Σήμερα είναι μέρα χαράς
και ευφροσύνης για μένα. Μετά απο πολλά πολλά χρόνια μίλησα με ένα αγαπημένο
της ζωής μου πλάσμα, την παιδική μου φίλη Ευαγγελία Βλάχου, πεφωτισμένη
ηγουμένισσα Πορφυρία σήμερα.
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο
για αρκετή ώρα επαναφέροντας στη μνήμη μέρες υπέροχες της γειτονιάς μας στη
Λευκάδα. Εκεί και τότε που όλα χτίσθηκαν μέσα μας και μεγάλωσαν φτιάχοντάς μας
αυτές που είμαστε σήμερα.
Η Ευαγγελία ήταν το πιό
σεμνό και ήσυχο παιδί της γειτονιάς. Ηταν κυρία απο τα γεννοφάσκια της. Εμενε
στην κορυφή της γειτονιάς σε ένα υπέροχο σπίτι που είχε μπαλκόνι στην αγορά
αλλά και στο πίσω στενό. Ο πατέρας της Σπύρος Βλάχος διατηρούσε μπακάλικο στην
αγορά και η μητέρα της Νίκη Χαρίτου προερχόταν απο το χωριό του πατέρα μου, την
Εγκλουβή.
Ετσι είχαμε σφιχτοδεθεί
ως οικογένεια καθώς η μαμά μου έλεγε ότι όταν πήγε νύφη στο χωριό, οι κόρες του
Χαρίτου ήταν οι αριστοκράτισσες της περιοχής. Λεπτές, κομψές, με αιθέρια
επιδερμίδα, οι αδελφές Χαρίτου αποτελούσαν λατρεμένα των γονιών μας πρόσωπα
έτσι όπως έτυχε η Νίκη να κατοικεί με την οικογένειά της στην γειτονιά μας και
η λεπτοδίνικη Μαίρη να επισκέπτεται συχνά το σπίτι της.
Η Ευαγγελία ήταν η
δεύτερη κόρη της οικογένειας Βλάχου, η πρώτη ονόματι Χρυσούλα ήταν αρκετά
μεγαλύτερη και γι αυτό κάπως απόμακρη απο τα παιχνίδια μας. Η Ευαγγελία ήταν
ένα χρόνο μεγαλύτερη απο μένα κι ένα χρόνο μικρότερη απο την έτερη γειτόνισσα
Τουλίτσα Κατωπόδη (Ρόλλια), που έμενε ακριβώς απέναντί της. Η «δεσπονίς Τουτού»,
όπως την αποκαλούσε ο πατερούλης μου, ήταν η καθημερινή σύντροφος των
παιχνιδιών μου.
Αλλά η μεγάλη μας αγάπη
(ίσως γιατί με το το μειλίχιο υφος της μας καθησύχαζε και μας ηρεμούσε) ήταν η
Ευαγγελία. Ευαγγελία ολάκερο και σκέτο, όπως το ακούτε, ούτε Λίτσα ούτε Λιλή
που ήταν της εποχής και της μόδας.
Η Τουλίτσα (Τούλα απο το
Δημητρούλα) είχε μεγάλη αδυναμία στην Ευαγγελία. Ισως επειδή ήταν μικρότερή της
μόνο κατά ένα χρόνο και έτσι έσπαζε εκείνη την περιφρονητική διαφορά που είχε
μαζί μου και ήταν δύο χρόνια.
Η Ευαγγελία όμως δεν
ήταν αυτονόητο μέρος της συντροφιάς μας. Επρεπε να χτυπήσουμε το ρόπτρο της
αρχοντικής πόρτας της και να περιμένουμε απάντηση. Εκείνη έβγαινε στο μπαλκονι
σαν μικρή κυρία και μας έλεγε ότι θα μας απαντούσε σε μισή ώρα. Εμείς σε μισή
ώρα ξαναχτυπουσαμε το ρόπτρο ακίνητες και προσμονούσες το ναι της φίλης μας. Τις
περισσότερες φορές η Ευαγγελία δεν μας συντρόφευε στα παιχνίδια μας γιατί είχα
την αίσθηση πως μας αντιλαμβανόταν κάπως ανώριμες μπροστά στην δική της
ανεπτυγμένη ωριμότητα.
Η Τουλίτσα τόπαιρνε
κατάκαρδα αλλά εγώ καλούσα και τα αγόρια της γειτονιάς και το γυρίζαμε
κατευθείαν σε κρυφτό ή κυνηγητό. Και παρηγορούσα την Τούλα πως θα ερχόταν άλλη
μέρα. Και την άλλη μέρα που τελικά μας έκανε παρέα στο παιχνίδι, εγώ τους έλεγα
ότι θα διάλεγα το ρόλο της πριγκίπισσας κι εκείνες όποιον άλλο ρόλο των
παραμυθιών ήθελαν.
