Η Νανά Αραβανή είναι η πλαϊνή μου στο φωτογραφείο Νίτσης, Λευκάδα
Το όνομα Νανά ηχούσε
ερωτικό κι αδιαπραγμάτευτο εκείνα τα παιδικά χρόνια στην επαρχιακή Λευκάδα. Και
συγκρινόμενο με το δικό μου ογκόλιθο, το Ιουστίνη, που έπρεπε να το επαναλάβω δέκα
φορές για να το πιάσουν οι γιαγιάδες, ήταν ελαφρύ, αρωματικό, υπέροχο για νεαρά
κορίτσια...
Αλλά η πρώτη Νανά της
ζωής μου δεν ήταν συμμαθήτρια. Ηταν η κυρία Νανά Μαμαλούκα, η σύζυγος του
μεγαλοαστού δικηγόρου κ. Μίμη Μαμαλούκα, που έμενε με το σύζυγο και με τα δυό
αγόρια τους, τον μακαριστό Κώστα και τον ζωηρό Βασιλάκη στο αρχοντικό της
δυτικής παραλίας με τα μοναδικά στολίσματα και θέα προς τη λιμνοθάλασσα (Σήμερα
έχει μετατραπεί στο μπάρ «Οι Χάρτες»).
Κάθε πρώτη του μηνός μέχρι
ν’ αρχίσω το σχολείο , ο πατερούλης με έπαιρνε απο το χέρι και πηγαίναμε μαζί
να κάνει τον Αγιασμό στης κυρίας Νανάς, γιατί εκείνη με λάτρευε και μου χάιδευε
τα σγουρά μαλλάκια και μούλεγε πως εγώ ήμουν το κοριτσάκι που δεν είχε. Ηταν
μελαχρινή με τεράστια μαύρα μάτια να κυριαρχούν στο πρόσωπό της και ντυμένη
πάντα στην τρίχα με τα ωραία της φουστάνια και τα κομψότατα ταγιέρ της. Τη
θυμάμαι με τον επιβλητικό της κότσο και με τα σκουλαρίκια απο πέρλες να τη
θαυμάζω και να στέκομαι εκστατική στην τόση αρχοντιά της.
Η κυρία Νανά Μαμαλούκα
διαμόρφωσε μαζί με τις άλλες κομψές ενορίτισσες του πατερούλη, εν τέλει, την
αισθητική μου περί μόδας στην ταπεινή επαρχιακή πόλη της Λευκάδας εκείνα τα
χρόνια που οι γυναίκες ράβονταν στις μοδίστρες και οι βιτρίνες των νεωτερισμών
είχαν μόνο υφάσματα να επιδείξουν.
Η δεύτερη Νανά που γνώρισα
ήταν η Νανά η Μελά , κόρη του έμπορου Μάκη Μελά και της κυρίας Μέλπως. Η μαμά
λάτρευε την κυρία Μέλπω γιατί με τη Νανά γεννηθήκαμε την ίδια νύχτα
ξημερώνοντας κι έτσι μας πήγαιναν πλάι-πλάι βόλτα με τα καροτσάκια οι δυό
μαμάδες στην παραλία και στου Κουζούντελη όταν ήμασταν μικρές.
Τη Νανά δεν την
πολυθυμάμαι στο Δημοτικό γιατί εκείνη πήγαινε στο 2ο Δημοτικό
Σχολείο Λευκάδας κι εγώ τότε επικεντρωνόμουν κυρίως στις συμμαθήτριες και τους
συμμαθητές του 1ου.
Με τη Νανά ήρθαμε πολύ
κοντά όταν πιά ήμασταν στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι
καθηγητές μας έβαζαν στο ίδιο θρανίο κι έτσι δέθηκα μαζί της ανεξίτηλα.
Η Νανά ήταν η επιτομή
της όμορφης μαθήτριας. Με υπέροχα ζυγωματικά, ολοστρόγγυλα γλυκά χείλη κι ένα
σώμα λεπτό και καμπυλωτό, έπαιρνε τα μυαλά των αγοριών. Την θαύμαζα για την
ομορφιά της που με άφηνε άφωνη και που την τόνιζε η μαμά μου ευκαίρως ακαίρως: «Είδα
τη Νανά της Μέλπως, έχει γίνει καλλονή».
