ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Friday, September 5, 2025

Ο Μαστρογιάννης και η Μαϊμού στου Ψυρρή

 


Ο Μαστρογιάννης και η Μαϊμού  στου Ψυρρή

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ήταν το ’34 όταν ο Μαστρογιάννης, με καρδιά φλογισμένη και μυαλό θολό απ’ τον έρωτα μιας παντρεμένης, χώθηκε σ’ ένα μπαούλο φυγάς και κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Δεν είχε τίποτα δικό του, μόνο μια φωτογραφία της και μια ελπίδα πως μια μέρα θα την ξανάβλεπε.

Στην πρωτεύουσα των κουτσαβάκηδων, γυρνούσε από υπόγειο σε υπόγειο, ψάχνοντας στέγη και παρέα. Οι φίλοι που τον υποδέχτηκαν, τον έριξαν γρήγορα. Τον άφησαν μόνο του στον τάφο της πλούσιας πεθαμένης στη Ραφήνα, όταν αρνήθηκε να της βγάλει τα χρυσά δόντια τον εγκατέλειψαν. Μα ο Μαστρογιάννης είχε το πείσμα του βουνίσιου· ξέφυγε και γύρισε στην Αθήνα, πιο φτωχός αλλά πιο ξύπνιος.Εκείνος, με το ένστικτο του ζώου που δεν θέλει να πεθάνει, βρήκε το δρόμο του για να ξαναρχίσει απ΄την αρχή.

Στην πόλη των υπόγειων καφενείων, των τεκέδων και των ξεχασμένων ανθρώπων, βρήκε άλλες παρέες. Τον έβαλαν να κάνει μικροδουλειές, να κουβαλάει, να στήνει, να εξαφανίζεται. Ώσπου μια μέρα, του φόρτωσαν μια μαϊμού. «Θα γυρνάς με αυτή στους δρόμους, θα παίζει ντέφι, θα μαζεύεις ψιλά και θα μας τα φέρνεις κάθε βράδυ», του είπαν. Ήταν ένα ζώο αλλόκοτο, με μάτια που έμοιαζαν ανθρώπινα και κινήσεις που θύμιζαν παιδί.

Στην αρχή τη φοβήθηκε αλλά μετά εξοικειώθηκε μαζί της και εκείνη τον εμπιστεύθηκε.

Και κάπως έτσι, άρχισε να της μαθαίνει κινήσεις που θα άρεσαν στο φιλοθεάμον κοινό. Της έδειχνε πώς βάφουν τα χείλη τους οι γυναίκες, πώς χτενίζονται, πώς χορεύουν τα κορίτσια στα πανηγύρια. Της έδωσε μια χτένα, ένα ντέφι, κι εκείνη τον μιμούνταν με ακρίβεια που τρόμαζε. Εκείνη κουνιόταν και λυγιόταν κι εκείνος άπλωνε το ντέφι και μάζευε τα κέρματα. Ο Μαστρογιάννης έγινε γνωστός στις γειτονιές του Ψυρρή. «Ο μαϊμουδιάρης με το ντέφι», τον φώναζαν.

Μια μέρα, καθώς περιδιάβαινε τους δρόμους, τον είδε ένας χωριανός απ’ την Εγκλουβή. Τον φώναξε με το όνομά του.  Ο Μαστρογιάννης πάγωσε. Αν μάθαινε η μάνα του πως γύριζε με μαϊμού, θα τον έθαβε ζωντανό. Έκανε πως δεν τον ήξερε και, μέσα στον πανικό του, εγκατέλειψε τη μαϊμού και χάθηκε στα στενά.

Μα η ντροπή δεν κρατάει για πάντα. Γύρισε πίσω, αλλά η μαϊμού πουθενά. Έψαξε αυλές, σοκάκια, μανάβικα. Ίδρωσε απ’ την αγωνία. Και τότε, την είδε: καθισμένη σ’ ένα τελάρο με μήλα, να τρώει ακατάπαυστα και αχόρταγα. Μόλις τον είδε, πήγε να πηδήξει, μα ο Μαστρογιάννης την έπιασε σφιχτά.

Την πήρε αγκαλιά και της ψιθύρισε: «Μη με ξαναφήσεις, ε; Εσύ είσαι η μόνη που δεν με πούλησες».

Λίγα τέρμινα αργότερα, η Αθήνα είχε αρχίσει να μαλακώνει για τον Μαστρογιάννη. Η μαϊμού δεν ήταν πια απλώς σύντροφος του δρόμου· είχε γίνει θεατρίνα αληθινή. Με το ντέφι της, τις μιμήσεις της, τις γκριμάτσες που έφερναν γέλιο και δάκρυ, έβγαζαν λεφτά που ούτε ονειρευόταν ο Μαστρογιάννης όταν είχε φτάσει μες στο μπαούλο. Οι γειτονιές τον φώναζαν «ο καλλιτέχνης με τη μαϊμού», και για πρώτη φορά ένιωθε πως ίσως… ίσως να είχε βρει κάτι σαν πατρίδα.

Μα η Αθήνα δεν συγχωρεί την αφέλεια. Οι παλιοί του φίλοι, εκείνοι που τον είχαν ρίξει στη Ραφήνα, τον παρακολουθούσαν. Είδαν τα κέρματα να πληθαίνουν, τα βλέμματα να στρέφονται, και ζήλεψαν. Ένα βράδυ, του την πήραν. Του την πήραν σαν να ήταν αντικείμενο, σαν να μην είχε ψυχή. «Δική μας  είναι, εμείς είμαστε τα αφεντικά του δρόμου», του είπαν. «Εσύ απλώς την έμαθες τα κόλπα».

Η μαϊμού μαράζωσε μαζί τους. Δεν έτρωγε, δεν χόρευε, δεν μιλούσε με τα μάτια της όπως παλιά. Έψαχνε τον Μαστρογιάννη στις γωνιές, στα τελάρα, στα υπόγεια. Κι εκείνος, σαν φάντασμα, τριγυρνούσε χωρίς σκοπό. Δεν τόλμησε να τη διεκδικήσει. Η Αθήνα δεν είχε χώρο για συναισθηματισμούς.

