ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Wednesday, October 22, 2025

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια ταξιδεύει τώρα ο Διονύσης Σαββόπουλος

 


Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια ταξιδεύει τώρα ο Διονύσης Σαββόπουλος

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ήταν ένα απόγευμα στην Αθήνα, στο σπίτι του ξαδέλφου μου του Κώστα Κακαβούλη (Κωτσομότσου), όταν άκουσα για πρώτη φορά το «Φορτηγό». Θα ήταν 7 χρόνια αφότου κυκλοφόρησε ο δίσκος (1966) κι εγώ θα ήμουν τότε στην αρχή της εφηβείας μου (1973). Από το Βιετνάμ, μέχρι τα Κορίτσια, μέχρι τη Συννεφούλα, μέχρι το Μη μιλάς άλλο γι αγάπη, ήρθαν τα τραγούδια και φώλιασαν στο μυαλό και την καρδιά μου. Για μένα το επαρχιωτάκι, ήταν μια αποκάλυψη στην Αθήνα αυτή η μουσική πρόταση που έμελλε να με ακολουθήσει σε όλη τη ζωή μου. Η φωνή του Σαββόπουλου έμοιαζε να βγαίνει από κάποιο υπόγειο της ψυχής, εκεί όπου η ιστορία, η ποίηση και η αμφισβήτηση σμίγουν. Οι στίχοι του δεν ήταν απλά  λόγια με συνθήματα· μιλούσαν. Και μιλούσαν σε μένα.

Από εκείνη τη στιγμή, τον ακολούθησα με μια βαθειά θρησκευτικότητα, με μια απίστευτη προσήλωση. Ειχε γίνει ο προφήτης μου. Κάθε δίσκος του ήταν ένα κεφάλαιο στο προσωπικό εικονοστάσι των βιωμάτων μου. «Το Περιβόλι του Τρελού», «Η Ρεζέρβα», «Βρώμικο Ψωμί», «Τα Τραπεζάκια Έξω» — δεν ήταν απλώς μουσικά έργα· ήταν πνευματικά τοπία, όπου η Ελλάδα συναντούσε τον εαυτό της, άλλοτε με θυμό, άλλοτε με τρυφερότητα, πάντα με φόντο την άκαμπτη πραγματικότητα, που μπορούσε να είναι τα πάντα (τρύγος, θέρος, πόλεμος, ειρήνη).

Ο Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ απλώς τραγουδοποιός. Ήταν ο μύστης μιας εποχής που πάλευε να βρει το νόημά της. Με λόγο που έσταζε φιλοσοφία, ειρωνεία και αγάπη για τον τόπο, με λατρεία αλλά και με βλασφημία ενίοτε μας έμαθε να ακούμε πίσω από τις λέξεις. Να διαβάζουμε την Ιστορία μέσα από το τραγούδι. Να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τον μύθο.

Στις συναυλίες του ή στις μπουάτ όπου είχα την ευτυχία να παρακολουθήσω ζωντανά τη μουσική του όταν πηγαινοερχόμουν στην Ελλάδα ένιωθα πως η πατρίδα μου ήταν εκεί: Όχι η γεωγραφική· η υπαρξιακή. Η Ελλάδα του Καραγκιόζη και του Καζαντζάκη, του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, του χωριού και της πόλης, του παλιού και του καινούργιου. Κι εκείνος, με το μυωπικό βλέμμα του πίσω από τα χοντρά γυαλιά του έμοιαζε να μας καθοδηγεί σε μια εσωτερικότητα που δεν ήταν μόνο της στιγμής αλλά της διαχρονικότητας.

Ο Σαββόπουλος σημάδεψε τη γενιά μας γιατί δεν μας χάιδεψε. Μας προκάλεσε. Μας έβαλε να σκεφτούμε, να θυμώσουμε, να αγαπήσουμε. Και πάνω απ’ όλα, να τραγουδήσουμε. Όχι για να ξεχάσουμε, αλλά για να θυμόμαστε.

Θα γράψω για μερικά από τα τραγούδια του που πάνω τον εαυτό μου να τα σιγοτραγουδάω μέχρι σήμερα σε έκείνο το άβατο κομμάτι του μυαλού μου, όταν σιγούν οι σκέψεις μου:

«Είδα την Άννα κάποτε»

Ένα τραγούδι-εικόνα, μια εσωτερική κινηματογραφική σκηνή. Η Άννα δεν είναι απλώς πρόσωπο· είναι σύμβολο της χαμένης αθωότητας, της εφηβικής λαχτάρας, της πολιτικής αφύπνισης. Ο Σαββόπουλος την είδε «κάποτε» — κι εμείς την βλέπουμε πάντα, σαν φάντασμα μιας εποχής που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο με βλέμματα και πορείες. Το τραγούδι αυτό με έκανε να καταλάβω πως η μνήμη δεν είναι παρελθόν· είναι παρόν που επιμένει.

 «Βρώμικο Ψωμί»

Από τα πιο σπαρακτικά του έργα. Ένα τραγούδι που δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μιλά για την Ελλάδα της παρακμής, της διαφθοράς, της απελπισίας. Όμως μέσα από τη βρωμιά, αναδύεται η ανάγκη για κάθαρση. Το άκουσα σε μια περίοδο που όλα γύρω μου έμοιαζαν να καταρρέουν. Και όμως, η φωνή του Σαββόπουλου με κράτησε όρθια. Το «βρώμικο ψωμί» είναι η αλήθεια που πρέπει να φάμε για να ζήσουμε.

