι εκείνη σαν έτοιμη απο καιρό ήρθε με το λευκό τριαντάφυλλο στα χέρια και μια σακούλα με σοκολάτες κι αγιασμένο λάδι απο τον Αγιο Εφραίμ: για την Ελένη-Αλεφ, για την Αγγελική-Εαρινή Συμφωνία και για μένα , τη μακρινή Ιουστίνη. Στα πρώτα κιόλας λεπτά είχα εισπράξει την άδολη αγάπη της, την αγαθή της πρόθεση, την απροκάλυπτη φιλία της. Χωρίσαμε με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε, γιατί η ώρα δεν μας έφτασε. Τόσα πολλά κι ακόμη περισσότερα είχαμε να κουβεντιάσουμε. Εκείνη θ’ αναχωρούσε σε λίγο για το Βόλο.
Σήμερα ήπιαμε ένα πλούσιο καφέ-λάτε με τον αγαπημένο φίλο απο τα παλιά Θύμιο Κολλά και ενθουσιασμένο νεομπλόγκερ Ράδιο Μαρκόνι στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη. Είπαμε πολλά απο τα παλιά και τα καινούρια μας κι όμως δε χορταίναμε να λέμε...
Την άλλη εβδομάδα θα πάρω το δρόμο της επιστροφής για το Μόντρεαλ. Το μυαλό και η ψυχή μου θα είναι γεμάτα απο τα πρόσωπα που γνώρισα στην Αθήνα, που ξαναείδα μέσα απο το πρίσμα της μπλογκόσφαιρας, που ξανανακάλυψα μέσα απο τα γραπτά τους. Ηταν μια ευλογημένη συνεύρεση τούτη με την μπλογκοοικογένεια στην αδιάφορη παραφορά της πρωτεύουσας. Θα είναι πολύτιμες οι αναμνήσεις για τη βόρεια πόλη μου, όπου άρχισε κιόλας να χιονίζει...
Βρίσκομαι στην Αθήνα μιας παρατεταμένης άνοιξης κι ας είναι αρχές Νοέμβρη. Ο ήλιος λάμπει ζωηρός στον αττικό ουρανό, οι λιγοστές στάλες βροχής ανάμεσα στις μέρες και στις βδομάδες έρχονται για να θυμίζουν απλά πως το φθινόπωρο έπρεπε να είχε δώσει παρουσία.
Φυσικά, δεν ενοχλούμαι με την απρόσμενη καλοκαιρία, αντίθετα έχω την άνεση να περπατώ στους αγαπημένους δρόμους, να σταματάω στα υπάιθρια καφέ για μία λεμονάδα, να περιδιαβαίνω τις λατρεμένες μου γωνιές με την ελαφράδα και την ανεμελιά μιας άλλης παράταιρης εποχής.
Περπατώ κάθε πρωί παίρνοντας την Ηρώδου του Αττικού, χώνομαι στο Ζάπειο, αγναντεύω την Ακρόπολη ώσπου να φτάσω στο κέντρο όπου δίνω τα ραντεβού με φίλους και γνωστούς. Στο κάθε μου βήμα χάνομαι μέσα στις αναμνήσεις απο την κοινή εμπειρία με την αδελφή, που με εγκατέλειψε τρία χρόνια πριν για τη γειτονιά του ουρανού. Ολο μου φαίνεται πως απο κάπου θα φανεί κι όλο δεν έρχεται ποτέ ούτε σε τούτη την ευλογημένη πόλη της.
Σ’ αυτό το ταξίδι αποφάσισα να γνωρίσω τους μπλογκοκάτοικους, αυτούς που έχουν ακίνητα στη μπλογκογειτονιά και που τους πλάθω στο μυαλό μου μέσα απο τα μακρινά γραπτά τους. Ο πρώτος κύκλος άνοιξε με το λογοτεχνικό σαλόνι της Ελένης Γκίκα- Αλεφ στην Αγκυρα, όπου πήγα το προηγούμενο Σάββατο. Καφές και κουλουράκια και γλυκά κι ένα χαμόγελο αγαπητικό απο την Ελένη ήταν η υποδοχή στο μικρό χώρο, όπου βρέθηκαν κάποιοι εκείνο το ζεστό σαββατιάτικο πρωινό.
Στην παρέα ΄ηταν ο Λιμπρόφιλος, που αναγνωρίζεται δια γυμνού οφθαλμού καθώς στο μπλόγκ περιγράφει το πορτρέτο του χωρίς υπαινιγμούς. Ηταν ακριβώς όπως τον περίμενα, μεσήλιξ, σοβαρός, μετρημένος, ένας άνθρωπος του καιρού με σκεπτικιστική ματιά.
Υστερα μίλησα με τον Μπάμπη Δερμιτζάκη, ένα εκπληκτικό τύπο με χιούμορ και βαθειά γνώση για πρόσωπα και πράγματα. Με συγκίνησε ο τρόπος που μιλούσε για το γιό του, η κοινή γονική περηφάνεια μας με έπεισε πως πρόκειται για πολύ γήινο άτομο με εξάρσεις και πετάγματα μόνο στο λογοτεχνικό ουρανό.
Μοντέρνος, cool , τυπάκι, ο Δημήτρης Αθηνάκης μου φάνηκε ο πιό προχωρημένος στις απόψεις. Με ένα μάτι σχεδόν απόλυτο- δεν έχει στρογγυλοποιηθεί ακόμη λόγω της νιότης του- είχε πολλά να υπαινιχθεί κι όμως κρατιόταν. Με ενθουσιίασε το γεγονός πως ένα νεαρό παιδί ασχολείται τόσο σοβαρά και κριτικά με την ελληνική λογοτεχνία (που θα μπορούσε να την έχει αφορίσει με το ελαφρυντικό της ανωριμότητας).
Σχεδόν σίφουνας, ανατρεπτική, καταιγιστική, φρέσκια μου φάνηκε η Aura Voluptas, που ήταν μια μικρή, τραγανιστή αλήθεια στη μπλογκογειτονιά. Διαβάζοντας τις παρεμβάσεις της στα μπλόγκς είχα την αίσθηση πως ήταν εριστική, πως μπορεί και νάταν μεγαλοκοπέλα, πως όλα της έφταιγαν γιατί είχε απωθημένα. Κι όμως, η Αουρίτσα είναι μια νεαρή θεά, που δεν έχει χρόνο να ανέχεται, που ορμάει ακάθεκτα με τις απόψεις της γιατί γνωρίζει πως δικαιούται στο απόγειο της νιότης να είναι απόλυτη, άκαμπτη, επιθετική!
Εκεί σ΄αυτή την ομήγυρη γνώρισα και τη Λαμπρίνα Μαραγκού με μακρινή καταγωγή απο την ορεινή Λευκάδα, παρακαλώ. Αμέσως ένιωσα την κοινή εμπειρία να μας διακατέχει, να μας ενώνει, να μας δένει σα να γνωριζόμασταν απο παλιά. Βρήκαμε τόσα πολλά να πούμε που δεν έφτανε το βραχύ απόγευμα του Σαββάτου. Αλλωστε, η Λαμπρίνα επειγόταν γιατί παρουσίαζε το νέο της βιβλίο με τίτλο «Πάθος» κι ελαμπε το πρόσωπό της απο τη γνωστή ευτυχία των συγγραφέων την ώρα της δημοσίευσης! Η παρουσία της Λαμπρίνας με γέμισε περηφάνεια για τον τόπο μου κι αισιοδοξία για τις γυναίκες της γενιάς μου.
Με την Ανάσα-Κυκλάμινο-Κατερίνα Παπαθεοδώρου μιλούσαμε στη μπλογκογειτονιά κάθε πρωί. Εκείνη άνοιγε το μεγάλο της σπίτι κι εγώ ακουμπούσα το βλέμμα μου στα στολισμένα ανθοδοχεία της. Ημουν ήδη συνεπαρμένη με την ύπαρξή της, που γλιστρούσε με ενθουσιασμό παντού αφήνοντας τα γλυκά ίχνη της αισιοδοξίας της.
Δώσαμε ραντεβού στο κέντρο της Αθήνας. Κι εκείνη σαν έτοιμη απο καιρό ήρθε με το λευκό τριαντάφυλλο στα χέρια και μια σακούλα με σοκολάτες κι αγιασμένο λάδι απο τον Αγιο Εφραίμ: για την Ελένη-Αλεφ, για την Αγγελική-Εαρινή Συμφωνία και για μένα , τη μακρινή Ιουστίνη. Στα πρώτα κιόλας λεπτά είχα εισπράξει την άδολη αγάπη της, την αγαθή της πρόθεση, την απροκάλυπτη φιλία της. Χωρίσαμε με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε, γιατί η ώρα δεν μας έφτασε. Τόσα πολλά κι ακόμη περισσότερα είχαμε να κουβεντιάσουμε. Εκείνη θ’ αναχωρούσε σε λίγο για το Βόλο.