Μια μέρα, τη βρήκαν νεκρή τη μαίμού. Στο ίδιο μανάβικο, στο ίδιο τελάρο με τα μήλα που τον περίμενε κι εκείνος δεν ερχόταν από τον φόβο των κουτσαβάκηδων. Είχε γείρει το κεφάλι της σαν να κοιμόταν, μα δεν ξύπνησε ποτέ.

Ο Μαστρογιάννης την έθαψε μόνος του, σ’ ένα κομμάτι γης πίσω απ’ το παλιό εργοστάσιο. Δεν είπε λέξη. Μόνο έσκαβε, κι όσο έσκαβε, έθαβε μαζί της την τελευταία του ελπίδα. Όχι για λεφτά, ούτε για δόξα. Για αποκούμπι. Για μια αγκαλιά που δεν μπορούσε να βρεί πουθενά εκεί στην Αθήνα της περιπέτειας και της απόλυτης μοναξιάς.

 

ΥΓ. Οι ιστορίες του Μαστρογιάννη Κοντογιώργη από την Εγκλουβή είναι βασισμένες στις αφηγήσεις του αλλά με πρόσθετη μυθοπλασία από την υπογράφουσα. Μας τις αφηγόταν ο ίδιος ο παραμυθάς και πρόσφατα μου τις υπενθύμισε ο γιός του ο Κώστας Κοντογιώργης-Καλκάνης.

 

 

 


Tuesday, September 2, 2025

Τυμβωρύχος και ζημιωμένος

 


Τυμβωρύχος και ζημιωμένος

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σας αφηγούμαι τις ιστορίες του Μαστρογιάννη, αδερφού της πατρικής γιαγιάς Κωνσταντίας από την Εγκλουβή, όπως μας τις αφηγόταν ο ίδιος και όπως μου τις μετέφερε πρόσφατα ο γιός του Κώστας Κοντογιώργης.

Ο Μαστρογιάννης δεν ήταν ποτέ από τους τύπους που έκαναν σχέδια. Ήταν μικρόσωμος, σβέλτος, με μάτια που γυάλιζαν σαν να είχαν δει περισσότερα απ’ όσα άντεχε η ψυχή του. Το 34, έφτασε στην Αθήνα σκαστός σε μπαούλο με τοτραίνο.  Το σακάκι του ξεσκισμένο, η όψη του ελεεινή και η καρδιά του βαριά απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος; Η όμορφη  παντρεμένη που αγάπησε αλλά τον απείλησε ο άντρας της με μαχαίρι στο ζωνάρι. Η ιστορία του συνεχίζεται στην Αθήνα, όπου έμπλεξε με διάφορους περίεργους τύπους.

Στην Αθήνα, η ζωή δεν του χαμογέλασε. Του έδειξε τα δόντια της. Έμπλεξε με τύπους που μιλούσαν ψιθυριστά και έκαναν δουλειές που δεν γράφονται σε χαρτί. Ένα βράδυ, σε ένα υπόγειο με μυρωδιά τσιγαρίλας και υγρασίας, του είπαν για μια πλούσια Αθηναία που πέθανε. Την έθαψαν μόλις στη Ραφήνα, μακριά απ’ τα φώτα της πόλης. Ήταν λέει θαμμένη με τα χρυσαφικά της.

«Εσύ, Μαστρογιάννη, είσαι μικρόσωμος. Θα χωθείς στον τάφο. Θα της βγάλεις τα χρυσαφικά. Και θα βγεις σαν κύριος.»

Έτρεμε. Δεν ήταν για πεθαμένους. Μα τα λεφτά ήταν πολλά. Και η παρέα δεν δεχόταν "όχι".

Το βράδυ, πήδηξαν τη μάντρα του νεκροταφείου σαν σκιές. Με σκοινιά τον κατέβασαν στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Η κάσα της γυναίκας ήταν απο μαόνι ολοσκάλιστη, την άνοιξε τρέμοντας. Η πεθαμένη με το πρόσωπο παγωμένο, ένας χρυσός κολιές στο στήθος  και τα δάχτυλα στολισμένα με χρυσάφι. Ο Μαστρογιάννης έκλεισε τα μάτια και άρχισε να τα βγάζει ένα-ένα.

«Τα δόντια της να βγάλεις!» του φώναξαν από πάνω.

«Δεν μπορώ...» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό».

Τα ανέβασαν με ένα καλάθι. Μα όταν τελείωσε, δεν του έριξαν το σκοινί. Είχαν θυμώσει οι κουτσαβάκηδες που δεν της είχε βγάλει τα χρυσά δόντια.

Αφησαν το Μαστρογιάννη εκεί.

Εκείνος έτρεμε αλλά άκουγε γέλια. Ξερά, σκληρά, σαν να μην ήταν άνθρωποι από πάνω, αλλά κάτι άλλο.

«Άντε, καληνύχτα, τυμβωρύχε!»του είπαν.

Η φωνή τους απομακρύνθηκε. Τα βήματα χάθηκαν. Και τότε, η σιωπή έγινε απόλυτη.

Ο Μαστρογιάννης έμεινε ακίνητος. Ο αέρας στον τάφο ήταν βαρύς, βουτηγμένος στο φρέσκο χώμα και το θάνατο. Η γυναίκα δίπλα του, με τα μάτια κλειστά, έμοιαζε να ακούει. Να περιμένει.

Τα χέρια του έτρεμαν. Έκανε να πιάσει το χείλος του τάφου, μα το χώμα γλιστρούσε. Ξαναδοκίμασε. Έσκαβε με τα νύχια, με τα δάχτυλα ματωμένα, με το σώμα του να τρέμει από φόβο και κρύο.

Κάθε φορά που ακουμπούσε το σώμα της γυναίκας για στήριγμα, ένιωθε σαν να τον τραβούσε πίσω. Σαν να μην ήθελε να φύγει.