«Για τα παιδιά που χάθηκαν»

Ένα παραμύθι για τους χαμένους. Για εκείνους που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν, να αγαπήσουν, να σωθούν. Οι στίχοι του μιλούν για παιδιά που χάθηκαν «στο στοιχειωμένο δάσος», «στου δράκου το πηγάδι», «στις αγορές της Αφρικής» — μια παγκόσμια Ωδή στους αδικημένους, στους ξεχασμένους, στους αόρατους. Το τραγούδι αυτό με συγκλόνισε. Με έκανε να δω τον κόσμο αλλιώς. Να νιώσω πως η τέχνη μπορεί να είναι μνημόσυνο και προσευχή.

Κωλλοέλληνες

Δεν είναι εύκολο να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη όταν ο καθρέφτης είναι σπασμένος. Ο Σαββόπουλος, με το τραγούδι «Κωλοέλληνες», δεν μας χάρισε έναν ύμνο· μας πέταξε έναν καθρέφτη στα μούτρα. Και μας έβαλε ωμά χωρίς οίκτο να κοιταχτούμε με τον προβολέα στραμμένο στη συλλογική μας πραγματικότητα.

Οι στίχοι του είναι ωμοί, σχεδόν βλάσφημοι. Μιλούν για «κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων», για «μαλλιαρούς Ελλαδίτες» και «θλιβερές πορδές». Δεν είναι απλώς σάτιρα· είναι κραυγή. Μια κραυγή που βγαίνει από τα σπλάχνα ενός ανθρώπου που αγάπησε βαθιά την Ελλάδα — και γι’ αυτό την κατηγορεί. Γιατί μόνο όποιος αγαπά, μπορεί να πονά τόσο.

Το «Κωλοέλληνες» είναι ένα τραγούδι-καθαρτήριο. Δεν τραγουδιέται· είναι άυπνο εγερτήριο σε στρατώνα. Είναι η στιγμή που ο καλλιτέχνης γίνεται μάντης, και η μουσική γίνεται μαστίγιο. Όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να αφυπνίσει.

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια

Η συνεργασία του Διονύση Σαββόπουλου με τη Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε μια από τις πιο συγκλονιστικές και ιστορικές συναντήσεις στην ελληνική μουσική. Δύο κόσμοι φαινομενικά ασύμβατοι — η ρεμπέτικη ψυχή της Μπέλλου και η πολιτικοποιημένη, ποιητική φωνή του Σαββόπουλου — ενώθηκαν στο τραγούδι «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» το 1972, εν μέσω δικτατορίας.

Η συνεργασία τους δεν ήταν μόνο μουσική. Ήταν μια πράξη αντίστασης, μια γέφυρα ανάμεσα στις γενιές, μια υπενθύμιση πως η τέχνη μπορεί να μιλήσει εκεί που η Ιστορία σωπαίνει. Ο Σαββόπουλος, με τον λόγο του που έσταζε μνήμη και ειρωνεία, και η Μπέλλου, με την φωνή της που κουβαλούσε τον πόνο και την περηφάνια του λαού, έφτιαξαν μαζί ένα τραγούδι που δεν είναι απλώς διαχρονικό· είναι διαχρονισμός.

Θα μπορούσα να γράφω για ώρες, για κάθε τραγούδι του Διονύση, που έχει καθίσει στη μνήμη και την βιωτή μου, αποτελώντας μέρος της προσωπικής μου ανάπτυξης και καλλιέργειας.  Κάθε φορά που ακούω το «Φορτηγό» όμως -και το ακούω συχνά-, επιστρέφω σ’ εκείνο το απόγευμα στην Αθήνα. Στο σπίτι του ξαδέλφου μου του Κώστα . Εκεί που ξεκίνησαν όλα με τον Σαββόπουλο και δεν θα σβήσουν μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Ή μήπως ο Νιόνιος θα μας παίζει τα τραγούδια του και στα ουράνια;

 

 

Monday, October 20, 2025

Τα Φθινόπωρα του Νιαγάρα

 


Τα Φθινόπωρα του Νιαγάρα

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 

Ο πατερούλης από την ώρα που ήμασταν παιδιά μας έδειχνε στο viewmaster τους καταρράκτες του Νιαγάρα σαν ένα φυσικό φαινόμενο που τον μάγευε και τον έκανε να υποκλίνεται στη θεία φύση.

Ετσι όταν τον φέραμε στο Μόντρεαλ εκείνο το φθινόπωρο μετά την απώλεια της μαμάς, ο πρώτος μας προορισμός ήταν οι Καταρράκτες , ήταν η πραγμάτωση εκείνου του ονείρου, που είχε πάθος και ορμητικότητα και το σύνθημα ‘πάντα εν σοφία εποίησεν’.