Σήμερα ήπιαμε ένα πλούσιο καφέ-λάτε με τον αγαπημένο φίλο απο τα παλιά Θύμιο Κολλά και ενθουσιασμένο νεομπλόγκερ Ράδιο Μαρκόνι στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη. Είπαμε πολλά απο τα παλιά και τα καινούρια μας κι όμως δε χορταίναμε να λέμε...
Την άλλη εβδομάδα θα πάρω το δρόμο της επιστροφής για το Μόντρεαλ. Το μυαλό και η ψυχή μου θα είναι γεμάτα απο τα πρόσωπα που γνώρισα στην Αθήνα, που ξαναείδα μέσα απο το πρίσμα της μπλογκόσφαιρας, που ξανανακάλυψα μέσα απο τα γραπτά τους. Ηταν μια ευλογημένη συνεύρεση τούτη με την μπλογκοοικογένεια στην αδιάφορη παραφορά της πρωτεύουσας. Θα είναι πολύτιμες οι αναμνήσεις για τη βόρεια πόλη μου, όπου άρχισε κιόλας να χιονίζει...
Monday, October 29, 2007
Το πικρό ρόζ του Οκτώβρη
Απο το μπλόγκ του ευαίσθητου Φίλου απο Τα Παλιά Θύμιου Κολλά.
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Εκλεισε ο πικρός μήνας οκτώβρης που σε κάθε γύρισμα του βλέμματος υπενθύμιζε τη τραγική μοίρα των γυναικών, τον δυσβάσταχτο καρκίνο του στήθους.
Ολάκερη η Αμερική απ΄άκρη σ΄ άκρη ήταν στολισμένη στο ρόζ και φούξια χρώμα της Μπάρμπι, το συμβολικό χρώμα της επάρατης νόσου του γυναικείου στήθους. Οι μεγάλες βιομηχανίες ρούχων και καλλυντικών είχαν φτιάξει ειδικά ρόζ δώρα, που τα έσοδα της αγοράς τους θα πήγαιναν στο ταμείο της έρευνας για τον καρκινο του στήθους. Ολάκερες πόλεις ήταν ντυμένες στα ρόζ, υπενθυμίζοντας την πιό πολυσυζητημένη ασθένεια της εποχής. Ακόμη κι εδώ στην Αθήνα η Μεγάλη Βρετανία ήταν λουσμένη στο ρόζ φώς του θλιβερού υπαινιγμού.
Ακουσα για τον καρκίνο του στήθους πρώτη φορά όταν ήμουν μαθήτρια του δημοτικού. Η μητέρα ενός συμμαθητή μου είχε ένα μικρό όγκο στο στήθος. Εκείνος το αντιμετώπιζε με στωικότητα, όπως κάνουν όλοι οι ανθρωποι όταν αλέθονται στη δυσκολία. Κι εμείς, παιδάκια τότε, κλαίγαμε απο λύπηση γιατί ξέραμε πως η ζωή αυτής της μαννούλας ήταν μετρημένη.
Αργότερα η ζωή με έφερε κοντύτερα στο καρκίνο του στήθους. Η αγαπημένη αδελφή της μητέρας μου έπεσε θύμα της επάρατης νόσου. Φοιτήτρια ούσα, παρακολουθούσα με την ξενοιασιά της νιότης μου την κάθετη πτώση της αισιόδοξης θείας μου απο τη μία χημειοθεραπεία στην άλλη. Εβλεπα τη γελαστή γυναίκα να αλλοιώνεται απο τα φάρμακα , να υφίσταται τα εγκαύματα των ακτινοβολιών, να μάχεται τον άνισο αγώνα με την καλπάζουσα ασθένεια που εξαπλώθηκε γρήγορα κι αλλού.
Υστερα, στην αρχή της δημοσιογραφικής μου καριέρας γνώρισα την πιό λαμπερή γυναίκα της ζωής μου. Η Νίκη, λίγες εβδομάδες μετά τη γνωριμία μας, μου αποκάλυψε πως έπασχε απο καρκίνο του στήθους. Εμεινα άναυδη, ήθελα να φύγω να κρυφτώ, να τη διαγράψω απο τη ζωή μου για να μην ξαναζήσω την εμπειρία της θείας μου.
Ομως η Νίκη δεν μού επέτρεψε να δραπετεύσω απο τη ζωή της. Με παρέσυρε γρήγορα στους δικούς της ρυθμούς, με έκανε να ξεχάσω πως το πλούσιο στήθος της ήταν μια πληγή. Αρνήθηκε να κάνει χημειοθεραπείες για να μην χάσει τα μαλλιά της, ζήτησε να σταματήσουν οι ακτινοβολίες για να μην καίγεται το δέρμα της. Φερόταν σαν μια κανονική γυναίκα που ερωτευόταν, ταξίδευε, έγραφε, ονειρευόταν. Ωσπου μια μέρα αναχώρησε για την Κύπρο κι έκτοτε δεν την είδα ξανά.
Στο μεσοδιάστημα πύκνωσαν οι φίλες και οι γνωστές που ανακάλυψαν μια μέρα ξαφνικά πως είχαν καρκίνο στο στήθος. Αλλες με την ψηλάφιση, άλλες με τη μαστογραφία, άλλες με τον υπέρηχο έμαθαν το πικρό μυστικό της φύσης τους. Μετά την πρώτη ψυχρολουσία προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την ασθένεια με τον ευδοκιμότερο τρόπο. Κάποιες απ αυτές κατέθεσαν στο νυστέρι τα στηθη τους τα καμωμένα να δίνουν ζωή. Εκλαψαν πολύ για την ατυχία κι όμως αποφάσισαν να δώσουν τον αγώνα για να κερδίσουν την επιβίωση.
Σήμερα είμαι εξοικειωμένη με αυτή την πραγματικότητα. Ξέρω πως στην εμμηνόπαυση οι πιθανότητες για την παρουσία του επάρατου ρεβυθιού στο στήθος είναι πολλαπλασιασμένες. Ξέρω πως οι ορμόνες γίνονται ανεξέλεγκτες και χτυπούν αδιακρίτως. Εχω συνειδητοποιήσει πως τα μηχανήματα και η ψηλάφιση δεν είναι αρκετά για την πρόληψη της νόσου. Γνωρίζω όμως πως στα πρώτα στάδια ίσως και να είναι αναστρέψιμη η λαίλαπα.
Η ενημερωτική εκστρατεία για τον καρκίνο του στήθους έχει σώσει πολλές γυναίκες ανα τον πλανήτη. Εχει δημιουργήσει όμως και στρατιές δυστυχισμένων γυναικών απο τον φόβο πως μπορεί να πέσουν θύματα της νόσου, ιδιαίτερα αν υπάρχει κρούσμα στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον.
Πρόσφατα διάβασα σε άρθρο της Vogue, πως μια νεαρή γυναίκα- συγγραφέας που είχε ιστορία καρκίνου στην οικογένειά της (μητέρα και αδελφή) έκοψε προληπτικά και τα δύο της στήθη, κάνοντας τεχνητή ανάπλαση. Ηταν ανύπαντρη, νέα και χωρίς παιδιά ακόμη. Η ειρωνία είναι πως μετά απ’ αυτό τον ακρωτηριασμό οι γιατροί δεν της εγγυώνται ότι δεν θα πάθει καρκίνο στο στήθος.
Τούτη η μοναδική εμπειρία της θηλυκότητας πόσο αναπόδραστη παγίδα θανάτου μπορεί να γίνει! , σκεφτόμουν με πόνο ξανά και ξανά κάθε φορά που αντίκρυζα τα φούξια και ρόζ χρώματα του Οκτώβρη.
Monday, October 22, 2007
Ελλειμμα Δημοκρατικότητας
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Παρακολουθώ τη διαμάχη στο ΠΑΣΟΚ μακρόθεν και ειλικρινά θλίβομαι για το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα αυτού του οίκοθεν δημοκρατικού κόμματος, που ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου είχε στήσει σε ευρωπαϊκά πρότυπα.
Είναι πρωτάκουστο σε κοινωνία δημοκρατίας ένα κόμμα να επαναξιολογεί την ηγεσία του χωρίς να έχει παραιτηθεί ο ηγέτης του. Είναι πρωτοφανές ο πρόεδρος ενός κόμματος να είναι ταυτόχρονα και υποψήφιος ηγέτης του ίδιου κόμματος, την ίδια ώρα που κρίνεται ως υπαίτιος μιας εκλογικής ήττας.
Είναι σχεδόν κωμικό -αν όχι τραγικό- ο Γιώργος Παπανδρέου να κάνει προεκλογική κομματική εκστρατεία χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς, τα γραφεία και τα πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ, στερώντας απο τους πολιτικούς του αντιπάλους το ίσο δικαίωμα πρόσβασης στο οργανωμένο κομματικό σχήμα.