Μια χρονιά αποφασίσαμε
να πούμε τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα εμείς οι τρείς κυρίες. Η Ευαγγελία
ντρεπόταν να χτυπάμε της πόρτες και να ακούμε «μας τα είπανε», αλλά η Τουλίτσα
κι εγώ επιμέναμε κι έτσι αποτολμήσαμε τη μεγάλη κάθοδο των Καλάντων. Βεβαίως,
οι άνθρωποι δεν πολύ ευγενικοί εκείνα τα χρόνια και μας απόπαιρναν, αλλά εμείς
με δακρυσμένες τις καρδούλες συνεχίζαμε την κάθοδό μας.
Θυμάμαι ότι μαζέψαμε το
ποσόν των 7,5 δραχμών, περίπου μια μικρή περιουσία το 1968 και τότε έπεσε το
δίλημμα τι θα κάνουμε τα λεφτά. Η Ευαγγελία είπε να αγοράσουμε μια μεγάλη
τρομπέτα για να είμαστε πιό εξοπλισμένες την επόμενη χρονιά για τα κάλαντα.
Ομως η καλή τρομπέτα κόστιζε 30 ολόκληρες δραχμές.Η Τουλίτσα όμως κι εγώ την
πείσαμε να ξοδέψουμε τα λεφτά σε πιό μικρά πράγματα. Ετσι την σύραμε
κυριολεκτικά στον Δελλαπόρτα, όπου αγοράσαμε μια τρομπετίτσα μικρή του
δίφραγκου, ένα τόπι σαν της Λόλας κι ένα μικρό κουκλάκι επίσης του δίφραγκου.
Η Ευαγγελία στο γυμνάσιο
εμφανιζόταν όλο και λιγότερο στη γειτονιά για παιχνίδι. Ηταν αποσυρμένη στα
σοβαρά διαβάσματά της εν αντιθέσει με την Τουλίτσα κι εμένα που αναλωνόμασταν
στο σχοινάκι, τις ρακέτες, τα κρυφτά και τα κυνηγητά με τα αγόρια της
γειτονιάς.
Αργότερα εκείνη πέρασε
στη Νομική Θεσσαλονίκης κι έτσι χαθήκαμε για τα καλά. Η Τουλίτσα παντρεύτηκε
στα 18 κι έφυγε επίσης, η δική μου ζωή είχε επίκεντρο την Αθήνα. Ετσι
βλεπόμασσταν σπάνια τα καλοκαίρια ανταλλάσσοντας φευγαλέους χαιρετισμούς.
Μια μέρα, όταν ήδη είχα
εγκαταλείψει την Ελλάδα, η μαμά μου ανακοίνωσε ότι η παιδική μου φιλη η
Ευαγγελία είχε γίνει μοναχή. Μοναχή σε γυναικείο μοναστήρι στη Δράμα υπό το
μοναστικό όνομα Πορφυρία. Θύμωσα πολύ μαζί της, φούντωσα που εγκατέλειψε τα
εγκόσμια ενώ θα μπορούσε να προσφέρει με τη γνώση , τη σοφία και τη
μειλιχιότητά της τα βέλτιστα στους συμπολίτες της.
Την συνάντησα τυχαία
στον τόπο των νεκρών στη Λευκάδα σε κάποιο απο τα μνημόσυνα της Πεταλούδας μας
ένα χάρτινο Σεπέμβρη. Και η καρδιά μου φτερούγισε που την είδα ευτυχισμένη στο
μοναστικό της ένδυμα. Μιλήσαμε πολύ αλλά είπαμε λίγα. Τα άδηλα, τα κρύφια, τα
μύχια μας περιμένουν στην επόμενη συνάντηση στον τόπο που διάλεξε ως καταφύγιο
και ως ορμητήριο της νέας της ζωής.
Μαθαίνω απο τους γύρω
μου πως η ηγουμένη Πορφυρία είναι μια πεφωτισμένη ψυχή, ενα πλάσμα που
προσφέρει παραμυθία και παρηγορία στους βασανισμένους ανθρώπους. Ωσπου να την
ξαναβρώ και να τα πούμε εις βάθος χρόνου και ψυχής την ασπάζομαι.
Και προσμονώ την μεγάλη
μας επανασυγκόλληση, που άργησε πολύ. Αλλά θα είναι παντοτινή γιατί είμαστε καμωμένες
απο χώμα και ύδωρ Λευκάδας.
Αγαπημένη μου Ευαγγελία,
Ηγουμένη Προφυρία σ’ αγαπώ. Θέλεις να γίνουμε φίλες;
Η Πριγκίπισσα Ιουστίνη
No comments:
Post a Comment