Φθάσαμε λοιπόν στο πολύπόθητο σημείο όπου τα νερά έπεφταν σφαδάζοντας κι εκείνος έμεινε αμίλητος να καμαρώνει την ακατάπαυστη δύναμη της φύσης. Το φθινόπωρο είχε ντύσει το τοπίο με χρώματα που δεν ζωγραφίζονται — μόνο βιώνονται. Χρυσοκόκκινα φύλλα  ήταν στρωμένα παντού ορίζοντας ένας πολύχρωμο χαλί και ο ουρανός είχε εκείνο το βαθύ γαλάζιο που μοιάζει με υπόσχεση.

Στεκόμασταν εκεί, εγώ και ο παπα Νίκος. Δεν ήταν απλώς ο πατέρας μου. Ήταν ο φάρος μου. Με το ράσο του να ανεμίζει έντονα και το βλέμμα του  βρεγμένο από τα ορμητικά νερά ,έμοιαζε  σαν να συνομιλούσε με τον Θεό. Κρατούσε το καλλιμαύκι του να μην το πάρει ο αέρας και το σκορπίσει στη δύναμη των υδάτων.

«Ο Θεός δεν φωνάζει», μου είπε. «Μιλάει μέσα από το νερό, τα φύλλα, το φως. Αρκεί να έχεις καρδιά να ακούσεις.»

Περπατήσαμε πλάι στους καταρράκτες. Ο ήχος τους ήταν σαν  μια ωδή σε διαρκές κρεσέντο. Το νερό έπεφτε με πάθος, έντονα,σφραγισμένο με θυμό. Σαν να ήξερε πως η πτώση είναι μέρος της πορείας, όχι το τέλος της. Ο πατερούλης μου σταμάτησε σε ένα σημείο όπου το φως έσπαγε πάνω στο νερό και δημιουργούσε ουράνιο τόξο. «Εκεί είναι η υπόσχεση», είπε. «Ότι μετά την πτώση, έρχεται η ανάσταση.»

Καθίσαμε σε έναν ξύλινο πάγκο, με τα νερά να ουρλιάζουν πέφτοντας από ψηλά  και τα φύλλα να φυλλορροούν σε άλλους πιό ήπιους ρυθμούς. Ο παπα Νίκος μου μίλησε για τη Λευκάδα, για τα Θεοφάνεια, για τις στιγμές που αγίαζε τα αστικά σπίτια με το σταυρό στο χέρι και το χαμόγελο στα χείλη. Μου μίλησε για τις νύχτες που ξαγρυπνούσε δίπλα σε άρρωστους, για τις Κυριακές που η λειτουργία ήταν πιο δυνατή κι από το φως του ήλιου.

«Η αγάπη είναι σαν το νερό», μου είπε. «Δεν σταματάει ποτέ. Απλώς αλλάζει μορφή.»

Κοίταξα το πρόσωπό του. Οι ρυτίδες του ήταν σαν χαρακιές μνήμης. Κάθε γραμμή, μια ιστορία. Κάθε βλέμμα, μια ευλογία. Και τότε κατάλαβα: δεν είχε έρθει στους καταρράκτες για να δει την ορμή των νερών. Είχε έρθει για να αποκαλύψει στον ώριμο εαυτό του πως τα πάντα ρεί. Και πως η φυγή της κόρης του και της γυναίκας του ήταν θέλημα Θεού. Κι εγώ πλάι του να ζω την πίστη του, την υπομονή του, την αγάπη του να καθρεφτίζεται σε κάθε σταγόνα.

Ο ήλιος έγερνε, και το φως έγινε πιο ζεστό, πιο βαθύ. Τα φύλλα συνέχισαν να πέφτουν, χορεύοντας, ακολουθώντας τη βουή των υδάτων . Ο παπα Νίκος σηκώθηκε, τίναξε ελαφρά το ράσο του και μου χαμογέλασε. «Πάμε», είπε. «Η ζωή είναι ωραία όταν την περπατάς με πίστη.»

Κι εγώ, παιδί ακόμα στην ψυχή, ένιωσα πως η αγάπη δεν είναι μόνο συναίσθημα. Είναι μνήμη. Είναι παρουσία. Είναι ο πατέρας που στέκεται δίπλα σου, σιωπηλός, αλλά πιο δυνατός από κάθε λέξη.

Πάνε δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε φθινόπωρα από τότε που ο πατερούλης μου, ο παπα Νίκος Φραγκούλης, στάθηκε μπροστά στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Δεν ήταν απλώς ένα ταξίδι. Ήταν μια λειτουργία χωρίς ψαλμούς, μια προσευχή χωρίς λόγια, μια συνάντηση με το μεγαλείο της φύσης που μόνο η ψυχή μπορεί να κατανοήσει.

Κάθε φθινόπωρο, επιστρέφω εκεί. Όχι με το σώμα, αλλά  με τις αναμνήσεις . Με τη μνήμη που δεν ξεθωριάζει, με τις εικόνες που δεν ζητούν φωτογραφία για να υπάρξουν. Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω: με το ράσο του να ανεμίζει, το βλέμμα του να χάνεται στο νερό που πέφτει ασυγκράτητο, σαν να συνομιλεί με τον Θεό.

Καληνύχτα αλησμόνητε πατερούλη!