Είναι απαράδεκτο ο Γιώργος Παπανδρέου να φέρεται απέναντι στο μεγάλο ΠΑΣΟΚ ως ένα είδος τσιφλικιού επειδή ιδρυτής της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης υπήρξε ο πατέρας του. Είναι λυπηρό, αντί να αρθρώνει πολιτικό λόγο, να επικαλείται τη νεποτιστική παραμόρφωση της φιλοδοξίας εαυτού και του περιβάλλοντός του. Είναι ανήκουστο να ανακοινώνει ανερυθρίαστα πως προτίθεται να φιμώσει την ελευθεροτυπία στην Ελλάδα εν έτει 2007 με νόμους εναντίον της ελεύθερης δημοσιογραφίας.
Είναι εξίσου επικίνδυνο να μην υπάρχει συνεταγμένη εκλογική διαδικασία, να μην ανευρίσκονται τα μητρώα των μελών του κόμματος, να μην έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο της ψηφοφορίας δυό εβδομάδες προ των εκλογών. Η πρόσφατη έκκληση της Αννας Διαμαντοπούλου να προχωρήσει το ΠΑΣΟΚ σε καθαρές εκλογικές διαδικασίες δηλώνει απερίφραστα την ανησυχία των στελεχών της δημοκρατικής παράταξης για «βία και νοθεία», που παραπέμπει σε αλγεινές δεκαετίες της Ελλάδας.
Αλας! Ο Γιώργος Παπανδρέου μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια στις εθνικές εκλογές τροχιοδρόμησε το ΠΑΣΟΚ στην πιό διχαστική φάση της ιστορίας του. Με τους λόγους, τη συμπεριφορά, τις πιέσεις των αυλοκολάκων του, εν μια νυκτί χώρισε το ΠΑΣΟΚ σε παραδοσιακό και «ξένο».
Η μεθοδική υπενθύμιση των ιδεωδών του Ανδρέα Παπανδρέου αίφνης δημιουργεί την ανάγκη να περιχαρακωθεί ο επίγονος Παπανδρέου για να προστατεύσει τα κεκτημένα ενός σοσιαλιστικού κόμματος με την νοσταλγική μορφή του 1974. Οι άλλοι, οι νεότεροι πόλοι του ΠΑΣΟΚ καταδικάζονται ως δεξιοί, ως ξένοι, ως διαπλεκόμενοι με τα εκδοτικά συμφέροντα. Ολες οι εναλλακτικές προτάσεις δαιμονοποιούνται και απειλούνται οι εκφραστές τους να σταλούν στο πύρ το εξώτερον της διαγραφής για να συνεχίσει ανεμπόδιστος ο γόνος το έργο της αποσύνθεσης της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης.
Οι περί τον Παπανδρέου κύκλοι είναι τόσο φανατισμένοι που ομολογούν δημοσία πως προτιμούν ένα μικρό (συρρικνωμένο ) ΠΑΣΟΚ με ενιαία πολιτική στάση παρά ένα μεγάλο πολυφωνικό ΠΑΣΟΚ. Μπροστά στην εξουσία, υποθάλπτουν τη διάσπαση απορρίπτοντας τη δημιουργική συνεύρεση και συστέγαση διαφόρων ρευμάτων και τάσεων, που αποτελούν υγεία για ένα εξελισσόμενο κόμμα εξουσίας.
Αυτή η χώρα και καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει δεί μεταπολεμικά τόσο έλλειμμα δημοκρατίας σε ένα κόμμα που αναδιαπραγματεύεται την ηγεσία του. Μήπως τελικά «Μωραίνει Κύριος Ον Βούλεται Απωλέσαι»;
Παρακολουθώ τη διαμάχη στο ΠΑΣΟΚ μακρόθεν και ειλικρινά θλίβομαι για το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα αυτού του οίκοθεν δημοκρατικού κόμματος, που ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου είχε στήσει σε ευρωπαϊκά πρότυπα.
Είναι πρωτάκουστο σε κοινωνία δημοκρατίας ένα κόμμα να επαναξιολογεί την ηγεσία του χωρίς να έχει παραιτηθεί ο ηγέτης του. Είναι πρωτοφανές ο πρόεδρος ενός κόμματος να είναι ταυτόχρονα και υποψήφιος ηγέτης του ίδιου κόμματος, την ίδια ώρα που κρίνεται ως υπαίτιος μιας εκλογικής ήττας.
Είναι σχεδόν κωμικό -αν όχι τραγικό- ο Γιώργος Παπανδρέου να κάνει προεκλογική κομματική εκστρατεία χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς, τα γραφεία και τα πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ, στερώντας απο τους πολιτικούς του αντιπάλους το ίσο δικαίωμα πρόσβασης στο οργανωμένο κομματικό σχήμα.
Είναι απαράδεκτο ο Γιώργος Παπανδρέου να φέρεται απέναντι στο μεγάλο ΠΑΣΟΚ ως ένα είδος τσιφλικιού επειδή ιδρυτής της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης υπήρξε ο πατέρας του. Είναι λυπηρό, αντί να αρθρώνει πολιτικό λόγο, να επικαλείται τη νεποτιστική παραμόρφωση της φιλοδοξίας εαυτού και του περιβάλλοντός του. Είναι ανήκουστο να ανακοινώνει ανερυθρίαστα πως προτίθεται να φιμώσει την ελευθεροτυπία στην Ελλάδα εν έτει 2007 με νόμους εναντίον της ελεύθερης δημοσιογραφίας.
Είναι εξίσου επικίνδυνο να μην υπάρχει συνεταγμένη εκλογική διαδικασία, να μην ανευρίσκονται τα μητρώα των μελών του κόμματος, να μην έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο της ψηφοφορίας δυό εβδομάδες προ των εκλογών. Η πρόσφατη έκκληση της Αννας Διαμαντοπούλου να προχωρήσει το ΠΑΣΟΚ σε καθαρές εκλογικές διαδικασίες δηλώνει απερίφραστα την ανησυχία των στελεχών της δημοκρατικής παράταξης για «βία και νοθεία», που παραπέμπει σε αλγεινές δεκαετίες της Ελλάδας.
Αλας! Ο Γιώργος Παπανδρέου μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια στις εθνικές εκλογές τροχιοδρόμησε το ΠΑΣΟΚ στην πιό διχαστική φάση της ιστορίας του. Με τους λόγους, τη συμπεριφορά, τις πιέσεις των αυλοκολάκων του, εν μια νυκτί χώρισε το ΠΑΣΟΚ σε παραδοσιακό και «ξένο».
Η μεθοδική υπενθύμιση των ιδεωδών του Ανδρέα Παπανδρέου αίφνης δημιουργεί την ανάγκη να περιχαρακωθεί ο επίγονος Παπανδρέου για να προστατεύσει τα κεκτημένα ενός σοσιαλιστικού κόμματος με την νοσταλγική μορφή του 1974. Οι άλλοι, οι νεότεροι πόλοι του ΠΑΣΟΚ καταδικάζονται ως δεξιοί, ως ξένοι, ως διαπλεκόμενοι με τα εκδοτικά συμφέροντα. Ολες οι εναλλακτικές προτάσεις δαιμονοποιούνται και απειλούνται οι εκφραστές τους να σταλούν στο πύρ το εξώτερον της διαγραφής για να συνεχίσει ανεμπόδιστος ο γόνος το έργο της αποσύνθεσης της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης.
Οι περί τον Παπανδρέου κύκλοι είναι τόσο φανατισμένοι που ομολογούν δημοσία πως προτιμούν ένα μικρό (συρρικνωμένο ) ΠΑΣΟΚ με ενιαία πολιτική στάση παρά ένα μεγάλο πολυφωνικό ΠΑΣΟΚ. Μπροστά στην εξουσία, υποθάλπτουν τη διάσπαση απορρίπτοντας τη δημιουργική συνεύρεση και συστέγαση διαφόρων ρευμάτων και τάσεων, που αποτελούν υγεία για ένα εξελισσόμενο κόμμα εξουσίας.
Αυτή η χώρα και καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει δεί μεταπολεμικά τόσο έλλειμμα δημοκρατίας σε ένα κόμμα που αναδιαπραγματεύεται την ηγεσία του. Μήπως τελικά «Μωραίνει Κύριος Ον Βούλεται Απωλέσαι»;
Saturday, October 13, 2007
Μια Γυναίκα Διεκδικεί τους Πάγους της Γής της
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Αφιερωμένο εξαιρετικά στην οικολογικά ευαίσθητη μπλόγκερ Cook The Book.
