Αφιερωμένο εξαιρετικά στην ηγουμένη Πορφυρία
Καθώς η χρονιά μετράει
τις τελευταίες ώρες της, σκέφτομαι να μην κάνω απολογισμό. Γιατί πιστεύω ότι
μέσα μου είχα ισοσκελισμένα έσοδα έξοδα ζωής.
Θα σταθώ στο ζήτημα που
με απασχολεί περισσότερο , στο ζήτημα του Θεού. Οταν ο πατερούλης μου έδειχνε
πριν ακόμη πάω στο σχολείο τον Αδάμ, την Εύα και τον Οφι στην εικόνα της πίσω
εισόδου του ναού μας, όταν σπατάλαγε ατέλειωτες ώρες να μου αφηγάται τη
δημιουργία του κόσμου σε εφτά μέρες της αιωνιότητας, παρότι ήμουν λιλιπούτεια ,
αντιαμαβανόμουν ότι αυτή δεν ήταν παρά η μυθολογία της θρησκείας μας.
Μεγάλωσα λοιπόν χωρίς
ερωτήσεις, αποδεχόμενη όσα οι υπέροχοι
εκκλησιαστικοί άνδρες της ύπαρξής μου με δίδαξαν (παππούς Παπα-Κώστας, θείος
παπα-Νίκος, πατερούλης) και ωρίμασα πυρπολημένη απο μια αγάπη ανιδιοτελή που
δεν σκορπίζονταν μόνο μέσα στο σπίτι μου, αλλά σε ολάκερη τη γειτονιά ή μάλλον
σε όλο το νησί κι ακόμη παραέξω.
Αυτή η χριστιανική αγάπη
που είχε άγγιγμα, που είχε λόγια παρηγορίας, που είχε ατέλειωτη προσφορά με
σημάδεψε για πάντα. Μπήκε στο αίμα μου, κυλοφόρησε , έγινε μέρος του σώματος
και του μυαλού μου.
Οταν μας χτύπησε ο
ξαφνικός θάνατος της Κωνσταντίνας μας, τότε σωριάστηκαν όλα μέσα μου. Εγιναν
θρύψαλλα οι κουβέντες περί δικαιοσύνης, περί αγάπης, περί μεγαλοσύνης του Θεού.
Κι έγινε ο Θεός η πιό κατάφωρη απόδειξη
της αδικίας, της ανισότητας, της επιλεκτικής μεταχείρισης των ανθρώπων.
Ετσι έχασα το Θεό μου
και φούντωσε μέσα μου ο θυμός για όσα ακυρώθηκαν μέσα μου. Κι έγινε ο Θεός της
Ελληνορθόδοξης λατρείας, μόνο Θεός τους, ένας άγνωστος υπεράνθρωπος που αν
τελικά υπήρχε, ήταν απλά ένας αδιάφορος παρακολουθητής των γεγονότων.
Πολλές φορές σκέφθηκα
πόσο απλοϊκή ήταν αυτή η απόρριψη, πόσο
ανέντιμη απέναντι στην ιστορία μου. Αλλά το πάθος της εκδίκησης για όσα διέψευσε
ο Θεός τους ήταν μεγαλύτερο απο τη λογική, νικούσε την αρετή τη σοφίας. Ο Θεός
σίγουρα δεν ήταν το δίκαιο πνεύμα που έκτισε τον κόσμο, που έπλασε τον άνθρωπο
απο χώμα, που έδωσε σάρκα και οστά στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως με
δίδασκε ο πατερούλης τις νύχτες πριν να κοιμηθώ στο παιδικό μου κρεβατάκι.
Ετσι για μια δεκαετία έζησα
χωρίς Θεό, σχεδόν ελεύθερη απο τις δεσμευτικές φόρμες που είχαν διεισδύσει στην
ζωή μου ως κανόνες της Εκκλησιαστικής ζωής και της Ορθοδοξίας. Και όντας
αποδεσμευμένη απο τα πρέπει και τα μη, είχα την ευκαιρία να διεισδύσω σε βάθος
στα λόγια των Πατέρων, ανακαλύπτοντας τον βαθύ ουμανισμό της Χριστιανικής
θρησκείας που είναι μεγαλύτερος απο δόγματα , είδωλα και ανθρώπους.
Ετσι ξαναγεννήθηκε μέσα
μου ένας απόλυτος σεβασμός για την Ορθοδοξία, που διέσωσε την αρχαιοελληνική
γραμματεία προσθέτοντας περισσότερα κλειδιά για το άνοιγμα της υπαρξιακής
αναζήτησης. Ετσι η υπαρξιακή αναζήτηση έγινε σχεδόν χαρά κι όχι ο αμέτρητος
πόνος. Η άβυσσος που είχε ξανοιχτεί μπροστά μου μετατράπηκε σε ένα γαλάζιο
πέλαγος όπου αρμενίζω όποτε θέλω με τα πανιά της ανάγνωσης και εμβάθυνσης στα
υπέροχα, μοναδικά κείμενα των Αγίων Πατέρων.
Επίσης, όντας μακριά απο
το αποστειρωμένο περιβάλλον των κανόνων, έμαθα να επιλέγω τη στάση μου στα
μεγάλα κοινωνικά ζητήματα (έρωτας, γάμος, ελεύθερη συμβίωση, ομοφιλοφυλία) μέσα
απο ένα πρίσμα πολιτικής λογικής και εκκλησιαστικής γνώσης. Αυτή είναι η
μεγαλύτερη προσωπική μου κατάκτηση καθώς θεωρώ ότι έχοντας δημόσιο λόγο, οφείλω
να παρουσιάζω το απόσταγμα της δικής μου επειρίας στα μεγάλα και αντικρουόμενα
αγκάθια του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Κλείνοντας θάθελα επίσης
να τονίσω ότι όλη αυτή η φιλοσοφία της προσφοράς που ζυμώθηκε μέσα μου απο το
εκκλησιαστικό περιβάλλον της παιδικής μου ηλικίας παίρνει σάρκα και οστά στις
διάφορες μορφές της καθημερινότητάς μου.
Νιώθω ευλογημένη, σχεδόν
νικήτρια απέναντι στις συνθήκες που με τσαλάκωσαν και με ποδοπάτησαν επι δέκα
συνεχή χρόνια. Και αισθάνομαι μεγάλη τύχη που έχω συναντήσει σπουδαίους
θεολογικούς νόες, όπως τον αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα και άλλους ,με τους οποίους
εντελώς απαγκυλωτικά συζήτησα την ματαίωση, την απόρριψη, τη φοβία για το
αύριο.
Καλή Χρονιά, Ευλογημένη!