 

 




Tuesday, October 14, 2025

Λευκαδίτικες συνταγές με ιστορία

 


Λευκαδίτικες συνταγές με ιστορία

Όλγα Μανωλίτση, Εκδόσεις Οσελότος, 2025

 

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σε μια εποχή όπου η γαστρονομία συχνά μετατρέπεται σε θέαμα και η παράδοση σε τουριστικό προϊόν, η Όλγα Μανωλίτση έρχεται να μας θυμίσει ότι η μαγειρική είναι, πρωτίστως, μνήμη. Το βιβλίο της «Λευκαδίτικες συνταγές με ιστορία» δεν είναι απλώς ένα σύνολο τοπικών συνταγών· είναι ένα έργο πολιτισμικής καταγραφής, μια πράξη αγάπης προς τη Λευκάδα και τις γυναίκες που τη μαγείρεψαν.

Η Όλγα μέσα από την αγάπη της για τα φυσικά προϊόντα του τόπου μας αλλά και με μια αισθητική υπέρβαση έχει αναδείξει την παλιά, αυθεντική κουζίνα της Λευκάδας. Συνταγές παλιές και ταυτόχρονα κλασικές φιγουράρουν στο βιβλίο της :τράγιο γιουβέτσι,μπακαλιάρο μπιάνκο, χταπόδι στο φούρνο με μανέστρα, σουπιές μαγειρεμένες με το μελάνι τους ή σουπιές με μάραθο και ντομάτα, χταπόδι κρασάτο φούρνου με πατατούλες, μπομπάρι, γαριδούλα τηγανητή από τη λιμνοθάλασσα της Λευκάδας, μαριδόπιτα (ανοιχτή πίτα με φύλλο, μικρή μαρίδα και ρύζι), καθώς και τα παλαμίδια ή κολιό στο κεραμίδι (που λειτουργεί σαν σκεύος για ψήσιμο στη φωτιά), σοφιγάδο, σοφρίτο, διάφορες σούπες , κουκούτσες, αλμυρίθρες,σαβόρο ,τριανταφυλόξυδο,βοδινό μανέστρα, λαχανόπιτα με μυρωδάτα άγρια χόρτα, μελιτζάνες μαγειρεμένες με γλυκοπατάτες και κυδώνια ρυζόπιτα, η μακαρονόπιτα (με αυγά, γάλα, λάδι και τυρί) , το μπριάμ, μια πίτα από χοντρά πράσινα κολοκύθια.Και φυσικά είναι κορυφαία στην παραδοσιακή λαδόπιτα καθώς και σε πολλά γλυκά του κουταλιού’.

Η λατρεία της Όλγας για τη μαγειρική που ξεκίνησε από μια παρόρμηση να μοιραστεί τις ομορφιές της γεύσης με τους αγαπημένους της  και ιδιαίτερα με την λατρεμένη της εγγονή Φιλίππα, την οδήγησαν στην καταγραφή, αναπαραγωγή και δημιουργία των γεύσεων της Λευκάδας τις οποίες φωτογράφιζε με το κινητό της.

Αυτές οι φωτογραφίες χωρίς προσποίηση και στυλιστικές παρεμβάσεις όπως συμβαίνει στα εμπορικά βιβλία μαγειρικής, αναδείχθηκαν μέσα στο βιβλίο της , που αποτελεί θησαυρό γνώσεων για όλες τις γυναίκες που αναζητούν στην κουζίνα τους παραδοσιακές συνταγές.

Διαβάζοντας τις συνταγές και βλέποντας τις φωτογραφίες θαρρείς πως είσαι στους αγρούς της Λευκάδας και σου έρχεται στη μύτη το άρωμα του θυμαριού, της δάφνης, του βασιλικού, της ματζουράνας... θέλεις επιτόπου να δοκιμάσεις το πιάτο με τις μελιτζάνες, τις ντομάτες, τα τοπικά κρέατα που στα χέρια και στην ψυχή της Όλγας γίνονται έργα καθημερινής μαγειρικής τέχνης. Τα φαγάκια της Όλγας σου θυμίζουν τη μάνα σου που συζητούσε με τη γειτόνισσα τι θα μαγειρέψουν σήμερα βγαίνοντας πρωί στα μπαλκόνια τους να τινάξουν και να λιάσουν τα σεντόνια. Μπόλικο λευκαδίτικο λάδι, βούτυρο Κερκύρας, ξύδι από τριαντάφυλλα και πετιμέζι πλημμυρίζουν τις μνήμες σου μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της.

Η συγγραφέας δεν στήνει ένα γαστρονομικό εγχειρίδιο. Αντιθέτως, ξεδιπλώνει έναν κόσμο όπου η κουζίνα είναι τόπος μετάδοσης αξιών, βιωμάτων και ιστοριών. Κάθε συνταγή συνοδεύεται από ένα αφήγημα — άλλοτε τρυφερό, άλλοτε πικρό, πάντα αληθινό. Η γιαγιά, η μάνα, η γειτόνισσα γίνονται φορείς μιας σοφίας που δεν διδάσκεται σε σχολές αλλά προκύπτει στην καθημερινότητα.

«Η ουσία κρύβεται στην απλότητα, στη σοφία που διδάσκει η ίδια η ζωή – μέσα από τις μικρές χαρές και τις βαθιές λύπες της» γράφει η Μανωλίτση, και αυτή η φράση συνοψίζει το πνεύμα του βιβλίου.