Είναι μέσα Οκτώβρη και ο καιρός είναι ασυνήθιστα ζεστός για την εποχή εδώ στην κρύα φύση του Καναδά. Οι θερμοκρασίες είναι στα 20άρια και τα φυλλοβόλα ακόμη δεν έχουν καταθέσει τις χρυσοκόκκινες φορεσιές τους στο χώμα. Το φθινόπωρο καλά κρατεί σε καλοκαιρινούς ρυθμούς κι εγώ το απολαμβάνω κάθε στιγμή.
Ωστόσο, οι οικολογικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι γεγονός οριστικό και αμετάκλητο. Οι αρχέγονοι πάγοι του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού έχουν αρχίσει να λιώνουν θεαματικά και τα μεγάλα παγόβουνα θα αφανιστούν όχι το 2070 που προέβλεπαν οι επιστήμονες αλλά το 2030, δηλαδή σε μια εικοσαετία.
Η μόλυνση απο την κατάχρηση της εκβολής του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα είναι μια καταγεγραμμένη πραγματικότητα, που κανείς απο τους πλανητάρχες δεν θέλει να αντιμετωπίσει για να μη θίξει τα μεγάλα πετραλαιίκά και άλλα συμφέροντα. Η θηλειά γύρω απο το λαιμό σφίγγει, ενώ ακυρώνονται απο τις ΗΠΑ, τον Καναδά , την Αυστραλία και τις άλλες μικρότερες χώρες οι υποχρεώσεις της συνθήκης του Κυότο. Η Ευρώπη –ως γηραιά ήπειρος- κάνει εκκλήσεις να περιοριστούν οι βιομηχανικοί ρύποι για να αντέξει η ζωή σε τούτο τον πλανήτη. Σε όλα τα διεθνή φόρα των Ηνωμένων Εθνών, μόνο οι ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν πρόθεση να δεσμεύσουν και να δεσμευθούν για την οικολογική συλλογική τακτική του άμεσου μέλλοντος.
Και μέσα σ΄αυτό το άναρχο αλαλούμ , μια καναδή κάτοικος του Βόρειου Πόλου, ήταν μαζί με τον πρώην αντιπρόεδρο της Αμερικής Αλ Γκόρ υποψήφια για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης του 2007, λόγω του μαχητικού της ρόλου ενάντια στην υπερθέρμασνη της ατμόσφαιρας.
Πρόκειται για την Sheila Cutt-Cloutier, μια ώριμη κυρία που ζεί στην Αρκτική γή του Καναδά , το μακρινό Iqaluit, γνωστό πλέον στα πέρατα της γής, επειδή οι λιγοστοί κάτοικοι διεκδικούν το δικαίωμά τους να ζούν την παγωνιά του Βόρειου Πόλου.
Η Sheila Cutt-Cloutier άρχισε τους αγώνες της για τη διάσωση των πάγων της πατρίδας της το 1999 και το 2002 εκλέχθηκε παγκόσμια πρόεδρος των 155.000 Ινουϊτ που ζούν στον Καναδά, την Αλάσκα, τη Γροιλανδία και τη Ρωσία. Οι πρώτες της κρούσεις για τη συσσώρευση ρύπανσης στην Αρκτική περιοχή έγιναν ενώπιον των ΗΕ, όπου η Sheila Cutt-Cloutier κατήγγειλε τη μόλυνση του μητρικού γάλατος των Ινουίτ μητέρων απο την ατμοσφαιρική χημική επιβάρυνση . Ετσι, ταύτισε το ευρύ φαινόμενο της οικολογικής καταστροφής με συγκεκριμένα περιστατικά. Ταυτόχρονα επιχείρησε να καταγγείλει τις ΗΠΑ για την άρνηση της αμερικάνικης κυβέρνησης να καταστείλει την εκβολή των αερίων του θερμοκηπίου.
Το 2005 οι κάτοικοι της περιοχής της άρχισαν να παρατηρούν το διαρκές λιώσιμο των πάγων, που μπορούσε να απειλήσει τη ζωή και τις συνήθειες τους. Το περασμένο καλοκαίρι οι επιστήμονες ανακοίνωσαν πως όντως τα παγόβουνα στο Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό υποχώρησαν δραματικά και για πρώτη φορά άνοιξε η Βορειοδυτική Δίοδος του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού, με αποτέλεσμα να διεκδικούν την υφαλοκρηπίδα της ο Καναδάς και η Ρωσία.
Η Sheila είναι γεννημένη το 1953 και αλύγιστη στην επιδίωξη των στόχων της φυλής της, που δεν θέλει να ζήσει χωρίς πάγους. Η ίδια παράλληλα με την αγωνιστική της δραστηριότητα στα διεθνή φόρα καταγράφει τις εμπειρίες απο την παγωμένη πατρίδα της αλλά και τις προσπάθειες να μη λιώσουν τα παγόβουνα στο βιβλίο της «Το δικαίωμα στο Κρύο » .
Σήμερα η Sheila έμεινε χωρίς το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης, γιατί αυτό πήγε –ως αναμενόμενο- στο διεθνούς ακτινοβολίας αμερικανό πολιτικό Αλ Γκόρ. Εκείνη έθεσε υποψηφιότητα για λόγους προσωπικής επιβεβαίωσης του αγώνα της , αλλά για να ρίξει φώς στο καυτό θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που δεν φαίνεται ακόμη να αφορά το σύνολο των κατοίκων του. Αν το έπαιρνε θα το κατέθετε εξαιρετικά στην κατάλευκη πατρίδα της, που δεν θέλει να απεκδυθεί τις κορυφές των παγόβουνων!
Αφιερωμένο εξαιρετικά στην οικολογικά ευαίσθητη μπλόγκερ Cook The Book.
Είναι μέσα Οκτώβρη και ο καιρός είναι ασυνήθιστα ζεστός για την εποχή εδώ στην κρύα φύση του Καναδά. Οι θερμοκρασίες είναι στα 20άρια και τα φυλλοβόλα ακόμη δεν έχουν καταθέσει τις χρυσοκόκκινες φορεσιές τους στο χώμα. Το φθινόπωρο καλά κρατεί σε καλοκαιρινούς ρυθμούς κι εγώ το απολαμβάνω κάθε στιγμή.
Ωστόσο, οι οικολογικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι γεγονός οριστικό και αμετάκλητο. Οι αρχέγονοι πάγοι του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού έχουν αρχίσει να λιώνουν θεαματικά και τα μεγάλα παγόβουνα θα αφανιστούν όχι το 2070 που προέβλεπαν οι επιστήμονες αλλά το 2030, δηλαδή σε μια εικοσαετία.
Η μόλυνση απο την κατάχρηση της εκβολής του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα είναι μια καταγεγραμμένη πραγματικότητα, που κανείς απο τους πλανητάρχες δεν θέλει να αντιμετωπίσει για να μη θίξει τα μεγάλα πετραλαιίκά και άλλα συμφέροντα. Η θηλειά γύρω απο το λαιμό σφίγγει, ενώ ακυρώνονται απο τις ΗΠΑ, τον Καναδά , την Αυστραλία και τις άλλες μικρότερες χώρες οι υποχρεώσεις της συνθήκης του Κυότο. Η Ευρώπη –ως γηραιά ήπειρος- κάνει εκκλήσεις να περιοριστούν οι βιομηχανικοί ρύποι για να αντέξει η ζωή σε τούτο τον πλανήτη. Σε όλα τα διεθνή φόρα των Ηνωμένων Εθνών, μόνο οι ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν πρόθεση να δεσμεύσουν και να δεσμευθούν για την οικολογική συλλογική τακτική του άμεσου μέλλοντος.
Και μέσα σ΄αυτό το άναρχο αλαλούμ , μια καναδή κάτοικος του Βόρειου Πόλου, ήταν μαζί με τον πρώην αντιπρόεδρο της Αμερικής Αλ Γκόρ υποψήφια για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης του 2007, λόγω του μαχητικού της ρόλου ενάντια στην υπερθέρμασνη της ατμόσφαιρας.
Πρόκειται για την Sheila Cutt-Cloutier, μια ώριμη κυρία που ζεί στην Αρκτική γή του Καναδά , το μακρινό Iqaluit, γνωστό πλέον στα πέρατα της γής, επειδή οι λιγοστοί κάτοικοι διεκδικούν το δικαίωμά τους να ζούν την παγωνιά του Βόρειου Πόλου.
Η Sheila Cutt-Cloutier άρχισε τους αγώνες της για τη διάσωση των πάγων της πατρίδας της το 1999 και το 2002 εκλέχθηκε παγκόσμια πρόεδρος των 155.000 Ινουϊτ που ζούν στον Καναδά, την Αλάσκα, τη Γροιλανδία και τη Ρωσία. Οι πρώτες της κρούσεις για τη συσσώρευση ρύπανσης στην Αρκτική περιοχή έγιναν ενώπιον των ΗΕ, όπου η Sheila Cutt-Cloutier κατήγγειλε τη μόλυνση του μητρικού γάλατος των Ινουίτ μητέρων απο την ατμοσφαιρική χημική επιβάρυνση . Ετσι, ταύτισε το ευρύ φαινόμενο της οικολογικής καταστροφής με συγκεκριμένα περιστατικά. Ταυτόχρονα επιχείρησε να καταγγείλει τις ΗΠΑ για την άρνηση της αμερικάνικης κυβέρνησης να καταστείλει την εκβολή των αερίων του θερμοκηπίου.