Η Νανά είχε
συναισθηματικά ωριμάσει πολύ πριν απο μένα, που με ενδιέφερε μόνο να κρατάω τα
σκήπτρα της αριστείας στην τάξη μου. Αλληλοβοηθιόμασταν στα μαθήματα, γιατί της
έδινα κάποιες απαντήσεις και μου έδινε τις άγνωστες λέξεις στο επόμενο κείμενο
των Αρχαίων, καθώς εκείνη πήγαινε φροντιστήριο στον μακαριστό Τάκη Προδρομίτη.
Η Νανά στα χρόνια της
επταετίας φορούσε ποδιές απο το μαγαζί του πατέρα της, σούπερ μεσάτες και σέξι,
είχε μάλιστα εφεύρει ένα πανέξυπνο τρόπο να ανεβάζει το στρίφωμα και να τις
κάνει μίνι όταν έφευγε απο την αυλή του σχολείου.
Σε σχολική παράσταση όπου έπαιζα αντρικό ρόλο και η Νανά ήταν η γυναίκα μας. Πίσω αριστερά
Η Νανά ερωτεύθηκε τον
Κώστα Μπιλίρη που δούλευε απέναντι στον ΟΤΕ , παντρεύτηκαν και σήμερα έχουν δυό
λαμπρές κόρες, την Μελίνα και την Ανδριάννα. Η σχέση μας ενδυναμώθηκε μέσα στα
χρόνια γιατί πιστεύω ότι είχαμε αυτή τη γερή βάση της κοινής μας ιστορίας, που
μας κρατάει σαν πλέγμα ενωμένες δια παντός.
Η Νανά Αραβανή ήταν
κανονική συμμαθήτρια απο την Πρώτη Δημοτικού μέχρι την Εκτη στο 1ο
Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας. Ηταν ένα λεπτό κοριτσάκι που όλο μας έλεγε ότι το
όνομά της ήταν η συντομογραφία της Αθηνάς, θεάς της Σοφίας. Κόρη του κυρίου
Θεοδωρακη που συμμετείχε στο ψαλτικό της εκκλησίας μας , ήταν εξ αρχής δεδομένη
για τη φιλία της.
Η Νανά έμενε στο άλλο άκρο
της πόλης, κοντά στην Αγία Παρασκευή γι αυτό δεν παίζαμε ποτέ τα απογέυματα.
Ηταν ένα σεμνό κοριτσάκι που έφερνε απο το σπίτι υπέροχα γλυκά και κέικς που
έφτιαχναν η προκομμένη η μαμά της η Μέλπω και η θεία της η Σταυρούλα.
Είχε επιπλέον μια ακόμη
γοητεία, ήταν ανηψιά του μεγάλου φωτογράφου της εποχής Νίτση κι έτσι απολάμβανε
των φωτο-ενσταντανέ σε κάθε παρέλαση και σχολική γιορτή.
Η Νανά ήταν πολύ καλή
στο σχολείο αλλά αρκετά σεμνή, δεν έκανε φασαρίες και ζούσε στη σκιά των
αρίστων μαθητριών. Τα χρόνια του γυμνασίου-λυκείου χαθήκαμε γιατί εκείνη
πήγαινε στο πρώτο τμήμα κι εγώ στο δεύτερο.
Στο Πανεπιστήμιο ξαναβρεθήκαμε
στην Αθήνα και γυρνούσαμε τα Σάββατα στα πάρτυ και στα ξεφαντώματα. Γελούσαμε
και κοροϊδεύαμε τον κόσμο μέχρι δακρύων, προπάντων τα αγόρια που μας φλέρταραν.
Τους βγάζαμε ονόματα και τους κρατούσαμε στις λίστες αναμονής.
Η Νανούλα που διατηρεί
την υπέρκομψη σιλουέτα της έχει παντρευτεί συναδελφό μας του αθλητικού ρεπορταζ,
τον Βαγγέλη Κουκούλογλου. Εξακολουθεί να διδάσκει σε σχολείο της περιοχής της
κι επισκέπτεται τα κολοκαίρια τη Λευκάδα, όπου συναντιόμαστε σπάνια καθώς πλέον
εγώ καταπλέω στο νησί τον Σεπτέμβριο.
Η μεγαλύτερη Νανά της
ζωής μου, όμως, ήταν εκείνη του Εμίλ Ζολά. Αλλά γι αυτήν θα γράψω αργότερα,
καθώς με επηρέασε στον τρόπο γραφής της μυθιστορίας μου...
Νανάδες, να ξέρατε όλες
πόσα σας οφείλω!
Νανά Μελά, Νανά Αραβανή
σας αγαπώ τόσο!
Τζουστινάκι
No comments:
Post a Comment