Η γλώσσα της είναι καθαρή, ανεπιτήδευτη, σχεδόν προφορική — σαν να ακούς μια γυναίκα να σου μιλάει στην κουζίνα της, ενώ ανακατεύει το λαδοπίταρο ή σερβίρει φακές με σκορδαλιά. Οι μυρωδιές, οι υφές, οι εποχές περνούν μέσα από τις λέξεις, και ο αναγνώστης δεν διαβάζει απλώς· συμμετέχει.

Το βιβλίο είναι επίσης μια πράξη αντίστασης στη λήθη. Ανασύρει από τη σιωπή μορφές που χάθηκαν — γυναίκες φιλόσοφοι της καθημερινότητας, αφανείς ηρωίδες της γεύσης και της φροντίδας. Η Λευκάδα δεν είναι εδώ απλώς ως τόπος· είναι χαρακτήρας, είναι πατρίδα, είναι μήτρα.

Η Όλγα Μανωλίτση δεν γράφει για να εντυπωσιάσει. Γράφει για να θυμίσει. Και το καταφέρνει με τρόπο βαθιά ανθρώπινο, σχεδόν ποιητικό.

Το βιβλίο της είναι μια παρακαταθήκη της παραδοσιακής λευκαδίτικης κουζίνας για τις γενιές που έρχονται. Η αυθεντική κουζίνα της Όλγας Μανωλίτση εναρμονίζεται με την καινούρια εποχή της ελληνικής γαστρονομίας που διακηρύσσει: δεν θέλουμε άλλα «πειραγμένα» ελληνικά φαγάκια. Θέλουμε τα αληθινά , εκείνα των μαμάδων μας.

 


Tuesday, October 7, 2025

Της Ντροπής και της Μνήμης

 


Της Ντροπής και της Μνήμης

 

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 

Μια συγκινητική εκδήλωση με επίκεντρο το τελευταίο βιβλίο της Κύπριας συγγραφέως Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπης με τίτλο ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ οργανώθηκε την περασμένη Κυριακή από την επίτιμο πρόξενο της Κύπρου στο Μοντρεάλ Βίβιαν Κυριακίδου-Παμέλ, την Επιτροπή Αλληλεγγύης για την Κύπρο και τον Σύλλογο Φίλων της Κύπρου.

Ο μεταφραστής του βιβλίου στα αγγλικά πρέσβης Αχιλλέας Αντωνιάδης αναφέρθηκε στην πολιτική διάσταση του βιβλίου σχετικά με την Αμμόχωστο και τα κατεχόμενα.

Η συγγραφέας μας περιήγησε με συγκινησιακό τρόπο στην πόλη της Αμμοχώστου όπου μεγάλωσε ανέμελη με την οικογένειά της ώσπου της την έκλεψε βίαια η τουρκική εισβολή. Οι αναμνήσεις από το εγκαταλελειμένο πατρικό σπίτι της όταν το ξανά επισκέφθηκε το 2020 έφεραν ανατριχίλα στο κοινό, άλλωστε αυτό είναι το περιεχόμενο των ιστοριών του βιβλίου της. Εικόνες στο εκράν συμπλήρωσαν την ατμόσφαιρα της αφήγησης.

Είχα την τιμή και την περηφάνεια να αποκωδικοποιήσω τα μηνύματα αυτού του εξαιρετικού αναγνώσματος που με πήγε στη χαμένη πατρίδα της Βίβιαν.

Το βιβλίο είναι ένα γερό χαστούκι στους αμνήμονες.

Παρόντες μεταξύ άλλων ήταν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Μόντρεαλ Νίκος Καραλεκας, ο δικαστής Πίτερ Παμέλ, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΜΜ Νικόλα Παγώνης και άλλοι πιστοί ακόλουθοί του πολιτισμού!

 

Της Ντροπής

«Ένα βιβλίο με 73 σύντομες ιστορίες, που περιγράφουν την φρίκη της Κατοχής στην Αμμόχωστο· την πόλη που βρίσκεται στο ανατολικότερο σημείο της Κύπρου, καταλυμένη από την τούρκικη στρατιωτική εισβολή του 1974, βιασμένη λεηλατημένη, αλυσοδεμένη. Από το 2020, όταν η Τουρκία επέτρεψε την είσοδο σε συγκεκριμένους δρόμους της πόλης, οι παλιοί της κάτοικοι ψάχνουν να βρουν στα συντρίμμια την παλιά τους ζωή. Η συγγραφέας, πολίτης κι εκείνη αυτού του τραγικού τόπου, αφήνει σκέψεις και αναμνήσεις να γίνουν λέξεις, ιστορίες κι τις αφήνει να πετάξουν ελεύθερα πάνω από την πόλη· κάποτε ακούγονται σαν κραυγές πόνου, άλλοτε σαν νανούρισμα, σαν τα παραμύθια που μας λέγανε στα παιδικά μας χρόνια, κι άλλοτε πάλι, σαν μικρές ευχές, αν μπορούσε ποτέ να γυρίσει ο χρόνος πίσω. Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όλα όσα προηγήθηκαν κι όλα όσα ακολούθησαν εκείνη την εισβολή, ήταν, λέει η συγγραφέας, μια μεγάλη ντροπή.» (από την περιγραφή του βιβλίου)

Η Αμμόχωστος λειτουργεί ως συμβολικός τόπος, ενώ η Πράγα ως σκηνικό υπαρξιακής αναζήτησης. Η συγγραφέας συνδυάζει την προσωπική εμπειρία με την λογοτεχνική φαντασία, δημιουργώντας ένα πολυφωνικό σύμπαν που συνομιλεί με την Ιστορία, τη φιλοσοφία και την τέχνη.