Το 2005 οι κάτοικοι της περιοχής της άρχισαν να παρατηρούν το διαρκές λιώσιμο των πάγων, που μπορούσε να απειλήσει τη ζωή και τις συνήθειες τους. Το περασμένο καλοκαίρι οι επιστήμονες ανακοίνωσαν πως όντως τα παγόβουνα στο Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό υποχώρησαν δραματικά και για πρώτη φορά άνοιξε η Βορειοδυτική Δίοδος του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού, με αποτέλεσμα να διεκδικούν την υφαλοκρηπίδα της ο Καναδάς και η Ρωσία.
Η Sheila είναι γεννημένη το 1953 και αλύγιστη στην επιδίωξη των στόχων της φυλής της, που δεν θέλει να ζήσει χωρίς πάγους. Η ίδια παράλληλα με την αγωνιστική της δραστηριότητα στα διεθνή φόρα καταγράφει τις εμπειρίες απο την παγωμένη πατρίδα της αλλά και τις προσπάθειες να μη λιώσουν τα παγόβουνα στο βιβλίο της «Το δικαίωμα στο Κρύο » .
Σήμερα η Sheila έμεινε χωρίς το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης, γιατί αυτό πήγε –ως αναμενόμενο- στο διεθνούς ακτινοβολίας αμερικανό πολιτικό Αλ Γκόρ. Εκείνη έθεσε υποψηφιότητα για λόγους προσωπικής επιβεβαίωσης του αγώνα της , αλλά για να ρίξει φώς στο καυτό θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που δεν φαίνεται ακόμη να αφορά το σύνολο των κατοίκων του. Αν το έπαιρνε θα το κατέθετε εξαιρετικά στην κατάλευκη πατρίδα της, που δεν θέλει να απεκδυθεί τις κορυφές των παγόβουνων!
Wednesday, October 10, 2007
Η χολέρα της αναλγησίας
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε η είδηση πως η δυνατότητα μεταμόσχευσης ήπατος στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ακυρώθηκε απο τα νέα καρκινικά ευρήματα στην περιτοναϊκή χώρα. Ο έγκριτος καθηγητής Ανδρέας Τζάκης, ο μάγος των μεταμοσχεύσεων, παρέδωσε τα όπλα όταν άντίκρυσε την ανυποχώρητη επίθεση του καρκίνου. Ομολόγησε με την ταπεινότητα του μεγάλου επιστήμονα πως η λύση της μεταμόσχευσης του ήπατος, που είχε κριθεί ως μονόδρομος για τη μακροβιότητα του Αρχιεπισκόπου, αποδείχθηκε αδύνατη απο τις περιστάσεις.
Φαντάζομαι την απέραντη ανθρώπινη απογοήτευση του Αρχιεπισκόπου, που είχε ελπίσει τα μάλα σ΄αυτό το χειρουργείο. Φαντάζομαι την πίκρα που δοκίμασε ο αρχιερέας της Εκκλησίας της Ελλάδας, στο άκουσμα της είδησης πως εξαντλούνται οι πιθανότητες. Φαντάζομαι τις προσευχές του στον μεγαλοδύναμο για να μη λυγίσει, να μην παραδοθεί ολοκληρωτικά στην καθοδική πορεία της νόσου.
Κι αντί ολάκερη η Ελλάδα να γονατίσει σε μια προσευχή για να συνεχίσει ο Αρχιεπίσκοπος να δίνει με λεβεντιά τη μάχη του με την ασθένεια, οι Ελληνες γιατροί έβγαλαν τα μαχαίρια και άρχισαν να ξιφουλκούν εναντίον αλλήλων. Αίφνης, ο παγκοσμίου φήμης καθηγητής Ανδρέας Τζάκης έγινε «ανίκανος να εκτιμήσει την κατάσταση» , «υπόλογος και στη δικαιοσύνη ακόμη», κατ’ άλλους γιατρούς - καθηγητάδες που πικράθηκαν επειδή αποκλείσθηκαν απο τα υψηλά ιατρικά συμβούλια του περασμένου Ιουνίου.
Και περιφέρθηκαν τα «εγώ» των ιατρίσκων επι μέρες στις τηλεοπτικές εκπομπές προσφέροντας θέαμα και θεματικότητα στην ποταπότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Διαμελίζοντας τον Αρχιεπίσκοπο γιατροί και δημοσιογράφοι «εις τον ιματισμόν του έβαλον κλήρον».
Οι δημοσιογράφοι ένιπταν τας χείρας ως άλλοι πιλάτοι, καθώς έρριχαν την αρχή της διαμάχης στους γιατρούς, αλλά εξακολουθούσαν να τους προσκαλούν σε όλες τις πρωινές, μεσημεριανές, ειδησεογραφικές εκπομπες για να εκμαιεύσουν την απάντηση στο ερώτημα: πόσος χρόνος ζωής μένει στον Χριστόδουλο.
Οι γιατροί «ήρχισαν χειρών αδίκων», οι δημοσιογράφοι πήραν το νήμα και το έπλεκαν στα δελτία επί μέρες.Αλλά η τραγικότητα κορυφώθηκε με τη δήλωση του Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομου, ο οποίος τόλμησε να πεί πως ήρθε η ώρα της διαδοχής, αφού η ασθένεια του Αρχιεπισκόπου ορίζεται ως ανίατη.
Το κλίμα είναι νοσηρό όχι για τον Αρχιεπίσκοπο, που ακόμη μια φορά θα δώσει λεβέντικα τη μάχη με την ασθένεια, αποδεικνύοντας πως η εσωτερικότητα και η πνευματική καλλιέργεια μπορούν να νικήσουν τις πιό αντίξοες συνθήκες. Δυστυχώς, η έλλειψη σεβασμού, ηθικής, καλοσύνης, συμπόνοιας, ανθρωπιάς στοιχειοθετούν μια μορφή χολέρας, που τρυπώνει ολοένα και περισσότερο στο δέρμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Σπυρίδων στηρίζει τον Χριστόδουλο στα δύσκολα
Με παρηγορεί το γεγονός πως υπάρχουν αρχιερείς σαν τον πρώην Αμερικής Σπυρίδωνα , που ορθοτομούν τον λόγον της χριστιανικής αγάπης με την άφθαρτη αξία της ασυμβίβαστης πνευματικότητά τους. Παραθέτω την επιστολή στήριξης στον Προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας ως δείγμα γραφής σεβασμού προς τον ανθρώπινο πόνο. Αντιγράφω το τηλεγράφημα του ΑΠΕ:
«Τις θερμές ευχές του για ταχεία ανάρρωση εκφράζει με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ο πρώην αρχιεπίσκοπος Αμερικής Σπυρίδων, επισημαίνοντας πως ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας αποτελεί υπόδειγμα αγωνιστή της ζωής εμψυχούμενου απ’ τη μοναδική δύναμη της χριστιανικής πίστεως.
Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Αμερικής αναφέρει πως «ένα ατυχές ιατρικό εγχείρημα δεν θα λυγίσει την ακλόνητη πίστη του υψηλού ασθενούς προς τον Παντοδύναμο, ο οποίος επιτρέπει δοκιμασίες και θλίψεις ώστε να χαλιβδωθεί ακόμη περισσότερο η ανθρώπινη υπόσταση».
«Σάς εύχομαι περαστικά και είθε η δύναμη του Θεού να σας χαρίσει πάλι την πολύτιμη υγεία και σπάνια δυναμικότητα σας για το καλό της Εκκλησίας Του», καταλήγει ο Σπυρίδων.
Στο μεταξύ, σχολιάζοντας τα σενάρια περί διαδοχής του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ο πρώην Αμερικής Σπυρίδων τόνισε: «Δεν θάπρεπε να τίθεται θέμα διαδοχής στην Εκκλησία της Ελλάδος, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μπορεί να δώσει μάχη με την ασθένεια ασκώντας τα εκκλησιαστικά και διοικητικά του καθήκοντα μέχρις αναρρώσεως. Δεν υπάρχουν ανίατες ασθένειες. Συχνά, άλλωστε, τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστι. Η πίστη στον Παντοδύναμο Θεό ανατρέπει, πολλές φορές, και τις πιο βάσιμες και λογικές ανθρώπινες προβλέψεις. Στη δύσκολη αυτή ώρα θάταν κοσμιότερο και ευπρεπέστερο, κι επιτέλους χριστιανικότερο, να τεθεί τέρμα στις άκαιρες σκοπιμότητες και φιλοδοξίες που καθελκύουν το επίπεδο του κλήρου. Αυτή είναι ώρα αγάπης και προσευχής για τον προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας».
Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε η είδηση πως η δυνατότητα μεταμόσχευσης ήπατος στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ακυρώθηκε απο τα νέα καρκινικά ευρήματα στην περιτοναϊκή χώρα. Ο έγκριτος καθηγητής Ανδρέας Τζάκης, ο μάγος των μεταμοσχεύσεων, παρέδωσε τα όπλα όταν άντίκρυσε την ανυποχώρητη επίθεση του καρκίνου. Ομολόγησε με την ταπεινότητα του μεγάλου επιστήμονα πως η λύση της μεταμόσχευσης του ήπατος, που είχε κριθεί ως μονόδρομος για τη μακροβιότητα του Αρχιεπισκόπου, αποδείχθηκε αδύνατη απο τις περιστάσεις.
Φαντάζομαι την απέραντη ανθρώπινη απογοήτευση του Αρχιεπισκόπου, που είχε ελπίσει τα μάλα σ΄αυτό το χειρουργείο. Φαντάζομαι την πίκρα που δοκίμασε ο αρχιερέας της Εκκλησίας της Ελλάδας, στο άκουσμα της είδησης πως εξαντλούνται οι πιθανότητες. Φαντάζομαι τις προσευχές του στον μεγαλοδύναμο για να μη λυγίσει, να μην παραδοθεί ολοκληρωτικά στην καθοδική πορεία της νόσου.
Κι αντί ολάκερη η Ελλάδα να γονατίσει σε μια προσευχή για να συνεχίσει ο Αρχιεπίσκοπος να δίνει με λεβεντιά τη μάχη του με την ασθένεια, οι Ελληνες γιατροί έβγαλαν τα μαχαίρια και άρχισαν να ξιφουλκούν εναντίον αλλήλων. Αίφνης, ο παγκοσμίου φήμης καθηγητής Ανδρέας Τζάκης έγινε «ανίκανος να εκτιμήσει την κατάσταση» , «υπόλογος και στη δικαιοσύνη ακόμη», κατ’ άλλους γιατρούς - καθηγητάδες που πικράθηκαν επειδή αποκλείσθηκαν απο τα υψηλά ιατρικά συμβούλια του περασμένου Ιουνίου.
Και περιφέρθηκαν τα «εγώ» των ιατρίσκων επι μέρες στις τηλεοπτικές εκπομπές προσφέροντας θέαμα και θεματικότητα στην ποταπότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Διαμελίζοντας τον Αρχιεπίσκοπο γιατροί και δημοσιογράφοι «εις τον ιματισμόν του έβαλον κλήρον».
Οι δημοσιογράφοι ένιπταν τας χείρας ως άλλοι πιλάτοι, καθώς έρριχαν την αρχή της διαμάχης στους γιατρούς, αλλά εξακολουθούσαν να τους προσκαλούν σε όλες τις πρωινές, μεσημεριανές, ειδησεογραφικές εκπομπες για να εκμαιεύσουν την απάντηση στο ερώτημα: πόσος χρόνος ζωής μένει στον Χριστόδουλο.
Οι γιατροί «ήρχισαν χειρών αδίκων», οι δημοσιογράφοι πήραν το νήμα και το έπλεκαν στα δελτία επί μέρες.Αλλά η τραγικότητα κορυφώθηκε με τη δήλωση του Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομου, ο οποίος τόλμησε να πεί πως ήρθε η ώρα της διαδοχής, αφού η ασθένεια του Αρχιεπισκόπου ορίζεται ως ανίατη.
Το κλίμα είναι νοσηρό όχι για τον Αρχιεπίσκοπο, που ακόμη μια φορά θα δώσει λεβέντικα τη μάχη με την ασθένεια, αποδεικνύοντας πως η εσωτερικότητα και η πνευματική καλλιέργεια μπορούν να νικήσουν τις πιό αντίξοες συνθήκες. Δυστυχώς, η έλλειψη σεβασμού, ηθικής, καλοσύνης, συμπόνοιας, ανθρωπιάς στοιχειοθετούν μια μορφή χολέρας, που τρυπώνει ολοένα και περισσότερο στο δέρμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Σπυρίδων στηρίζει τον Χριστόδουλο στα δύσκολα
Με παρηγορεί το γεγονός πως υπάρχουν αρχιερείς σαν τον πρώην Αμερικής Σπυρίδωνα , που ορθοτομούν τον λόγον της χριστιανικής αγάπης με την άφθαρτη αξία της ασυμβίβαστης πνευματικότητά τους. Παραθέτω την επιστολή στήριξης στον Προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας ως δείγμα γραφής σεβασμού προς τον ανθρώπινο πόνο. Αντιγράφω το τηλεγράφημα του ΑΠΕ:
«Τις θερμές ευχές του για ταχεία ανάρρωση εκφράζει με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ο πρώην αρχιεπίσκοπος Αμερικής Σπυρίδων, επισημαίνοντας πως ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας αποτελεί υπόδειγμα αγωνιστή της ζωής εμψυχούμενου απ’ τη μοναδική δύναμη της χριστιανικής πίστεως.
Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Αμερικής αναφέρει πως «ένα ατυχές ιατρικό εγχείρημα δεν θα λυγίσει την ακλόνητη πίστη του υψηλού ασθενούς προς τον Παντοδύναμο, ο οποίος επιτρέπει δοκιμασίες και θλίψεις ώστε να χαλιβδωθεί ακόμη περισσότερο η ανθρώπινη υπόσταση».
«Σάς εύχομαι περαστικά και είθε η δύναμη του Θεού να σας χαρίσει πάλι την πολύτιμη υγεία και σπάνια δυναμικότητα σας για το καλό της Εκκλησίας Του», καταλήγει ο Σπυρίδων.
Στο μεταξύ, σχολιάζοντας τα σενάρια περί διαδοχής του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ο πρώην Αμερικής Σπυρίδων τόνισε: «Δεν θάπρεπε να τίθεται θέμα διαδοχής στην Εκκλησία της Ελλάδος, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μπορεί να δώσει μάχη με την ασθένεια ασκώντας τα εκκλησιαστικά και διοικητικά του καθήκοντα μέχρις αναρρώσεως. Δεν υπάρχουν ανίατες ασθένειες. Συχνά, άλλωστε, τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστι. Η πίστη στον Παντοδύναμο Θεό ανατρέπει, πολλές φορές, και τις πιο βάσιμες και λογικές ανθρώπινες προβλέψεις. Στη δύσκολη αυτή ώρα θάταν κοσμιότερο και ευπρεπέστερο, κι επιτέλους χριστιανικότερο, να τεθεί τέρμα στις άκαιρες σκοπιμότητες και φιλοδοξίες που καθελκύουν το επίπεδο του κλήρου. Αυτή είναι ώρα αγάπης και προσευχής για τον προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας».
Saturday, October 6, 2007
Η φιλαναγνωσία δεν είναι πολυτέλεια, είναι χρέος!
\
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Πριν απο δυο εβδομάδες περίπου στο Μόντρεαλ πυροσβέστες, αστυνομικοί, πολίτες, φοιτητές είχαν ξεχυθεί στους δρόμους πουλώντας εφημερίδες προκειμένου να συγκεντρώσουν έσοδα για να υποστηριχθεί το Ιδρυμα Νέων Αναγνωστών.
Οι δύο μεγάλες εφημερίδες του Μόντρεαλ , η αγγλόφωνη The Gazette και η γαλλόφωνη Le Devoir αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία, που αποβλέπει στη δημιουργία νέων περιφερειακών βιβλιοθηκών ανά το Μόντρεαλ με σκοπό την προσέλκυση ανήλικων αναγνωστών. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει δημιουργία λεσχών ανάγνωσης καθώς και αγορά 500.000 βιβλίων ετησίως για να καλύπτονται οι ανάγκες φιλανάγνωσης των παιδιών στην καναδική μεγαλούπολη.
Η διαπίστωση πως όλο και λιγότερα παιδιά διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία είναι θλιβερή όχι μόνο σε τούτη την πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και στην απέναντι. Η αποπλάνηση των ανηλίκων απο τη νέα ηλεκτρονική εποχή αλλά και η έλλειψη οικονομικών πόρων φτωχαίνουν αυξητικά και επικίνδυνα τη λογοτεχνική παιδεία των ανηλίκων.
Το φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο στον Καναδά και στις ΗΠΑ αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα παιδιά, αντί να καθοδηγούνται απο τους κατα πλειοψηφία εγγράμματους γονείς τους στην φιλαναγνωσία και την ανακάλυψη του λογοτεχνικού γαλαξία, οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην απομάκρυνση απο την παραδοσιακή μορφή της διεύρυνσης του ορίζοντός τους.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι οξύτερο, καθώς η καταναλωτική κοινωνία προσανατολίζει τους ανήλικους στις πάσης φύσεως εξωσχολικές δραστηριότητες, που πόρρω απέχουν απο το διάβασμα.