«Δεν είμαι εγώ ο κλέφτης...» ψιθύρισε. «Εγώ απλώς... με ανάγκασαν...»

Μα η νύχτα δεν συγχωρούσε.

Έσκαβε για να δημιουργήσει ένα ανάχωμα.

Έσπρωχνε. Το χώμα έπεφτε πάνω του. Η ανάσα του γινόταν κοφτή. Τα μάτια του έβλεπαν σκιές που δεν υπήρχαν.

Και τότε, ένα φως. Όχι ουράνιο. Ήταν το πρώτο φως της αυγής, που έσκιζε τη νύχτα σαν μαχαίρι.

Με μια κραυγή που δεν ήταν ανθρώπινη, αλλά ζώου που παλεύει για τη ζωή του, ο Μαστρογιάννης σκαρφάλωσε. Τα χέρια του έπιασαν το χείλος. Το σώμα του σύρθηκε έξω. ¨Ηταν γεμάτος υγρό χώμα και μυρωδιά θανάτου. Έπεσε λιωμένος από την προσπάθεια παραδίπλα κι έκλαψε πικρά για την κατάντια του.

Για λίγο δεν κουνήθηκε.

Μετά σηκώθηκε.

Και έτρεξε.

Τα πόδια του δεν τον υπάκουαν, μα η ψυχή του τον έσπρωχνε. Πήδηξε τη μάντρα, έφτασε στον δρόμο. Και δεν γύρισε πίσω.

Έτρεχε προς την Αθήνα με το φόβο να τον κυνηγάει.

Από τότε, κάθε βράδυ, έβλεπε τη γυναίκα. Στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού του, με τα δάχτυλα γυμνά και το στόμα της μισάνοιχτο. Δεν μιλούσε. Μόνο κοιτούσε.

Και ο Μαστρογιάννης, όσο κι αν άλλαξε γειτονιές, δουλειές, ακόμα και όνομα, δεν ξέφυγε ποτέ απ’ τη Ραφήνα. Γιατί η σκιά της γυναίκας δεν ήθελε τα χρυσαφικά της πίσω. Ήθελε να του θυμίζει πως μερικά πράγματα δεν τα κλέβεις. Είναι ιερά!

 

 

 

 

Tuesday, August 26, 2025

Ο Μαστρογιάννης και το μπαούλο της σωτηρίας

 


Ο Μαστρογιάννης και το μπαούλο της σωτηρίας

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Όπως σας υποσχεθηκα θα σας πω τις ιστορίες του Μαστρογιάννη , όπως μας τις διηγήθηκε ο ίδιος, που ήταν μαγικός αφηγητής και ίσως από εκείνον να π΄ξηρα το ταλέντο της γραφής.

Ήταν στις αρχές του 1930 όταν ο Μαστρογιάννης, παλικάρι από την Εγκλουβή της Λευκάδας, φόρεσε το χακί και πήρε τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Ψηλός, μελαχρινός και με βλέμμα που έσταζε περιπέτεια, δεν άργησε να γίνει φίλος με τα κουτσαβάκια της εποχής—εκείνους τους τύπους που φορούσαν το καπέλο λοξά και τραγουδούσαν μερακλίδικα στα καφενεία της Τσιμισκή.

 Στα βράδια της εξόδου, ο Μαστρογιάννης μάθαινε τα ερωτικά τραγούδια που έλιωναν τις καρδιές. Ένα βράδυ, σε ένα ταβερνάκι με μισοσβησμένα φώτα και μυρωδιά από ρετσίνα, γνώρισε εκείνη. Ήταν παντρεμένη, μα τα μάτια της έλεγαν άλλα. Τα ραντεβού ξεκίνησαν κρυφά, με ψιθύρους και βλέμματα που έκαιγαν.

Όμως, ο άντρας της δεν άργησε να μάθει. Και τότε άρχισε το κυνηγητό. Ο Μαστρογιάννης έτρεχε στα σοκάκια, κρυβόταν πίσω από κάρα και μπακάλικα, ώσπου οι φίλοι του, οι κουτσαβάκηδες, βρήκαν τη λύση: ένα παλιό μπαούλο.

 Τον έκρυψαν μέσα, τον σφράγισαν με κουβέρτες και τον φόρτωσαν στο τρένο για Αθήνα. Το μπαούλο ταξίδευε, πηγαινοερχόταν, κανείς δεν το αναζητούσε. Ο Μαστρογιάννης μέσα, πεινασμένος, διψασμένος, μα πάντα με το τραγούδι στα χείλη.

Ώσπου μια μέρα, δεν άντεξε άλλο. Φώναξε. Φώναξε τόσο δυνατά που ο σταθμάρχης νόμισε πως το μπαούλο ήταν στοιχειωμένο. Το άνοιξαν και βρήκαν τον Μαστρογιάννη, ζωντανό, ιδρωμένο, μα με το χαμόγελο του ανθρώπου που γλίτωσε από τον έρωτα και τον θάνατο μαζί.

Αφού βγήκε από το μπαούλο, ο Μαστρογιάννης βρέθηκε στην καρδιά της Αθήνας, μισοπεινασμένος αλλά γεμάτος όρεξη για ζωή. Η πρωτεύουσα έβραζε από πολιτικές ζυμώσεις, καλλιτεχνικές παρέες και υπόγεια στέκια. Δεν άργησε να βρει τον δρόμο του.

Πρώτα δούλεψε σε ένα θέατρο ως βοηθός σκηνής. Έμαθε απέξω τη Γκόλφω και τον Ερωτόκριτο που πολλές φορές αργότερα τα απάγγελνε στην Εγκλουβή αφήνοντας άφωνους τους συγχωριανούς του. Γιατί ο Μαστρογιάννης κι ας μην έμαθε γράμματα πολλά (μόνο το Δημοτικό τελείωσε) τόχε με το λόγο και με την απαγγελία.

