Φέτος ήθελα να γράψω για τα
καλοκαίρια της Λευκάδας, όταν μεγαλώναμε ως έφηβοι και φοιτητές με τη
διασκέδαση στραμμένη αποκλειστικά στις ντισκοτέκ, καθότι η μουσική των καιρών
επέβαλε αυτή τη μορφή εκτόνωσης. Τα ντίσκο τραγούδια της Αμερικής πλημμύριζαν
τις πίστες της Λευκάδας, όπου η νεολαία χόρευε μέχρι τελικής πτώσεως.
Η πρώτη ντισκοτέκ που μου
έρχεται στη θύμηση ήταν η περίφημη White Horse, μια υπαίθρια ντίσκο στον ελαιώνα της
Κουζούντελης , όπου άρχισαν να ακούγονται εκκωφαντικά απο τα τεράστια μεγάφωνα
τα τραγούδια της εποχής, στέλνοντας κύματα ξεσηκωμού στα σώματά μας.
Από το Stayin' Alive των Bee Gees, το Le Freak των Chic You Should Be Dancin' των Bee Gees, το Dancing Queen των ABBA– μέχρι το Fly Robin Fly των Silver Convention, το I Will Survive της Gloria Gaynor, το Last Dance της Donna Summer, το Y.M.C.A. των Village People, το Disco Ladυ του Johnny Taylor το Funkytown των Lipps Inc το Ring My Bell της Anita Ward... οι ντίσκο μελωδίες ξεσήκωναν τη
νεολαία, περνώντας απο το ροκ εν ρόλ στη νέα εποχή της ντίσκο κίνησης με τη
μπάλα να κουνιέται στις χίλιες αποχρώσεις των φώτων...
Κουνιόμασταν κάτω από τη ντισκομπάλα ενώ
οι έντονοι πολύχρωμοι φωτισμοί χυνόνταν στα σώματα που ίδρωναν απο το χτύπημα
στην πίστα λες και δεν υπήρχε αύριο. Θα πρέπει να ήταν στα τέλη του 70 που
ξεκίνησε αυτή η πρώτη υπάιθρια ντίσκο απο Γιαννιώτες επιχειρηματίες κι εγώ απο τα 15 μου μπορούσα να πηγαίνω διότι
είχα βλέπεις για συνοδεία μου τον μεγαλύτερο αδελφό. Ήμουν το τυχερότερο
κορίτσι στο σχολείο...
Σύντομα, οι Γιαννιώτες εγκατέλειψαν το
ντίσκο εγχείρημα στη Λευκάδα και την πίστα της ντίσκο ανέλαβε το τουριστικό
περίπτερο, που άνοιγε τα παράθυρα τα καλοκαίρια και φιλοξενούσε τη νεολαία με
ντι τζέι της εποχής και με τα φωτιστικά να διαχέουν στην πίστα το ρυθμό, λες κι
αυτός έβγαινε αβίαστα όχι απο τα συστήματα ήχου, αλλά απο τη μεγάλη ντισκομπάλα.
Τα κορμιά ηδονιζόνταν κινούμενα στον έντονο ρυθμό, τα παντελόνια ήταν κολλητά
πάνω στους γοφούς και γλυστρούσαν κάνοντας καμπάνα από τα γόνατα και κάτω. Τα πουκάμισα των
αγοριών είχαν εκείνους τους μυτερούς γιακάδες, τα μαλλιά τους ήταν μακριά. Τα
κορίτσια φορούσαν στενές μλπούζες και τα μαλλιά τους ήταν σπαστά παίρνοντας την
όψη της χαίτης.
Δύο χρόνια αργότερα, θα ήταν το 1977, ο αγαπημένος φίλος Γιώργος Τσερές (Κωττούλας)
συμπλήρωσε το κενό ανοίγοντας της δική του υπαίθρια ντισκοτέκ στον ελαιώνα ,
την οποία ονόμασε Night Fever. Η πίστα απο τσιμέντο, το μπάρ πρωτόγονο, τα καθίσματα
άβολα αλλά εμείς βγάζαμε το νυχτοκάματο χορεύοντας αχόρταγα κάτω απο τη
ντισκομπάλα με τους ρυθμούς να ακολουθούν όλες τις επιτυχίες της εποχής.
Κι όταν έβαζαν τα «σλόου», τότε μας
ζητούσαν ένα χορό τα αγόρια της παρέας, που είχε σφιχταγκάλιασμα, πιάσιμο και
ίσως κανένα κρυφό φιλί καθώς χαμήλωναν τα φώτα. Από Ανταμό μέχρι Κριστόφ,
μέχρι καντσόνε του Σαν Ρέμο και αμερικάνικα τραγούδια, τα μπλούζ ήταν η στιγμή
που κορυφωνόταν το φλέρτ, κάτι που φάνταζε σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της
καλοκαιρινής νυχτερινής περιπέτειας.
Την επόμενη χρονιά λίγα στρέμματα πιό
πέρα άνοιξε ο Χρήστος ο Δαμιανής (Σπαγέτος) την Spagheto’s Disco κι έτσι μοιράστηκαν οι
έξοδοι στις δύο ντισκοτέκ. Αυτή ήταν μια πιό προχωρημένη μορφή υπαίθριας
ντισκοτέκ με το Χρήστο να βάζει περισσότερα ροκάδικα τραγούδια απο εκείνα της
ντίσκο, καθότι ήταν μουσικά λίγο πιό ψαγμένος. Κι εδώ εμείς αφήναμε τα
κοκκαλάκια μας πάνω στην τσιμεντένια πίστα μέχρι τις πρωινές ώρες ... όλες οι
συναντήσεις, όλα τα φλέρτ, τα βλέμματα του έρωτα, τα ραβασάκια ανταλλασσόνταν
στις πίστες του Κωττούλα και του Σπαγέτου εκείνα τα καυτά καλοκαίρια της
νεότητας.