Πώς μπορεί όμως να καμφθεί αυτή η θλιβερή πραγματικότητα στη μικρή πατρίδα, που γέννησε φιλόσοφους, ιστορικούς, ρήτορες, ποιητές, λογοτέχνες; Πώς μπορεί να ανατραπεί το σκηνικό σε μια χώρα που κατέκτησε μεταπολεμικά δύο βραβεία Νομπελ στη λογοτεχνία;
Προσωπικά πιστεύω πως η μύηση στο διάβασμα ξεκινάει απο τα προσχολικά χρόνια. Τα παιδιά, αντί να αποκοιμιούνται μπροστά στην τηλεόραση των κινούμενων σχεδίων, (εύκολη λύση για τους γονείς της καθημερινής ταλαιπωρίας) θα πρέπει να σφαλίζουν τα ματάκια τους με ένα παραμύθι που διαβάζει η μητέρα, ο πατέρας , η γιαγιά ή ο παππούς. Ετσι μαθαίνουν πως μέσα στα βιβλία υπάρχει ένας κόσμος μαγικός, που όταν θα μάθουν να διαβάζουν, θα μπορούν να ανακαλύψουν και τα ίδια.
Η δημοτική εκπαίδευση μπορεί δυναμικά και ελκυστικά να βάλει τα παιδιά στο ταξίδι της ανάγνωσης. Οι δάσκαλοι οφείλουν να ωθήσουν τα παιδιά στο διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων της ηλικίας τους, προτείνοντας καταλόγους της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας (και είναι πλούσιοι αυτοί!) αλλά και της ξένης κλασικής λογοτεχνίας του είδους. Τα παιδιά στο τέλος κάθε μήνα θα είναι υποχρεωμένα να μοιράζονται τις εντυπώσεις τους απο την ανάγνωση κάποιων βιβλίων της προτίμησής τους με τους δασκάλους και τους συμμαθητές σε μια ελεύθερη συζήτηση, που θα προβάλει τη λογοτεχνία μέσα απο τους ακατέργαστους κώδικες της αθωότητάς τους.
Η μέση εκπαίδευση, που συμπίπτει με την εφηβεία και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα του μεταλλασσόμενου νέου, πρέπει αναντίρρητα να παίξει το σκληρό επιθετικό παιχνίδι της φιλαναγνωσίας. Το υπουργείο παιδείας θα πρέπει επιτέλους να καταρτίσει λίστα με Ελληνες κλασικούς συγγραφείς , τους οποίους θα διαβάσουν και θα αξιολογήσουν οι έφηβοι στα φυτώρια της μάθησης. Το σώμα των Ελλήνων φιλολόγων ας κληθεί να συμμετάσχει στη μεταλαμπάδευση αυτής της μοναδικής γνώσης.
Δε νοείται ελληνική εκπαίδευση χωρίς υποχρεωτική ανάγνωση έργων του Παπαδιαμάντη, του Καζαντζάκη, του Καραγάτση, του Λουντέμη , του Ξενόπουλου και όλων των σπουδαίων Ελλήνων συγγραφέων του 19ου και 20ου αιώνα. Η Γαλλία, η Αγγλία και αυτή ακόμη η νεοσύστατη Αμερική υποχρεώνουν το σχολικό σύστημα να επιβάλει τα βιβλία των κλασικών συγγραφέων τους ανά τους αιώνες , για να γίνουν οι έφηβοι κοινωνοί της κουλτούρας και της λογοτεχνικής ιστορίας τους.
Επιτέλους, ήγγικεν η ώρα για την ελληνική παιδεία να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αντί για σπασμωδικές κινήσεις στα βιβλία της ιστορίας, αντί για ανώφελα κυνήγια εντυπώσεων, ας καταρτίσει το Υπουργείο παιδείας ένα συμπαγές πρόγραμμα υποχρεωτικής ανάγνωσης μιας σειράς Ελληνικών βιβλίων προορισμένων να σχηματίσουν συνειδήσεις νέων Ελλήνων αναγνωστών.
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Πριν απο δυο εβδομάδες περίπου στο Μόντρεαλ πυροσβέστες, αστυνομικοί, πολίτες, φοιτητές είχαν ξεχυθεί στους δρόμους πουλώντας εφημερίδες προκειμένου να συγκεντρώσουν έσοδα για να υποστηριχθεί το Ιδρυμα Νέων Αναγνωστών.
Οι δύο μεγάλες εφημερίδες του Μόντρεαλ , η αγγλόφωνη The Gazette και η γαλλόφωνη Le Devoir αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία, που αποβλέπει στη δημιουργία νέων περιφερειακών βιβλιοθηκών ανά το Μόντρεαλ με σκοπό την προσέλκυση ανήλικων αναγνωστών. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει δημιουργία λεσχών ανάγνωσης καθώς και αγορά 500.000 βιβλίων ετησίως για να καλύπτονται οι ανάγκες φιλανάγνωσης των παιδιών στην καναδική μεγαλούπολη.
Η διαπίστωση πως όλο και λιγότερα παιδιά διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία είναι θλιβερή όχι μόνο σε τούτη την πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και στην απέναντι. Η αποπλάνηση των ανηλίκων απο τη νέα ηλεκτρονική εποχή αλλά και η έλλειψη οικονομικών πόρων φτωχαίνουν αυξητικά και επικίνδυνα τη λογοτεχνική παιδεία των ανηλίκων.
Το φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο στον Καναδά και στις ΗΠΑ αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα παιδιά, αντί να καθοδηγούνται απο τους κατα πλειοψηφία εγγράμματους γονείς τους στην φιλαναγνωσία και την ανακάλυψη του λογοτεχνικού γαλαξία, οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην απομάκρυνση απο την παραδοσιακή μορφή της διεύρυνσης του ορίζοντός τους.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι οξύτερο, καθώς η καταναλωτική κοινωνία προσανατολίζει τους ανήλικους στις πάσης φύσεως εξωσχολικές δραστηριότητες, που πόρρω απέχουν απο το διάβασμα.
Πώς μπορεί όμως να καμφθεί αυτή η θλιβερή πραγματικότητα στη μικρή πατρίδα, που γέννησε φιλόσοφους, ιστορικούς, ρήτορες, ποιητές, λογοτέχνες; Πώς μπορεί να ανατραπεί το σκηνικό σε μια χώρα που κατέκτησε μεταπολεμικά δύο βραβεία Νομπελ στη λογοτεχνία;
Προσωπικά πιστεύω πως η μύηση στο διάβασμα ξεκινάει απο τα προσχολικά χρόνια. Τα παιδιά, αντί να αποκοιμιούνται μπροστά στην τηλεόραση των κινούμενων σχεδίων, (εύκολη λύση για τους γονείς της καθημερινής ταλαιπωρίας) θα πρέπει να σφαλίζουν τα ματάκια τους με ένα παραμύθι που διαβάζει η μητέρα, ο πατέρας , η γιαγιά ή ο παππούς. Ετσι μαθαίνουν πως μέσα στα βιβλία υπάρχει ένας κόσμος μαγικός, που όταν θα μάθουν να διαβάζουν, θα μπορούν να ανακαλύψουν και τα ίδια.
Η δημοτική εκπαίδευση μπορεί δυναμικά και ελκυστικά να βάλει τα παιδιά στο ταξίδι της ανάγνωσης. Οι δάσκαλοι οφείλουν να ωθήσουν τα παιδιά στο διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων της ηλικίας τους, προτείνοντας καταλόγους της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας (και είναι πλούσιοι αυτοί!) αλλά και της ξένης κλασικής λογοτεχνίας του είδους. Τα παιδιά στο τέλος κάθε μήνα θα είναι υποχρεωμένα να μοιράζονται τις εντυπώσεις τους απο την ανάγνωση κάποιων βιβλίων της προτίμησής τους με τους δασκάλους και τους συμμαθητές σε μια ελεύθερη συζήτηση, που θα προβάλει τη λογοτεχνία μέσα απο τους ακατέργαστους κώδικες της αθωότητάς τους.
Η μέση εκπαίδευση, που συμπίπτει με την εφηβεία και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα του μεταλλασσόμενου νέου, πρέπει αναντίρρητα να παίξει το σκληρό επιθετικό παιχνίδι της φιλαναγνωσίας. Το υπουργείο παιδείας θα πρέπει επιτέλους να καταρτίσει λίστα με Ελληνες κλασικούς συγγραφείς , τους οποίους θα διαβάσουν και θα αξιολογήσουν οι έφηβοι στα φυτώρια της μάθησης. Το σώμα των Ελλήνων φιλολόγων ας κληθεί να συμμετάσχει στη μεταλαμπάδευση αυτής της μοναδικής γνώσης.