Εκεί γνώρισε ποιητές, μποέμ τύπους και γυναίκες με φουλάρια που μιλούσαν για τον Καβάφη και τον Μπρεχτ. Ο Μαστρογιάννης δεν καταλάβαινε πολλά, αλλά είχε το δικό του ταλέντο: ήξερε να λέει ιστορίες. Σύντομα, έγινε περιζήτητος στα καφενεία της Πλάκας, όπου οι θαμώνες τον άκουγαν με ανοιχτό στόμα να αφηγείται τα κατορθώματά του στη Θεσσαλονίκη.

Όμως η καρδιά του δεν είχε ξεχάσει εκείνη την παντρεμένη. Έγραφε γράμματα που ποτέ δεν έστελνε, τραγουδούσε τα παλιά ερωτικά τραγούδια και κάθε φορά που έβλεπε τρένο, ένιωθε το μπαούλο να τον καλεί πίσω.

Μια νύχτα, σε ένα υπόγειο ρεμπετάδικο, γνώρισε τη Ρόζα. Δεν ήταν σαν τις άλλες. Ήταν χορεύτρια, μιλούσε με τα μάτια και είχε παρελθόν πιο σκοτεινό κι από το δικό του. Μαζί της, ο Μαστρογιάννης έμαθε όλα τα στέκια της πρωτεύουσας και δεν ντρεπόταν που αντί να γυρίσει στο χωριό του μετά το φανταριλίκι να δουλέψει στα φακοχώραφα, εκείνος έγινε ο άνθρωπος της νύχτας και της μαγκιάς.

 Έγινε ο "κύριος Γιάννης", ένας άνθρωπος που μπορούσε να εξαφανιστεί και να εμφανιστεί όπου χρειαζόταν. Μα πάντα, όταν έμενε μόνος, έπιανε το μουραπά και τραγουδούσε για τα μάτια της παντρεμένης.Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καθώς αναθυμόταν πως γνώρισε τον έρωτα στην αγκαλιά της.

Κι όταν θυμόταν ότι παρολίγο να πέσει θύμα στα χέρια του άντρα της, τότε σφύριζε και ήθελε να φύγει να πάει πίσω στο χωριό του, την Εγκλουβή. Μα η Εγκλουβή θάταν κλουβί για το Μαστρογιάννη που είχε γνωρίσει άλλους μεγάλους και τρανούς κόσμους.  Ετσι έμεινε προς το παρόν στην Αθήνα με το καπέλο του στραβά να συναντάει υπόγειους τύπους σαν αυτούς που δεν υπήρχαν ούτε στο χωριό του ούτε στη Λευκάδα...

 

 

Tuesday, August 5, 2025

Ο Μαστρογιάννης της Εγκλουβής

 


Ο Μαστρογιάννης της Εγκλουβής

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ο Μαστρογιάννης Κοντογιώργης ήταν θείος του πατέρα μου, αδελφός της γιαγιάς μου Κωνσταντίας. 'Ηρωας της Εγκλουβής με τις διάφορες περιπέτειες και τα κατορθώματά του.Από σήμερα θα σας αφηγούμαι τις ωραίες του ιστορίες καμωμένες με φαντασία και στύλ τοπικού παραμυθά.

Ο Μαστρογιάννης Κοντογιώργης γεννήθηκε το 1911 στην ορεινή Εγκλουβή της Λευκάδας, εκεί όπου οι κορυφές αγγίζουν τον ουρανό και ο χρόνος μοιάζει να κυλά αργά, όπως ο ήχος της καμπάνας στο χωριό. Ήταν γιος του Σπυρογιώργη και της Γκόλφως, άνθρωποι απλοί, χωρίς χτήματα και πλούτη, αλλά με αξιοπρέπεια και πείσμα.

Ο πατέρας του τον έστειλε να μάθει τέχνη· να γίνει μάστορας, να φτιάχνει πόρτες, ταβάνια και παράθυρα — να χτίζει με τα χέρια του το αύριο που δεν μπορούσε να του χαρίσει αλλιώς. Κι έτσι, ο Μαστρογιάννης γύρισε όλη τη Λευκάδα, δουλεύοντας ακούραστα για να προσφέρει στην οικογένειά του τον επιούσιο.

Το 1941 παντρεύτηκε τη Γιούλω, σμπατριώτισσά του, μια καλλονή με λευκή επιδερμίδα και μάτια σαν το Ιόνιο όταν λάμπει στο φως. Μα η ευτυχία δεν ήρθε εύκολα· τα πρώτα δυο παιδιά τους χάθηκαν, ώσπου το 1945 ήρθε ο Κώστας και επέζησε. Ακολούθησαν ο Σπύρος και ο Ευγένιος — αρσενικά, όπως ήθελε η Γιούλω. Μα ο Μαστρογιάννης είχε άλλες έγνοιες· ήθελε να τα μορφώσει, να τους χαρίσει ελπίδα μέσα από τα γράμματα.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε με ανδρεία, και τις ιστορίες από το μέτωπο τις έλεγε πάντα με χρώμα στο καφενείο· με φαντασία, με λέγειν που ταξίδευε όσους τον άκουγαν.

Τα αγόρια του μεγάλωσαν, σπούδασαν στο γυμνάσιο της Λευκάδας, και ο Κώστας —πρωτότοκος και τολμηρός— έφυγε για τα καράβια και δεν γύρισε. Αντίθετα, βρέθηκε στο Σικάγο, σπούδασε ψυχολογία και άνοιξε τον δρόμο και για τους άλλους. Όταν απέκτησε νόμιμα χαρτιά, τον ακολούθησαν ο Σπύρος και ο Ευγένιος, όλοι με σπουδές και αξιοσύνη, κάνοντάς τους γονείς τους περήφανους.

Ο Μαστρογιάννης δεν ήταν απλώς μάστορας. Ήταν παραμυθάς. Ήξερε να κάνει την αλήθεια να μοιάζει με θρύλο, και τον θρύλο να τον ντύνει με τη ζεστασιά μιας προσωπικής εξομολόγησης.