Το βιβλίο αποτελεί μια λογοτεχνική επιστροφή στην Αμμόχωστο, την πόλη-φάντασμα της Κύπρου, που παραμένει πληγή ανοιχτή από την τουρκική εισβολή του 1974. Οι 73 σύντομες ιστορίες της συλλογής, με έκταση μίας ή δύο σελίδων η κάθε μία, αποτυπώνουν τον ψυχικό και ιστορικό αντίκτυπο της προσφυγιάς, της απώλειας και της μνήμης.

Η Αβρααμίδου-Πλουμπή αξιοποιεί ποικιλία αφηγηματικών προσώπων — πρωτοπρόσωπη, τριτοπρόσωπη και δευτεροπρόσωπη αφήγηση — για να δώσει φωνή σε φανταστικά πρόσωπα, όνειρα, εφιάλτες και θραύσματα ζωής. Η γλώσσα της είναι ποιητική, με έντονη συναισθηματική φόρτιση, ενώ οι εικόνες που δημιουργεί είναι συχνά μεταφυσικές, σαν να αιωρούνται πάνω από τον χρόνο και τον τόπο.

Κάθε ιστορία συνοδεύεται από φωτογραφία, προσβάσιμη μέσω QR code, ενισχύοντας τη βιωματική εμπειρία του αναγνώστη και δημιουργώντας έναν διάλογο ανάμεσα στο κείμενο και την εικόνα.

Επαναλαμβανόμενες φιγούρες, όπως η γιαγιά Θεοδώρα, ο κύριος Σωκράτης και ο κύριος Σάββας, λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι με προηγούμενα έργα της συγγραφέως, δημιουργώντας ένα λογοτεχνικό σύμπαν που εξελίσσεται και βαθαίνει. Οι ιστορίες διαπνέονται από μοτίβα ντροπής, απώλειας, λεηλασίας, αλλά και ελπίδας.

Ο τίτλος “Της Ντροπής” δεν αναφέρεται μόνο στη γεωπολιτική ντροπή της εισβολής, αλλά και στη συλλογική αμηχανία μπροστά στην εγκατάλειψη, τη λήθη και την αδυναμία επανόρθωσης. Είναι μια κραυγή μνήμης και ταυτόχρονα μια πράξη αντίστασης μέσω της τέχνης.

Η συγγραφέας επιλέγει τη μορφή της μικροϊστορίας — 73 σύντομα κείμενα που λειτουργούν σαν λογοτεχνικά θραύσματα, σαν κομμάτια μνήμης που δεν ακολουθούν γραμμική αφήγηση αλλά κυκλική, υπαινικτική, σχεδόν ονειρική. Η Αμμόχωστος δεν παρουσιάζεται ως τόπος αλλά ως ψυχική κατάσταση: φαντασμαγορική, αόρατη, παρούσα μέσα από την απουσία των ανθρώπων της.

Η χρήση διαφορετικών αφηγηματικών προσώπων (πρώτο, δεύτερο, τρίτο όπως ανέφερα)) δημιουργεί ένα πολυφωνικό σύμπαν, όπου η ντροπή, η απώλεια και η προσφυγιά δεν ανήκουν μόνο σε ένα υποκείμενο αλλά διαχέονται συλλογικά. Η δευτεροπρόσωπη αφήγηση, ειδικά, λειτουργεί σαν καθρέφτης: ο αναγνώστης καλείται να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα στην ιστορία, να νιώσει την ενοχή, την αμηχανία, την αδυναμία να δράσει.

Η γλώσσα είναι ποιητική, πυκνή, με μεταφορές που δεν εξηγούνται αλλά βιώνονται. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τις ιστορίες μέσω QR code δεν λειτουργούν ως εικονογράφηση αλλά ως επέκταση της μνήμης — σαν να προσπαθεί η συγγραφέας να αποκαταστήσει το βλέμμα εκεί όπου η ιστορία έχει σβήσει.

Ο τίτλος «Της Ντροπής» είναι ήδη μια φιλοσοφική δήλωση. Η ντροπή εδώ δεν είναι απλώς συναίσθημα, αλλά υπαρξιακή συνθήκη. Είναι η ντροπή του επιζώντος, του ανθρώπου που θυμάται όταν οι άλλοι ξεχνούν. Είναι η ντροπή της αδυναμίας να επιστρέψεις, να επανορθώσεις, να αποκαταστήσεις το χαμένο.

Η Αμμόχωστος γίνεται σύμβολο του μη-τόπου: ένας χώρος που υπήρξε αλλά δεν υπάρχει, ένας χρόνος που συνεχίζει να κυλά χωρίς παρόν. Οι ιστορίες δεν προσπαθούν να ανασυστήσουν την πόλη, αλλά να αναδείξουν την αδυναμία της ανασύστασης. Η μνήμη δεν είναι εργαλείο αποκατάστασης αλλά πεδίο σύγκρουσης: ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, στο πραγματικό και το φαντασιακό.