Δε νοείται ελληνική εκπαίδευση χωρίς υποχρεωτική ανάγνωση έργων του Παπαδιαμάντη, του Καζαντζάκη, του Καραγάτση, του Λουντέμη , του Ξενόπουλου και όλων των σπουδαίων Ελλήνων συγγραφέων του 19ου και 20ου αιώνα. Η Γαλλία, η Αγγλία και αυτή ακόμη η νεοσύστατη Αμερική υποχρεώνουν το σχολικό σύστημα να επιβάλει τα βιβλία των κλασικών συγγραφέων τους ανά τους αιώνες , για να γίνουν οι έφηβοι κοινωνοί της κουλτούρας και της λογοτεχνικής ιστορίας τους.
Επιτέλους, ήγγικεν η ώρα για την ελληνική παιδεία να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αντί για σπασμωδικές κινήσεις στα βιβλία της ιστορίας, αντί για ανώφελα κυνήγια εντυπώσεων, ας καταρτίσει το Υπουργείο παιδείας ένα συμπαγές πρόγραμμα υποχρεωτικής ανάγνωσης μιας σειράς Ελληνικών βιβλίων προορισμένων να σχηματίσουν συνειδήσεις νέων Ελλήνων αναγνωστών.
Thursday, October 4, 2007
Τα δώρα σας για τη γιορτή μου
Αυτές οι πολύτιμες ευχές, οι μακρινές και κοντινές ταυτόχρονα ήταν τα ωραιότερα δώρα αυτής της μοναχικής γιορτής μου. Η cook the book μου έφτιαξε ένα λαχταριστό κέικ με σοκολάτα να γλύφεις και τα δάχτυλά σου, η Ανασούλα μου πρόσφερε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο απο τον κήπο της αγάπης της και όλοι οι άλλοι φίλοι απο μια ευχή αυθόρμητη κι αληθινή.
Σας ευχαριστώ που στολίσατε τη γιορτή μου, σας ευχαριστώ που στολίζετε τις μέρες μου!
Με αγάπη απο το Μόντρεαλ, όπου ο ήλιος λάμπει ζωηρός και ζεστός αυτό τον Οκτώβρη για να φωτίσει τις χρυσοκόκκινες ανταύγειες του φθινοπώρου.
cook the book said...
Kαλή μου Ιουστινη
θα ηταν χαρα μου να συναντηθουμε και απο κοντα....γιατι να ξερεις απο τοτε που διαβασα τα Ψηλα τακουνια ειναι σα να αγγιξα ενα μερος της καρδιας σου...όποιος εχει ζησει τετοιες φιλιες γνωριζει πολυ καλα το τροπο που αυτές μιλουν στην ψυχή...τα Ψηλα Τακουνια ήταν ενα βιβλίο που διαβασα κυριολεκτικα απο καρδιας...
τωρα για το αν ειμαι η χαρα του σπιτιου..χαχα...μαλλον ειμαι το βασανο του αντρα μου...του ειμαι ευγνώμων για το οτι με αντεχει :)
ΥΓ:θαυμαζω την εγκρατεια σου απεναντι σε σοκολατενιους πειρασμους(η δικη μου ειναι ανυπαρκτη οπως καταλαβαινεις!)
φιλια πολλα
October 2, 2007 11:31 AM
Τρίτη, Οκτώβριος 02, 2007
ΣΙΡΟΠΙΑΣΤΟ KEΪK ΣΟΛΟΛΑΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΟΥΣΤΙΝΗ!
Στην Ιουστίνη που γιορτάζει σήμερα(ΕΚΠΛΗΞΗ!!! Ιουστίνη...ξερω οτι ειναι η γιορτή σου!) χαρίζω αποκλειστικά το ποστ αυτό....
Κανονικα αλλο θα εβαζα (αυτό που περιμενει η τρελλοτουριστια!) αλλα,θα συμφωνήσετε, ειναι ειδικη η περίσταση :)
Για την αγαπημενη Ιουστινη,των Ψηλών Τακουνιών της καρδιάς μου,ενα σουπερ σοκολατενιο κεικ...(σαν τις σοκολατες που χαριζε η συνονόματη νονά της)
Χρονια Πολλά καλή μου Ιουστίνη,γεματα υγεία,αγαπη και δημιουργικότητα
ΥΛΙΚΑ
1 πακετο βούτυρο
1+2/3 κούπες ζαχαρη
120 γρ. κουβερτούρα
2 κ.σούπας κονιακ
2 κ.σούπας κακαο
2 βανιλιες
1/2 κούπας νερό
5 αυγά
2 κούπες αλευρι που φουσκώνει +1 βανιλια
Σ'ενα κατσαρολακι βαζουμε τα πρωτα 7 υλικα κι αφήνουμε το μιγμα να παρει μια βραση.
Κατεβαζουμε από τη φωτια και φυλαμε 3/4 κουπας απο το σιροπι,το οποιο αφήνουμε να κρυωσει.
Χτυπαμε το υπόλοιπο σιροπι μαζι με όλα τ'αλλα υλικα και βάζουμε σε βουτυρωμενο ταψι 30 εκ.(εγώ δεν ειχα και το εβαλα στη κλασσικη φορμα- δαχτυλιδιγια κεικ)
Όταν ψηθει και όσο είναι ζεστό χαραζουμε σε ρομβοειδή κομματια,αν χρησιμοποιησατε ταψί,αλλιώς προχωραμε και τρυπάμε κατευθείαν με ξύλινο καλαμακι σε διαφορα σημεια,αφου το ξεφορμαρουμε βεβαια απο τη φορμα δαχτυλιδι.
Όπως ειναι ζεστό περιχύνουμε με το σιροπι (αφού το ζεστάνουμε ελαφρα)
Πασπαλιζουμε προαιρετικα με κανελα.
ΥΓ:Συνταγή απο το περιοδικο Real Food
ανάσα ελπίδας said...
ΠΟΛΥΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΑΣ!
ΆΡΓΗΣΑ ΝΑ ΜΠΩ, ΜΑ ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΑ ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΟΤΙ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙΣ, ΕΤΡΕΞΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΜΕΛΕΙΜΕΝΟ ΚΗΠΟ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΒΟΛΟ ΚΑΙ ΕΚΟΨΑ ΟΤΙ ΒΡΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ.
ΕΙΧΕ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΛΛΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙΑ. ΤΑ ΕΚΟΨΑ ΟΛΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΧΑΡΙΖΩ ΜΕ ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΑΠΗ!
ΣΟΥ ΕΥΧΟΜΑΙ ΟΛΟΨΥΧΑ ΥΓΕΙΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ, ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΑΛΛΟ ΠΟΘΕΙ Η ΨΥΧΟΥΛΑ ΣΟΥ!
ΕΓΩ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ! ΔΕΝ ΤΟ ΗΞΕΡΑ!
ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΑ ΤΑ ΟΣΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟ!
ΖΗΛΕΥΩ! ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΑΩ ΣΤΗ ΖΑΓΟΡΑ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ; ΠΟΤΕ;
ΦΙΛΑΚΙΑ ΑΠΕΙΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΗΝ ΙΟΥΣΤΙΝΗ ΜΑΣ!
Kollas said...
Χρόνια πολλά Ιουστίνη! σου το λέω με μεγάλη χαρά. Και εμένα μου έκανε εντύπωση την πρώτη φορά το όνομά σου, όπως και ο Γοδεφρείγος το αυτοκίνητό σου!!! Ομολογώ ότι πρώτα γνώρισα την αμαρτωλή Ιουστίνη και δεν έχω μετανοιώσει που σε συνάντησα αργότερα στο δρόμο μου. Να έχεις πάντα την υγειά σου.
Με πολύ αγάπη.
October 1, 2007 11:17 PM
s.frang said...
Χρόνια πολλά στον φθινοπωρινό Καναδά για την εορτάζουσα!
October 2, 2007 1:06 AM
konsniper said...
χρονια πολλά και απο μένα...να μας ταξιδευεις πάντα όπως εσύ ξέρεις....
Θυμήσου πως με λένε… said...
Χρόνια πολλά................
October 2, 2007 3:21 PM
ΠΡΕΖΑ TV said...
Χρονια πολλα,καλα και ευτυχισμενα γεματα υγεια!!!
October 2, 2007 3:47 PM
Θυμήσου πως με λένε… said...
Συνέχεια πίσω μου σε έχω σατανά ..Πρεζα tv... :P ... φιλιά...
October 2, 2007 6:19 PM
betty said...
Ιουστίνη, λίγο καθυστερημένα κι εγώ σου εύχομαι να είσαι πάντα καλά και καλές εμπνεύσεις! Με τέτοιο ομορφο φυσικό περιβάλλον είμαι σίγουρη ότι θα έχεις...
October 2, 2007 11:10 PM
Subscribe to:
Posts (Atom)