Στον καφενέ διηγούνταν ιστορίες. Είχε λέγειν, φαντασία, ευφράδεια. Τα γεγονότα έπαιρναν σχήμα μέσα από το στόμα του, σαν να ήταν σκηνές θεατρικές. Ήταν ο δικός τους παραμυθάς, που έντυνε το αληθινό με το μυστήριο. Όταν μιλούσε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, το βλέμμα του θάμπωνε· όχι από πόνο, αλλά από περηφάνια.

Η πολιτική τον συγκινούσε· ήταν Βενιζελικός, φανατικός κεντρώος. Ακολουθούσε τον βουλευτή της Λευκάδας Καλκάνη, έναν άντρα που θεωρούσε δίκαιο καιμε  λαϊκό αίσθημα. Όταν ο Καλκάνης βάφτισε τον πρωτότοκο γιο του, ο Κώστας πήρε το παρατσούκλι «Καλκάνης» — μια αόρατη σφραγίδα περηφάνιας και ιδεολογίας.

Το 1977 έκανε το μεγάλο ταξίδι στην Αμερική. Μαζί με τη Γιούλω έφτασαν στο Σικάγο, όπου οι δρόμοι ήταν ευθείς και ο ουρανός πνιγμένος από σιδερένιους γίγαντες. Έμειναν έναν χρόνο κοντά στα παιδιά τους. Μα το σώμα τους δεν άντεξε το βαρύ κλίμα· η νοσταλγία νίκησε τη θαλπωρή. Επέστρεψαν στην Εγκλουβή, εκεί που η μνήμη έχει το χώμα και τη σκόνη της αλήθειας.

Ο Κώστας κατά κόσμον Καλκάνης,  γύρισε κάποτε οριστικά· τον ακολούθησαν τα αδέλφια του, μα ο χρόνος τους πήρε νωρίς. πρώτα ο Σπύρος, ύστερα ο Ευγένιος. Ο Κώστας έμεινε πίσω, με τις ιστορίες χαραγμένες στο βλέμμα του, σαν σκηνές ενός οικογενειακού έπους. Ο Κώστας έμεινε μόνος, με χιλιάδες μνήμες να τον ακολουθούν, με ιστορίες που διηγείται μέχρι σήμερα σαν να τις είχε ζήσει όλες.

 

Wednesday, July 2, 2025

Πέταξε ο Σπύρος με ένα ξαφνικό δυνατό φτερούγισμα!

 

Πέταξε ο Σπύρος με ένα ξαφνικό δυνατό φτερούγισμα!

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 


Έφυγε ξαφνικά χωρίς κανένα αποχαιρετισμό ο αγαπημένος φίλος της παιδικής μας ηλικίας, ο συμβολαιογράφος Σπύρος Αρβανίτης, το γλυκύτερο πλάσμα της Λευκάδας. Ήθελες να τον συναντάς στο δρόμο και να τον χαιρετάς επί μακρόν κι εκείνος να σου μιλάει για μέρες κοινής μνήμης με το βλέμμα στραμμένο πάντα με σεμνότητα προς τα κάτω.

Στην πραγματικότητα ο Σπύρος, ο δικός μας φίλος, ήταν η επιτομή της σεμνότητας. Μειλίχιος, βαθύνους, σκεπτόμενος, εξαιρετικός στην συμβολαιογραφική τέχνη, σε μάγευε με τη βαθειά του ξενάγηση σε όλα τα θέματα με τα οποία καταπιανόταν ως επαγγελματίας, ως άνθρωπος του πολιτισμού και ως φίλος της κοινής ιστορικής καταγωγής.

Υπήρξε ίσως ο μοναδικός πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου της Λευκάδας επί ημερών δημαρχίας Κώστα Δρακονταειδή, που όταν παρουσίαζε ένα έργο, ένα βιβλίο, μια παράσταση, ένα δρώμενο στο Δήμο, ήταν πάντα διαβασμένος σε βάθος και μιλούσε με εκείνο το γαλήνιο ύφος του και πάντα με τα μάτια χαμηλωμένα σα να τον θάμπωνε ο ουρανός, τα φώτα, οι κάμερες.

Τον Σπύρο τον γνώρισα από πολύ μικρή, ήταν παπαδάκι στην εκκλησία του πατέρα μου, όπου ο δικός του μακαριστός πατέρας υπηρετούσε στο επιτροπικό μας. Τον θαύμαζα γιατί ήταν μεγαλύτερος ακόμη και από τον αδελφό μου τον Αποστόλη και έπαιρνε το θυμιατό ως γνώστης και το κρατούσε με τρομερή υπερηφάνεια στη μικρή και τη μεγάλη έξοδο της Κυριακάτικης λειτουργίας. ΄’Ηταν ο εκλεκτός του πατερούλη εκεί στους Αγίους Αναργύρους σε χρόνια ανέμελα και ανεπίστρεπτα.

Μάλιστα, είχε μια ελαφρά ραιβοποδία, δηλαδή τα πέλματά του στρεφόταν προς τα μέσα, κι εγώ αυτό το θεωρούσα μια υπέροχη ιδιαιτερότητα. Και προσπαθούσα να τον αντιγράψω γιατί σκεφτόμουν πως αυτός ήταν μεγαλύτερος και μάλλον αυτό θα ήταν το σωστό περπάτημα ενός γυμνασιόπαιδου. Και μην ξεχνάς πως βιαζόμουν να μεγαλώσω τόσο πολύ, μα τόσο πολύ γι αυτό άρχισα να τον μιμούμαι. Ωσπου το ανακάλυψε η μαμά, με πήγε αμέσως στον παιδίατρο Κατσικογιάννη, ο οποίος μου εξήγησε ότι αυτή ήταν μια εξαίρεση περπατήματος και όχι το κανονικό. Και η μαμά με έβαζε μπροστά της να περπατάω επί μέρες γιά να σταματήσω να μιμούμαι το Σπύρο.