Η συγγραφέας φαίνεται να συνομιλεί με φιλοσοφικές έννοιες όπως η «οικειότητα του τόπου", η αρνητική θεολογία της απουσίας, και η ερμηνευτική της σιωπής. Η ντροπή δεν είναι μόνο πολιτική ή ιστορική — είναι οντολογική. Είναι η αίσθηση ότι κάτι έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, και η μόνη δυνατότητα να κρατηθεί σε μια κλωστή μνήμης είναι η αφήγηση.

Πρόκειται για ένα έργο πολυδιάστατο που αξίζει να διαβαστεί γιατί συγκινεί με την ειλικρίνεια και την απλότητα των ιστοριών του.Ειναι ένα σπουδαίο βιβλίο που προσπαθεί να μιλήσει σε ώτα μη ακουόντων ...

Τίτλος: Της Ντροπής – 73 Μικρές Βαρωσιώτικες Ιστορίες

       Συγγραφέας: Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλουμπή

       Εκδόσεις: Μελάνι

       Έτος έκδοσης: 2023

       Σελίδες: 168

       Είδος: Ελληνική λογοτεχνία, συλλογή διηγημάτων

 

Γνώρισα τη Βίβιαν και τον σύζυγό της Δημήτρη σε ένα ταξίδι μου στην Πράγα μέσω του κοινού μας φίλου, πρέσβη Ευθύιου Ευθυμιάδη . Δεν είπαμε πολλά εκεί αλλά την παρακολούθούσα μέσα από το έργο της που είναι βαθειά βιωματικό με τη σφραγίδα της Αμμοχώστου, της πατρίδας της στην Κύπρο από όπου την έδιωξε βίαια ο Αττίλας.

 Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλουμπή γεννήθηκε το 1958 στην Αμμόχωστο της Κύπρου, πόλη που καθόρισε βαθιά το έργο και την ταυτότητά της. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Στατιστική στο University of Washington στο Σηάτλ των ΗΠΑ.

Εργάστηκε ως στατιστικός στον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών και αργότερα ως Γενική Διευθύντρια σε πολυεθνική εταιρεία έρευνας αγοράς. Το 1997 ανέλαβε τη διεύθυνση των δραστηριοτήτων της εταιρείας στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, με έδρα την Πράγα. Το 2000 ίδρυσε μαζί με τον σύζυγό της αναπτυξιακή εταιρεία στον οικοδομικό τομέα στην Πράγα.

 Λογοτεχνικό έργο

Η συγγραφική της πορεία ξεκίνησε με το μυθιστόρημα Όταν θα πέσουν τα μαύρα (2004), το οποίο βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο της Κυπριακής Δημοκρατίας και μεταφράστηκε στα τσέχικα. Ακολούθησαν πολλά και ποικίλα έργα της.

Το έργο της χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματική φόρτιση, φιλοσοφική εμβάθυνση και ποιητική γλώσσα. Εξερευνά θέματα όπως:

       Η μνήμη και η απώλεια

       Η προσφυγιά και η ντροπή

       Η ταυτότητα και η σιωπή

       Η ιστορική και προσωπική ενοχή

 

 Στιγμιότυπα από την εκδήλωση


Η συγγραφέας Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, ο πρέσβης μεταφραστής Αχιλλέας Αντωνιάδης, η επίτιμος πρόξενος της Κύπρου στο Μόντρεαλ Βίβιαν Κυριακόπουλος, ο Γενικός Πρόξενος της ελλάδας στο Μόντρεαλ Νίκος Καραλέκας, η πρόεδρος της Επιτροπής Αλληλεγγύης για την Κύπρο και ο πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων της Κύπρου Αντώνης Νεοκλέους.

Οι συγγραφείς Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπης και η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη, γνώριμες από την Πράγα.
Το πάνελ ήταν γένους θηλυκού. Η επίτιμος πρόξενος της Κύπρου Βίβιαν Κυριακόπουλος, η τιμώμενη συγγραφέας και η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

Sunday, September 21, 2025

Αν υπάρχει ουρανός είσαι εκεί....




 Αν υπάρχει ουρανός είσαι εκεί....

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Γλυκειά μου Πεταλούδα,

Πάνε 21 χρόνια απο εκείνη την αποφράδα μέρα που πέταξες ψηλά στον ουρανό κι άφησες τα σύννεφα να βρέξουν αλύπητα τον τόπο, ποτίζοντας με νερό το δικό σου κενοτάφιο. Η κηδεία σου στη Λευκάδα με εκατοντάδες φίλους και συγγενείς από τα πέρατα της οικουμένης ηχεί ακόμη στα αυτιά μου μέσα από τους ήχους της Φιλαρμονικής που σε συνόδευε  με αργό νεκρώσιμο βηματισμό στην τελευταία σου κατοικία.

Η μαμά, ο μπαμπάς, ο Αποστόλης, εγώ, σέρναμε τα βήματά μας έχοντας πλήρη επίγνωση πως ορφανέψαμε για πάντα εκείνη την ημέρα που αποθέσαμε το άψυχο σώμα σου στην ποτισμένη από το φθινόπωρο γή.