Το ποτό για τα αγόρια έφτανε μέχρι
ουίσκι, ενώ τα κορίτσια ήταν ταγμένα να τελειώσουν το βερμουτ on the rocks ή μπέιλις
on the rocks, κάτι πολύ στυλάτο για την εποχή.
Θα πρέπει να πω ότι στη ντισκοτέκ του
Κωττούλα γνώρισα τον Τέντυ και έκτοτε τον τραβολογούσα εκεί κάθε νύχτα,
εξουθενώνοντάς τον κυριολεκτικά. Ο μετέπειτα άντρας μου πίστευε στις ρομαντικές
βόλτες, αλλά εγώ, η Πεταλούδα μου,ο Βασίλης Μπακογιώργος, η Αλέκα Λεκατσά και η
Αγγελική Σπηλιά, ο Κώστας Σπηλιάς θεωρούσαμε ότι η νύχτα ήταν ταγμένη για χορό.
Άλλωστε, ήμασταν τέτοιο κονκλάβιο που ο καημένος ο Καναδός δεν μπορούσε να το
νικήσει και να περάσει τη δικιά του γραμμή.’Ετσι έλιωνε κι αυτός στις πίστες
μαζί μας ώσπου να μεγαλώσουμε και να ξεπεράσουμε τη χορευτική μανία των 20 τόσων
χρόνων μας.
Το χειμώνα το κενό αναπλήρωνε για
μερικά χρόνια μια νισκοτέκ που είχε φτιάξει ο Κομπίτσης, πατέρας της Μαρίας
Κομπίτση, σε μια παλιά αποθήκη ξυλείας στην παραλία, κοντά στου Μουτρούκαλη. Ήμασταν
πλέον φοιτητές αλλά η επιστροφή στη Λευκάδα μας εύρισκε εκεί να χορεύουμε
αλύπητα κάθε νύχτα των χριστουγεννιάτικων και των πασχαλινών διακοπών μας.
Οι δύο υπαίθριες ντισκοτέκ του
Κωττούλα και του Σπαγέτου έκλεισαν επειδή διαμαρτυρόνταν οι κάτοικοι της
περιοχής για την ηχορρύπανση. Το επόμενο ήταν ένα καλοκαίρι πένθους και
καταφεύγαμε στο Νυδρί όπου εκτελούσαμε το χορευτικό μας καθήκον σε μια άλλη
υπαίθρια ντισκοτέκ της εποχής, που πρέπει να πω ότι είχε ρομαντικό περιβάλλον και
βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, όπου βγάιναμε να απολαύσουμε τις φεγγαράδες και κάποιες
κρυφές αγκαλιές.
Ο Γιώργος Κωττούλας σύντομα επανήλθε
με τη ντισκοτέκ Pink Panther, η οποία πλέον στεγάστηκε σε μια άλλη αποθήκη εκεί κοντά
στον Αγιο Μηνά. Φυσικά, η τρελοπαρέα κάθε βράδυ έδινε το παρόν μέχρι τις
πρωινές ώρες, ώσπου αρρωστήσαμε απο το αίρκοντίσιον κι έτσι μας απαγορεύθηκε η
πρόσβαση μέχρι το τέλος εκείνου του αντιπαθητικού καλοκαιριού...Τα επόμενα
καλοκαίρια συνεχίσαμε τους ξέφρενους ρυθμούς της ντίσκο στου Κωττούλα, μέχρι
που ο Γιώργος αποφάσισε να φύγει για τους ουρανούς να σμίξει με τους αγγέλους.
Η λύπη κάλυψε σα μαύρο πέπλο ολάκερη τη Λευκάδα και οι νύχτες δεν ήταν πιά
ανέμελες ...Ήταν νύχτες βουτηγμένες στο κενό της απουσίας του...
Η Pink Panther έμεινε στην ιστορία της
Λευκάδας και χρόνια αργότερα αντικαταστάθηκε απο τη ντισκοτέκ του Ντάντολη, που
ξεκίνησε απο τα Περιβόλια για να καταλήξει στα Βαρδάνια. Είχαμε πλέον
μεγαλώσει, οι μουσικές είχαν αλλάξει, το ωράριο της ντισκοτέκ άρχιζε στις 3 το
πρωί, όταν εμείς κοιμόμασταν με τα ανήλικα παιδιά μας, ξεχνώντας την
υπερκινητικότητα της νιότης μας.
Τα παιδιά μας όμως μεγάλωσαν στη
Λευκάδα και έμαθαν κι αυτά να τιμούν τη ντισκοτέκ με τα τραγούδια της εποχής
τους. Ο Αλέξανδρος , ο Βασιλάκης, η Άννα, η Κέλλυ, ο Νίτιαν, ο Σπύρος έγιναν
θαμώνες του Ντάντολη, μόνο που επέτρεφαν στις 7 το πρωί αφού είχαν
καταβροχθίσει και την πρωινή κρέπα τους...
Φέτος, ο κορωνοϊός έβαλε μια άνω
τελεία στη νυχτερινή διασκέδαση της Λευκάδας, αλλά υποσχόμαστε του χρόνου να
επαννέλθουμε με μια ντίσκο βραδυά στου Ντάντολη , όπου θα βρεθούμε όλοι εμείς
της παλαιάς κοπής και θα χορέψουμε στους ρυθμούς μας φορώντας εκείνο το αναιδές
ύφος της ανυποψίαστης νεότητάς μας!
Τζουστινάκι
No comments:
Post a Comment