Όμως μια μέρα έτσι ξαφνικά, νεότατος έφυγε ο πατέρας του από καρδιά, εκεί πλησιάζοντας στα πενήντα του χρόνια. Πέταξε στον ουρανό και άφησε τη μητέρα του χήρα με τρία ορφανά παιδιά, τον Σπύρο, τη Μαρία και τον Παυλάκη. Ο παπα -Νίκος κυριολεκτικά συγκλονίσθηκε από αυτόν το ξανφνικό θάνατο καθώς ο κύριος Αρβανίτης ήταν από τα στελέχη του επιτροπικού του.

Σύντομα, ο Σπύρος, μαθητής του Γυμνασίου-αν δεν απατώμαι- και η μητέρα του χρειάστηκε να βρούν δουλειά για να βιοπορισθεί η ακέφαλη πλέον η οικογένεια. Ετσι ο πατέρας μου με βαρειά καρδιά τον παρεχώρησε στον παπα- Δημοσθένη στον Αγιο Νικόλαο ως επί πληρωμή νεωκόρο και η μητέρα του έγινε καθαρίστρια με υπερηφάνεια στο ναό και σε τράπεζες.

Αδειασε η εκκλησία με την αποχώρησή του απο το δικό μας ιερό. Δεν είχα πιά ένα πρότυπο να θαυμάζω, ο ψηλόλιγνος μακρινός φίλος μου μας είχε εγκαταλείψει. Αλλά πάντα έμεινε μέσα μου σαν πολύ δικός μου άνθρωπος γιατί ο πατερούλης συνέχιζε να τον αγαπάει και να τον θαυμάζει για τον παιδικό ηρωισμό του.

 Ο Σπύρος σπούδασε Νομική, επέστρεψε στη Λευκάδα, έγινε συμβολαιογράφος . Παντρεύτηκε , έκανε δύο υπέροχα παιδιά, ο γιός του ακολούθησε το δρόμο της ιεροσύνης, σαν κάτι μαγικό από την εποχή του παππού του και του δικού μου πατέρα, του παπαΝίκου , να τον έσπρωξε στην ιεροσύνη. Σήμερα, τον βλέπω στην αγορά με τα παιδάκια και τη γυναίκα του και όλο ονειρεύομαι να τον δώ μια μέρα εφημέριο στο ναό μας, εκεί στους Αγίους Αναργύρους που μεγαλώσαμε με τον πατέρα του.

Τον Σπύρο τον συναντούσα συχνά στην αγορά ή σε εκκλησιαστικές συνευρέσεις και δεν περνάει ούτε μια στιγμή που να μη θυμάμαι τις μέρες του στο ιερό του πατερούλη. Ο Σπύρος Αρβανίτης αποτέλεσε είδωλο των παιδικών μου χρόνων για εκείνη την υπεροχή του στο σχολείο, τη σεμνότητά του στη συμπεριφορά και την απόλυτη αφοσίωσή του στην πατρική του οικογένεια.

Η μητέρα του μετά τη συνταξιοδότησή της δεν έλειψε ποτέ Κυριακές ή γιορτές από την εκκλησία μας, το ίδιο και η αδελφή του η Μαρία. Και ο Παυλάκης, συμμαθητής του Αποστόλη, είναι συχνός επισκέπτης της Λευκάδας, πιό κοσμικός και απόμακρος, αλλά δικός μας άνθρωπος.

Δύσκολος αυτός ο αποχαιρετισμός,πικρός, τετελεσμένος . Νιώθω σχεδόν σα νάφυγε μέλος της οικογένειάς μας καθώς μια τεράστια σκιά απλώθηκε στη Λευκάδα με το αιφνίδιο φτερούγισμα του Σπύρου στα ουράνια. Η απουσία του θα είναι για μένα ένα μεγάλο σύννεφο που θα καλύπτει τα εναπομείναντα της ζωής μου καλοκαίρια.

Καλο ταξίδι εκεί που πας , να πάρεις χαιρετίσματα σε όλους και προπάντων να πεις στην Πεταλούδα μου πως δεν περνάει μέρα χωρίς να την αναπολήσω.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω ότι ο Σπύρος, έκανε ένα υπέροχο επικήδειο κατά την ιερατική κηδεία του παπα Νίκου που υπήρξε  και δικός του πνευματικός καθοδηγητής. Αντιγράφω:

«Ως οικογενειάρχης -το άφησα τελευταίο- ο εκλιπών ανέδειξε μιαν άριστη οικογένεια. Απέκτησε με την πρεσβυτέρα Μαρία τρία παιδιά που ευτύχησε να τα δει αναγνωρισμένους, διαπρεπείς επιστήμονες και χρηστούς ανθρώπους, πραγματικά κοσμήματα της κοινωνίας μας, τον Αποστόλη, την Ιουστίνη και το στερνοπαίδι του, την ατυχή -φευ- Κωνσταντίνα, το νήμα της ζωής της οποίας τόσο πρόωρα κόπηκε, προξενώντας του πόνο αφόρητο και οδύνη ανείπωτη, όπως ανείπωτη θλίψη του προξένησε και η αποδημία της πρεσβυτέρας Μαρίας που επακολούθησε, δυστυχίες, που όμως τις υπέμεινε αγόγγυστα, με αληθή ιώβειο υπομονή, εγκαρτέρηση και δύναμη, την οποία αντλούσε από Τον νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχοντα.»

 

 



Friday, June 27, 2025

Το Βραβείο ΑΘΗΝΑ της έκθεσης HERMES EXPO στην Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη-



Το βραβείο ΑΘΗΝΑ απονεμήθηκε στις 25 Ιουνίου στη δημοσιογράφο-συγγραφέα και πρόεδρο του Λυκείου των Ελληνίδων Μοντρεάλ από τον ιδρυτή της έκθεσης HERMES EXPO Παύλο Κοτρότσιο και την πρόεδρο της εν λόγω έκθεσης, Αφροδίτη Κοτρότσιου.