Σήμερα είναι σαν εκείνη τη μέρα, μόνο που είναι ηλιόλουστη αλλά μυρίζει φθινόπωρο. Τα φύλλα αρχίζουν να χορεύουν το αποχαιρετιστήριο βαλς τους, κι εγώ κάθομαι να σου γράψω. Όχι για να σε αποχαιρετήσω — γιατί δεν φεύγεις ποτέ από εκεί που έχεις ριζώσει — αλλά για να σου μιλήσω όπως τότε, όταν οι λέξεις μας ήταν ποτάμια ζωής και όχι μνήμες.

Ήσουν η Πεταλούδα μου. Όχι μόνο γιατί πέταξες ψηλά, αλλά γιατί γεννήθηκες μέσα από τη σιωπή, από την κάμπια της ζωής, και άνθισες. Ήσουν χρώμα σε μονόχρωμο κόσμο. Ήσουν φως σε μέρες που δεν τολμούσαν να ξημερώσουν. Ήσουν το κορίτσι  που δεν φοβήθηκε να αγαπήσει, να δώσει, να χάνεται συχνά για να ξαναβρίσκει τον εαυτό της.

Θυμάμαι τα πρωινά μας στη Λευκάδα, με το φως να μπαίνει από τις γρίλιες και να ζωγραφίζει τα πρόσωπά μας. Θυμάμαι τις κουβέντες μας, τις σιωπές μας, τις μικρές μας επαναστάσεις. Θυμάμαι πώς κρατούσες το φλιτζάνι με τα δύο χέρια, σαν να ήθελες να ζεστάνεις όλο τον κόσμο. Θυμάμαι πώς γελούσες — όχι απλώς με ήχο, αλλά με ψυχή. Γελούσες και εύρισκες χαρά σε κάθε μικρό πράγμα. Πάντα αισιόδοξη και συγχωρητική για τα λάθη των ανθρώπων. Πάντα υπεράνω της σκληρής πραγματικότητας.

Ήσουν πολύχρωμη Πεταλούδα που όταν ήρθε η αρρώστια έχασες τα χρωματιστά φτερά σου. Κι έγινες ασπρόμαυρη. Κι εκεί όμως γελούσες κι έλπιζες πως θα άλλαζε το ριζικό σου, το ριζικό μας. Κι όμως η ασθένεια σε κύλησε άσπλαγχνα στο κρεβάτι, προσπάθησε να σε ταπεινώσει. Μα εσύ λεβέντισσα με το κεφάλι ψηλά ,με στήθος αλαβάστρινο της αντιστεκόσουν. Κι όλο με ρωτούσες αν υπήρχε ελπίδα. Αν υπήρχε ελπίδα να ξαναγίνουν πολύχρωμα τα φτερά σου, να πετάξεις ψηλά...

Στο blog μου σε αποκάλεσα «μονόχρωμη κάμπια που έγινε πολύχρωμη πεταλούδα». Και το πιστεύω. Γιατί είδα την μεταμόρφωσή σου. Είδα πώς η ζωή σε δίδαξε να πετάς, πώς ο πόνος έγινε φτερό, πώς η αγάπη έγινε κατεύθυνση. Εσύ δεν περπάτησες απλώς τη ζωή — την χόρεψες.

Ναι τη χόρεψες τη ζωή, την ταρακούνησες, την ανέτρεψες. Δεν στάθηκες σε μιά δουλειά, σε ένα τόπο, σε μια αγάπη. Πετούσες κι έπαιρνες γύρη που τη μετέφερες εδώ κι εκεί και παραπέρα σα νάσουν μέλισσα. ‘Ησουν η πηγή της ζωής που δεν την κράτησες ζηλόφθονα για σένα. Τη μοίραζες με γενναιοδωρία σε όλους σα νάξερες που δεν θα σου έμενε πολλή ακόμη.

Περάσαμε υπέροχα, συναρπαστικά, γυρίσαμε όλη την Κούβα, την Τζαμάικα, το Σάν Ντομίνικαν. Και ρούφαγες άπληστα τα χρώματα, τις εικόνες, τις μικρές χαρές σαν να μην υπήρχε αύριο. Και το αύριο δεν υπήρχε γιατί του ξέφυγες. Τα φτερά σου είχαν δυναμώσει κι είχες αποφασίσει να πετάξεις ψηλά τινάζοντας όλη την επίγεια σκόνη.

Και τώρα, που το σώμα σου έγινε ανάμνηση, η ψυχή σου είναι παντού. Στο άρωμα του βασιλικού, στο χρώμα του δειλινού, στο φτερούγισμα μιας πεταλούδας που περνά ξαφνικά μπροστά μου και με κοιτάζει — ναι, με κοιτάζει. Είσαι εσύ.

Μικρή μου μόβ βεντάλια, δεν σε θρηνώ. Σε τραγουδώ. Σε γράφω. Σε κουβαλώ. Είσαι το ποίημα που δεν τελειώνει, η σελίδα που δεν γυρίζει, η ανάσα που δεν ξεχνάει να είναι δική σου.

Αν υπάρχει ουρανός, είσαι εκεί. Αν υπάρχει φως, είσαι μέσα του. Αν υπάρχει αγάπη, είσαι η πηγή της.