Η Συγγραφέας και Πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Μόντρεαλ, Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη βραβεύθηκε για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και την ενδυνάμωση των Ελληνίδων γυναικών, καθώς και για την προσφορά της στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό μέσα από τα βιβλία της και τις δράσεις της ως προέδρου του ΛΕΜ στον Καναδά.

 Πρόκειται για την πρώτη προσωπικότητα της Ελληνοκαναδικής Διασποράς που βραβεύεται στην έκθεση HERMES EXPO. Όπως σημείωσε η Ιουστίνη Φραγκούλη:

 “Το βραβείο της ΑΘΗΝΑΣ που δόθηκε για πρώτη φορά σε άτομο της Ελληνοκαναδικής Ομογένειας, προσφέροντάς μου την ευκαιρία να εκπροσωπήσω έτσι τον Ελληνισμό του Καναδά, μου επιθέτει την βαρειά πολιτική ευθύνη για την ανάδειξη του Ελληνισμού της  δεύτερης πατρίδας μου.

Ο Ελληνισμός της Καναδικής Διασποράς είναι δυναμικός, είναι άξιος, είναι ένα σπουδαίο κομμάτι της Βορειοαμερικάνικης Ομογέενιας και με υπερηφάνεια παλεύει επί δύο και πλέον αιώνες να κρατήσει ζωντανή την πίστη και την αφοσίωσή του στα ελληνικά ιδεώδη και την Ορθοδόξη πίστη και λατρεία.

 Εύχομαι αυτή η βράβευση να αποτελέσει αφορμή μεγαλύτερης και στενότερης επαφής και αλληλεπίδρασης μεταξύ της Ελληνοκαναδικής και Ελληνοαμαερικάνικης ομογένειας σε καιρούς χαλεπούς, που βάλλεται η ταυτότητά μας!»

 Βιογραφικό σημείωμα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη γεννήθηκε στη μαγευτική Λευκάδα το 1959, μεγαλώνοντας ανάμεσα σε λέξεις, όνειρα και το ιώδιο του Ιονίου. Από νωρίς έδειξε πάθος για τη γραφή και τις κοινωνικές επιστήμες, κάτι που την οδήγησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε με ειδίκευση στις Πολιτικές Επιστήμες.

Το δημοσιογραφικό της ταξίδι ξεκίνησε με δυναμισμό στην Ελλάδα, με συνεργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ αργότερα άφησε το στίγμα της και στην ΕΡΤ, φέρνοντας στο κοινό ομογενειακές ειδήσεις με ευαισθησία και αμεσότητα. Το 1989 εγκαταστάθηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά, κρατώντας ζωντανή τη φωνή του ελληνισμού της διασποράς μέσα από τη θέση της ως ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, ελληνοκαναδικών μέσων ενημέρωσης  και του Εθνικού Κήρυκα.

Η Ιουστίνη δεν είναι απλώς δημοσιογράφος· είναι και αφηγήτρια της ζωής επώνυμων ανθρώπων μέσα από τις βιογραφίες της ή ανώνυμων προσώπων μέσα από τα μυθιστορήματά της. Τα βιβλία της—είτε πρόκειται για βιογραφίες είτε για μυθιστορήματα εμπνευσμένα από αληθινές ιστορίες—αντικατοπτρίζουν την ανθρώπινη εμπειρία με στοχαστικότητα και ευαισθησία. Από τη ζωή του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα μέχρι τις συγκλονιστικές αφηγήσεις των Ελλήνων της διασποράς, κάθε της έργο είναι μια γέφυρα ανάμεσα στους κόσμους της, αυτόν της Λευκάδας, της Αθήνας, του Μοντρεάλ και της Νέας Υόρκης.

Η Ιουστίνη δεν λέει απλώς ιστορίες· τις ζει, τις υψώνει και τις μετατρέπει σε πυξίδα για τον ελληνισμό της διασποράς. Με κάθε λέξη και κάθε της δράση, ενώνει πατρίδες, γενιές και ψυχές.

Τα 18 βιβλία τα οποία έχει γράψει και έχουν εκδοθεί στα ελληνικά και τα αγγλικά αποτελούν τον αναβατήρα της πολυποίκιλης και πολυδιάστατης προσωπικότητάς της.

Παράλληλα, υπήρξε και κοινωνική πρωτοπόρος. Από το 2017 προεδρεύει στο Λύκειο των Ελληνίδων Μόντρεαλ, δίνοντας φωνή και χώρο στη γυναικεία δημιουργικότητα και προσφορά της παροικίας του Μοντρεάλ. Ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από τη δημιουργία του Γλυπτού του Έλληνα Μετανάστη στο Κεμπέκ—μια αιώνια υπενθύμιση των αγώνων και των ονείρων εκείνων που ξεκίνησαν από την Ελλάδα και ρίζωσαν στη Βόρεια Αμερική.

Παράλληλα πρωτοστατεί στις ερανικές προσπάθειες για το Doveegene Project, μια πρωτοποριακή ιατρική έρευνα της Δρος Lucy Gilbert για την έγκαιρη πρόληψη του κακρίνου των ωοθηκών.

Εχει τιμηθεί από το Δήμο του Μοντρεάλ με υπογραφή στο επίσημο βιβλίο του το 2011, με το βραβείο της θεάς Αθηνάς από την Ελληνική Κοινότητα Μείζονος Μοντρεάλ (ΕΚΜΜ) , έχει αναδειχθεί Ελληνίδα της Χρονιάς από την ΕΚΜΜ το 2018, πήρε το βραβείο του Πλατινένιου Ιωβηλαίου της Βασίλισσας Ελισάβετ το 2022 και το 2025 έλαβε το μετάλλειο του Βασιλέως Καρόλου του ΙΙΙ από την Καναδική κυβέρνηση.

Το βραβείο ΑΘΗΝΑ της έκθεσης HERMES EXPO προστέθηκε στις 25 Ιουνίου στη φαρέτρα της αναγνώρισης της προσφοράς της στην Ελληνική Ομογένεια της Βόρειας Αμερικής.

 



















Thursday, June 26, 2025

Δυναμική συμμετοχή επιχειρήσεων και απονομή βραβείων στην 34η Έκθεση HERMES EXPO



 Δυναμική συμμετοχή επιχειρήσεων και απονομή βραβείων στην 34η Έκθεση HERMES EXPO

Η 34η Ετήσια Hermes Expo πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025, στο Grand Marquis στο Old Bridge, New Jersey, αποτελώντας μια κορυφαία πλατφόρμα για επιχειρηματική ανάπτυξη και δικτύωση ανάμεσα σε ελληνικές, ελληνοαμερικάνικες και αμερικάνικες επιχειρήσεις.

Η έκθεση, που ιδρύθηκε από τον Παύλο Κοτρότσιο και συνεχίζεται από τον ίδιο σε συνεργασία με την κόρη του Αφροδίτη Κοτρότσιου,  συγκεντρώνει επαγγελματίες από διάφορους κλάδους—από τρόφιμα και ποτά μέχρι τεχνολογία, υγειονομική περίθαλψη, τουρισμό και χρηματοοικονομικά—και προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες για συνεργασίες, προβολή προϊόντων και ανταλλαγή ιδεών. Παράλληλα, προωθεί τις ελληνικές αξίες και την επιχειρηματικότητα της ομογένειας στις ΗΠΑ.

Η έκθεση έχει ως δυνατό σημείο της τη συμμετοχή ηγετών από τον επιχειρηματικό, πολιτικό και πολιτιστικό χώρο, ενώ φέτος κεντρικοί ομιλητές ήταν μεταξύ άλλων:

 Phil KafarakisΠρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της International Foodservice Manufacturers Association.

Δρ. Κυριάκος Ποζρικίδης – Γενικός Διευθυντής της ΔΕΘ-Hellexpo.

Michael Bolos – Διευθύνων Σύμβουλος της Thunderbird LLC, με ομιλία για την αναβίωση της αμερικανικής βιομηχανίας και την επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης.

Η διοργάνωση συνήθως τιμά προσωπικότητες και επιχειρήσεις που ξεχωρίζουν για τη συμβολή τους στην επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και την ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Φέτος παρούσης της Γενικής προξένου Ιφιγένειας Καναρά  τιμήθηκαν οι κάτωθι:

            Πρέσβης Γεώργιος Τσούνης – Πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα,   αναγνωρίστηκε για την ενίσχυση των σχέσεων ΗΠΑ-Ελλάδας.

 

Ιουστίνη Φραγκούλη – Συγγραφέας και Πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Μόντρεαλ, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και την ενδυνάμωσης των Ελληνίδων γυναικών, καθώς και για την προσφορά της στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό μέσα από τα βιβλία της και τις δράσεις της ως προέδρου του ΛΕΜ.

Ιρίνα Καπετανάκη – Επιχειρηματίας και δικαιοδόχος του Rumble Boxing, τιμήθηκε για την ενδυνάμωση των γυναικών στον επιχειρηματικό χώρο.

Άλεκ Οικονομάκης – Ύπατος Πρόεδρος των Sons of Pericles, για την καθοδήγηση της ελληνικο-αμερικανικής νεολαίας.

Νίκος Πασχάλης – Συνιδρυτής του AVRA Estiatorio, για την ανάδειξη της ελληνικής κουζίνας σε διεθνές επίπεδο.

Γιώργος Αθανασόπουλος – Πρόεδρος Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Αγίου Γεωργίου, για την ηγεσία του στην κοινότητα.

Δρ. Γεώργιος Τσιούλιας – Χειρουργός-Ογκολόγος στο Mount Sinai, για τις καινοτομίες του στην αντικαρκινική θεραπεία.

Μιχαήλ Παπαφώτης – Επαγγελματίας Πληροφορικής και ηγετικό στέλεχος της AHEPA, για την πολυετή προσφορά του στην ομογένεια.

Κάρολος Καπετανάκης, Δικηγόρος – Πρόεδρος των Ελληνοκλασικών Charter σχολείων, για την αφοσίωσή του στην παιδεία και τον ελληνικό πολιτισμό.

Τιμήθηκαν επίσης οι Δρ. Ηλίας Ηλιάδης, Έρνι Αναστός, Φώτης Φαρμάκης, Δρ. Γεώργιος Ντάγκας, Γιώργος Σιαμπούλης, Τζένη Τσαντίλα, M.Ed. και Δρ. Νικολάι Μάρκοβ για τις επιτυχίες τους στους τομείς της ιατρικής, των μέσων ενημέρωσης, των επιχειρήσεων και της εκπαίδευσης.

Σημειωτέον ότι η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη είναι η πρώτη προσωπικότητα της Καναδικής Διασποράς που τιμάται στην HERMES EXPO, γι αυτό και σημείωσε : “Το βραβείο της ΑΘΗΝΑΣ που δόθηκε για πρώτη φορά σε άτομο της Ελληνοκαναδικής Ομογένειας, προσφέροντάς μου την ευκαιρία να εκπροσωπήσω έτσι τον Ελληνισμό του Καναδά, μου επιθέτει την βαρειά πολιτική ευθύνη για την ανάδειξη του Ελληνισμού της  δεύτερης πατρίδας μου.

Ο Ελληνισμός της Καναδικής Διασποράς είναι δυναμικός, είναι άξιος, είναι ένα σπουδαίο κομμάτι της Βορειοαμερικάνικης Ομογέενιας και με υπερηφάνεια παλεύει επί δύο και πλέον αιώνες να κρατήσει ζωντανή την πίστη και την αφοσίωσή του στα ελληνικά ιδεώδη και την Ορθοδόξη πίστη και λατρεία.

 Εύχομαι αυτή η βράβευση να αποτελέσει αφορμή μεγαλύτερης και στενότερης επαφής και αλληλεπίδρασης μεταξύ της Ελληνοκαναδικής και Ελληνοαμαερικάνικης ομογένειας σε καιρούς χαλεπούς, που βάλλεται η ταυτότητά μας!»